Με τη γυναίκα μου τη Σοφία γνωριστήκαμε στην καφετέρια που μόλις είχε ανοίξει και εγώ την ίδια μέρα που άνοιγε, έπιανα δουλειά στη διπλανή εταιρία.
Θεωρούσα πάντα τη γνωριμία μας, καρμική.
Από τον πρώτο κιόλας μήνα συγκατοικήσαμε, τρελλός έρωτας, πάθος, ζήλια, αγάπη, όλα. Σε ένα χρόνο παντρευτήκαμε και η Σοφία ήταν ήδη έγκυος στην κόρη μας.
Μετρούσαμε 4 χρόνια μαζί, τα είχαμε όλα, το παιδί μας, τις δουλειές μας όλα. Η Σοφία μένει έγκυος στο δεύτερο παιδί μας. Και το χάνουμε στον 8ο μήνα της εγκυμοσύνης, γεννιέται νεκρό. Και αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση. Κατάθλιψη. Να μην θέλει να φάει, να κοιμηθεί, να μην μπορεί να φροντίσει την κόρη μας, το μαγαζί της να είναι στα πρόθυρα της κατάρρευσης και να τρέχω εγώ για όλα. Αφήνω τη δουλειά μου για να μην μας πνίξουν τα χρέη και αναλαμβάνω εγώ την καφετέρια για να μην χρεοκοπήσουμε. Να τρέχω από το πρωί ως το βράδυ για το μαγαζί το σπίτι και το παιδί όλα μόνος και η Σοφία άπλυτη με μια πυτζάμα σε ένα κρεβάτι να αρνείται να δει ειδικό.
Ένα βράδυ ξέσπασα, έγινε μεγάλος καυγάς. Πήγαμε σε ειδικό, ξεκίνησε φαρμακευτική αγωγή και μετά από δύο συνεδρίες ζήτησε διαζύγιο. Ο δικαστής μου έδωσε την επιμέλεια της κόρης μας, θεωρώντας ότι η Σοφία δεν ήταν σε θέση να αναλάβει το παιδί. Εννοείται δεν της την στερούσα, την έβλεπε όποτε ήθελε ούτε ζητούσα χρήματα για διατροφή. Εξάλλου μου είχε παραχωρήσει την καφετέρια. Ένα χρόνο μετά το διαζύγιο η Σοφία μου μεταβίβασε και επίσημα το καφέ και έφυγε για την Πάτρα να ξεκινήσει μια νέα ζωή.
Συνέχισα τη ζωή μου με μια μεγάλη κρυφή πληγή. Η κόρη μας μεγάλωνε και ρωτούσε. Εγώ να μην προλαβαίνω να φτύσω όχι να έχω και προσωπική ζωή. Η Σοφία δεν έβλεπε πολύ το παιδί, ζήτημα δυο φορές τον χρόνο. Σε κάποια φάση έχασα και τα ίχνη της, άλλαξε σπίτι και τηλέφωνο, δεν μας το είπε, δεν ξαναπήρε τηλέφωνο, εξαφανίστηκε για ένα χρόνο αλλά και εγώ δεν την αναζήτησα είχα πια κουραστεί. Είχαν περάσει σύνολο 5 χρόνια από το διαζύγιο όταν εμφανίστηκε μια μέρα στο καφέ. “Βρήκα τον εαυτό μου ήρθα να σε βρω. Εσύ είσαι ο εαυτός μου” μου είπε.
Και τότε αρχίσαν όλα ξανά. Κάναμε ονειρα για το μέλλον. Δεν με ένοιαζε η καζούρα των φίλων μας ή τα μαλωματα ότι θξα ξαναχωρίσουμε και ότι δεν πρέπει να γυρίζουμε σε πρώην. Εγώ θα άλλαζα την ιστορία έλεγα. Η κόρη μας ήταν τόσο χαρούμενη που γύρισε η μαμά της και εγώ πετούσα στα σύννεφα που γύρισε καλά. Ξαναπαντρευτήκαμε στο εκκλησάκι που είχαμε παντρευτεί την πρώτη φορά. 6 μήνες μετά το γάμο μας, μια μαγνητική που έγινε τυχαία, αποφάσιζε άλλα σχέδια για εμάς: Όγκος στο κεφάλι.
Χημειοθεραπείες, φάρμακα, ενέσεις, μορφίνη. Η Σοφία μου σηκώθηκε από το κρεβάτι να μας βρει να αρχίσουμε ξανά τη ζωή μας από εκεί που την αφήσαμε και κατέληξε πάλι πίσω στο κρεβάτι. Αυτή τη φορά χωρίς επιστροφή. Τη βρήκα 6 μήνες μετά, ένα πρωί, παγωμένη στο κρεβάτι της, να κοιμάται αιώνια, ήρεμη πια χωρίς τον πόνο του καρκίνου. Έκλαψα τόσο πολύ, οι φωνές μου ακούγονταν μέχρι έξω, στη γειτονιά όλοι κατάλαβαν: Ο Νεκτάριος έχασε τη Σοφία του.
Από τότε όλα μου φαίνονται ανούσια. Και τα διαζύγια και οι διαφορές και οι καυγάδες. Από τότε δεν κάνω σχέδια δεν προγραμματίζω.
Από τότε ζω μόνο το τελευταίο λεπτό γιατί το επόμενο μπορεί πάλι κάτι να γίνει και να μου πάρει ό,τι αγαπώ.
Αν η μοίρα σου το’χει να είσαι με έναν άνθρωπο θα είσαι.
Το ίδιο ισχύει και όταν είναι να μην είσαι.
Ακόμα ψάχνω το γιατί δεν έπρεπε με αυτόν τον άνθρωπο να είμαι….