Τέσσερις ημέρες μετά το στερνό «αντίο» στον γιο της, η κυρά-Βασιλική μιλάει για πρώτη φορά για τις τελευταίες συγκλονιστικές στιγμές του Κωνσταντίνου της
Από τον Νίκο Νικόλιζα
Τα συγκλονιστικά τελευταία λόγια του αδικοχαμένου γιου της, του ήρωα της Βορείου Ηπείρου Κωνσταντίνου Κατσίφα, λίγη ώρα πριν πέσει νεκρός από τις σφαίρες των αστυνομικών της Αλβανίας ανήμερα της 28ης Οκτωβρίου περιέγραψε σε συνέντευξη «γροθιά στο στομάχι» η μητέρα του Βασιλική.
Ανάμεσα σε δάκρυα και λυγμούς για την τραγική απώλεια του «σταυραετού» της, όπως τον αποκαλεί, η υπερήφανη μάνα ξετύλιξε την αγάπη και την προσήλωσή του στο ελληνικό έθνος, και την ηρωική πορεία που τον οδήγησε έως τον θάνατο, για να τιμήσει το σύμβολο της πατρίδας του, την ελληνική σημαία.
Ο πόνος της, αγιάτρευτος. Τα μάτια της δεν στεγνώνουν ούτε λεπτό. Και ένα μεγάλο «γιατί» θα τριγυρνά για πάντα σαν εφιάλτης μέσα στο μυαλό της. «Μου έβαλε τον σταυρό στον λαιμό. Με κοιτούσε έντονα στα μάτια και με βλέμμα που με διαπερνούσε. Μου είχε πιάσει τις παλάμες με τα δυο του χέρια, σφιχτά. Με φίλησε και μου είπε: “Μάνα μου, να κρατήσεις γερά. Δεν σε φοβάμαι γιατί είσαι Ηπειρώτισσα. Θα αντέξεις εσύ”». Αυτές ήταν οι τελευταίες λέξεις που πρόλαβε να πει στη γυναίκα που τον έφερε στη ζωή πριν αφήσει την τελευταία του πνοή. Τις φράσεις, που μοιάζουν βγαλμένες από αρχαία τραγωδία, προς τη μάνα που ποτέ δεν θα ξαναδεί το σπλάχνο της μοιράστηκε σε αποκλειστική συνέντευξη που παραχώρησε στην «Espresso» η Βασιλική Κατσίφα, μόλις τέσσερις ημέρες μετά την κηδεία του παλικαριού της.
Τα λόγια βγαίνουν με δυσκολία από το στόμα της. Προσπαθεί να μιλήσει και πολλές φορές η φωνή της χάνεται μέσα στα αναφιλητά. «Για τον Κωνσταντή μου η σημαία ήταν ο θεός του. Ο Κωνσταντής κάθε χρόνο με δικά του χρήματα σημαιοστόλιζε το χωριό μας. Εφερνε υλικά από τη Θεσσαλονίκη κρυφά και έφτιαχνε σημαίες. Τόσο περήφανος ήταν γι’ αυτόν τον ματωμένο τόπο μας» λέει και ξεσπάει σε λυγμούς για τον γιο της που έπεσε στα ηρωικά βουνά της Βορείου Ηπείρου για μια σημαία, για ένα σύμβολο.
Το στήριγμά τους
«Τι να σας πω για τον σταυραετό μου. Τι να σας πω για το λιοντάρι μου, που το έφαγαν τόσο άδικα; Το μόνο που αποζητώ είναι να έρθει να με πάρει, να είμαι μαζί του. Παρακαλάω την Παναγία να πάω κοντά του, να τον βρω. Ομως θα κάνω υπομονή μέχρι να μεγαλώσει η κορούλα του, η Βασιλική, που την είχε κορόνα στο κεφάλι του» λέει και η φωνή της ραγίζει ξανά από τον ανυπέρβλητο πόνο της μάνας που έχασε το παιδί της. Στο υπερήφανο σπίτι της οικογένειας Κατσίφα, που βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του χωριού Βουλιαράτες, στους πρόποδες του βουνού, τίποτα δεν είναι πλέον ίδιο. Για τους γονείς του χάθηκε το στήριγμά τους, ο γιόκας τους. Αλλά και για τους Ελληνες ομογενείς, που βλέπουν πλέον τον 35χρονο ως τον δικό τους εθνομάρτυρα, η απώλεια είναι δυσβάσταχτη.
Περίπου στη μέση του βουνού, δύο χιλιόμετρα απόσταση πάνω από το χωριό, το μεσημέρι της 28ης Οκτωβρίου δύο σφαίρες διαπέρασαν το σώμα του 35χρονου Κωνσταντή. Τα βουνά αντιλάλησαν από τους πυροβολισμούς των όπλων. Ενας βοσκός που βρισκόταν στην απέναντι πλαγιά και είδε το περιστατικό πλέον δεν βγαίνει από το σπίτι του. Ακόμη δεν μπορεί να πιστέψει ότι δολοφόνησαν τον Κωνσταντή, το παιδί που μαχόνταν για το ιστορικό χωριό Βουλιαράτες
«Τι να σας πω εγώ, η δόλια η μάνα; Πείτε μου που έχω πιει πικρό ποτήρι» λέει η Βασιλική Κατσίφα, αρχίζοντας την αφήγησή της για τον ήρωα γιο της. «Ο Κωνσταντής μου ήταν ένα διαμάντι. Επιανε το χέρι του σε όλες τις δουλειές. Δεν υπάρχει και ούτε θα υπάρξει άλλο παιδί σαν τον Κωνσταντή μας. Βοηθούσε όλο το χωριό όπου του ζητούσαν» λέει η χαροκαμένη μητέρα, το επώνυμο της οποίας έχει ήδη γραφτεί με χρυσά γράμματα στην Ιστορία. Πίνει μια γουλιά νερό. Κοιτάζει τις φωτογραφίες που έχει πάνω στο ξύλινο κομοδίνο που ο γιος της είχε σμιλέψει.
«Είχε ετοιμάσει τα πάντα»
«Ο Κωνσταντής πήγαινε τα καλοκαίρια και δούλευε σε διάφορα ξενοδοχεία για να έχει χρήματα για τον χειμώνα και μετά, τον Οκτώβρη, ερχόταν εδώ στο χωριό και μας έκανε παρέα. Μας βοηθούσε να σπείρουμε, να κλαδέψουμε. Πριν τον δολοφονήσουν, είχε πάει και είχε κόψει ξύλα για να έχουμε για τον χειμώνα. Γέμισε όλη την αποθήκη. Είχε σκάψει όλο τον κήπο μόνος του, φυτέψαμε σκόρδα για να έχουμε για τον χειμώνα, ενώ έβαλε σε όλο το σπίτι γύρω γύρω τσιμέντο με περβάζι. Τα είχε ετοιμάσει όλα για να είμαστε εμείς καλά. Προχθές είχε πάει και έφτιαξε μια σιδηροκατασκευή σε έναν φίλο του. Οταν γύρισε εξουθενωμένος, μου λέει: “Μάνα, δεν θα του πάρω λεφτά. Είναι και εκείνος μεροκαματιάρης σαν και εμάς”» περιγράφει η ηρωίδα μητέρα. «Η ψυχή του είχε έναν καλό λόγο για όλους τους συγχωριανούς του. Γι’ αυτό, παιδί μου, ήρθαν όλα τα χωριά να τον αποχαιρετήσουν στην κηδεία του. Ο Κωνσταντής μου φύλαγε Θερμοπύλες εδώ. Πήγαινε στην Ελλάδα και, όταν είχε ρεπό, ερχόταν στο χωριό. Το είχε στην καρδιά του, στο αίμα του» εξηγεί.
Την ημέρα της κηδείας σε όλους τους στύλους που φωτίζουν το χωριό ήταν κρεμασμένες σημαίες. «Αυτές, παιδί μου, τις είχε βάλει ο Κωνσταντής. Περίμενε πώς και πώς να έρθει η 28η Οκτωβρίου και η 25η Μαρτίου, για να ντύσει στα γαλανόλευκα το χωριό. Ηταν παντού μπροστάρης. Ηταν και καλός μαραγκός και καλός σιδεράς. Δεν ζητούσε ποτέ λεφτά από κανέναν. Ολα από την τσέπη του τα έβαζε. Ολα τα εκκλησάκια, και στο δικό μας το χωριό και στο διπλανό, ο Κωνσταντής τα είχε αναστηλώσει. Και το τέμπλο του Αϊ-Θανάση που είχε ξεκινήσει να το φτιάχνει, δεν πρόλαβε να το ολοκληρώσει. Τον έφαγαν οι κακούργοι» λέει με λυγμούς.
Την 28η Οκτωβρίου ο Κωνσταντίνος Κατσίφας σηκώθηκε πολύ πρωί. Ηθελε όλα να είναι στην εντέλεια και παντού να κυματίζει η γαλανόλευκη. Με σπαραγμούς η μάνα του θυμάται εκείνες τις τραγικές ώρες. «Του είχα πει: “Παιδί μου, πρόσεχε, γιατί αυτοί είναι αρπαχτικά. Είναι λύκοι, θα σε φάνε”. Και μου απάντησε: “Μάνα, δεν κάνω τίποτα κακό. Θα στολίσω το χωριό’’» λέει. Την ημέρα εκείνη είχε σηκωθεί πολύ νωρίς και είχε πάει να τελειώσει με την ηλεκτροκόλληση μια πέργκολα. «Οταν ήρθε, μου λέει: “Μάνα, έχει ζεστό νερό;” Πλύθηκε, έβαλε τα καλά του και πήγε για να βάλει τις υπόλοιπες σημαίες. Του έδωσα την ευχή μου και του λέω: “Παιδί μου, η Παναγιά μαζί σου”. Και εκείνος γυρίζει, με κοιτάζει στα μάτια, μου φοράει τον σταυρό που είχε κρεμασμένο στον λαιμό του και μου λέει: “Μάνα μου, μάνα μου, μάνα μου. Θέλω να κρατήσεις γερά”. Τρεις φορές είπε τη λέξη “μάνα” με σπαρακτική φωνή. Εκλεισε την πόρτα και έφυγε για να πάει να βάλει τις υπόλοιπες σημαίες. Με τον πατέρα του τον περιμέναμε το μεσημέρι να φάμε μαζί. Κάθε μεσημέρι καθόμασταν όλοι, κάναμε προσευχή και τρώγαμε. Η ώρα περνούσε και τελικά πίσω δεν το ξαναείδα το παιδί μου» είναι η συγκλονιστική περιγραφή της για το μοιραίο πρωινό.
Οι δύο σημαίες
Και ο Κωνσταντής κατηφορίζει για την πλατεία του χωριού. Εκεί είναι ένα μνημείο στημένο, όπου αναφέρονται διάφοροι ήρωες. Σε κάθε εθνική επέτειο τοποθετούσε δύο σημαίες δεξιά και αριστερά από τα ονόματα των ηρώων. Σε αυτό το μνημείο, σύμφωνα με μαρτυρίες συγχωριανών του, διαπληκτίστηκε με κάποιους αστυνομικούς που δεν του επέτρεψαν να τοποθετήσει τη μία από τις δύο σημαίες.
Αλλωστε, η φωτογραφία που σήμερα δημοσιεύει κατ’ αποκλειστικότητα η «Espresso» αποδεικνύει ότι ακόμη και σήμερα στο μνημείο βρίσκεται μια κρεμασμένη σημαία. Από εκεί ο Κωνσταντής φεύγει και ανεβαίνει στο βουνό, όπου, σύμφωνα με την αλβανική αστυνομία, κρατούσε όπλο στα χέρια του. Απαντώντας σε ερώτηση για το επίμαχο όπλο, η μητέρα του είναι κατηγορηματική: «Παιδί μου, ούτε όπλο είχε εδώ ούτε τίποτα. Στο σπίτι δεν υπήρχε όπλο όλα αυτά τα χρόνια. Και αναρωτιόμαστε όλοι πού και πώς βρέθηκε αυτό το όπλο που λένε στα χέρια του».
«Ηταν σταυραετός»
Οπως περιγράφει η Βασιλική Κατσίφα, αφού ο γιος της ανεβαίνει στην κορυφή, επιστρέφει στη μέση της πλαγιάς όπου και εκτελείται, ενώ, σύμφωνα με μαρτυρίες, την ώρα που δέχεται τις σφαίρες φωνάζει δυνατά τη λέξη «Ελλάδα». «Το παιδί μου ήταν σταυραετός. Είχε δύναμη μέσα του. Δεν ξέρω αν όλα αυτά τα έκανε γιατί ήθελε να γίνει ήρωας, αλλά δεν άντεχε τις αδικίες. Ο τόπος μας ήταν παρατημένος εδώ. Δεν είχαμε υποστήριξη καμιά, ούτε από την Ελλάδα. Είμαστε στο έλεος του Θεού όλα τα χρόνια. Τον χειμώνα είμαστε με τον φόβο των Αλβανών, οι οποίοι μας ανοίγουν τα σπίτια και μας ληστεύουν. Σπάνε τις πόρτες, τα παράθυρα και δεν αφήνουν τίποτα. Τον χειμώνα δεν έχουμε ούτε ρεύμα. Είμαστε με τη λάμπα, παιδί μου» λέει και σκύβει το κεφάλι.
Σύμφωνα με τη μάνα του ήρωα Βορειοηπειρώτη, αμέσως μετά την κηδεία και το ποτάμι του απλού λαού που έφτασε για να αποτίσει φόρο τιμής στη μνήμη του, οι αλβανικές Αρχές έχουν εξαπολύσει λυτούς και δεμένους, προκειμένου να βρεθεί η τεράστια σημαία-σύμβολο που είχε φτιάξει ο Κωνσταντίνος Κατσιφάς. «Είναι αλήθεια, αγόρι μου. Εχουν εξαπολύσει κυνηγητό για να βρουν τη σημαία του παιδιού μου. Μέχρι και αεροπλάνο πετούσε για να τη βρουν» λέει συγκλονισμένη για το μένος των αλβανικών Αρχών.
Παρά τον ανείπωτο πόνο της η τραγική μητέρα θέλει να μιλήσει, να ρίξει φως σε όλες τις σκοτεινές πτυχές της καθημερινότητας που βιώνουν οι Ελληνες ομογενείς της Βορείου Ηπείρου αλλά και στον εκφοβισμό τους από τις αλβανικές Αρχές. Μάλιστα, όπως αποκαλύπτει, ο 35χρονος Κωνσταντίνος Κατσίφας βρισκόταν στο στόχαστρο των Αλβανών από καιρό.
«Το παιδί μου το παρακολουθούσαν εδώ και πέντε χρόνια. Και πέντε μέρες πριν τον σκοτώσουν, παρακολουθούσαν τις κινήσεις του. Πήγαινε, δούλευε και ερχόταν. Δεν μας άφηνε καθόλου μόνους μας. Είχε αγάπη για το χωριό μας. Για τη Βόρειο Ηπειρο. Κάθε φορά που ερχόταν, έφερνε κρυφά και σημαίες» αναφέρει. «Και εγώ του έλεγα: “Πρόσεχε, παιδί μου, θα σε φάνε. Μην τους προκαλείς”» ήταν τα λόγια της -που έμελλε να αποδειχθούν προφητικά- κάθε φορά που εκείνος έφερνε σημαίες στο σπίτι. Μόνο που η απάντησή του ήταν πάντα η ίδια. «Μάνα, είμαστε Ελληνες. Δεν κάνω κάτι κακό» της έλεγε. Αλλά αυτό που για εκείνον ήταν καθήκον, για κάποιους άλλους ήταν έγκλημα… «Μου τον σκότωσαν οι αλήτες. Μου τον έφαγαν τον Κωνσταντή» λέει και ξεσπά ξανά σε αναφιλητά η χαροκαμένη μητέρα.
Αναφερόμενη στη 13χρονη εγγονή της, η Βασιλική Κατσίφα εξηγεί ότι ήταν η μεγάλη αδυναμία του Κωνσταντίνου. «Την κορούλα του τη λάτρευε. Τρελαινόταν. Γιατί και εκείνος παιδί ήταν όταν έγινε πατέρας. Μόλις 19 ετών. Η γυναίκα του ήταν 17 ετών από την Κρήτη, την οποία υπεραγαπούσε και εκείνη. Την είχαμε και την έχουμε σαν κόρη μας ακόμη και σήμερα. Πηγαίναμε όλοι μαζί στον Πόρο, που είναι το άλλο μου παιδί, και κάθε καλοκαίρι κάναμε όλοι μαζί τα μπάνια. Του έλεγα: “Κάτσε, Κωνσταντή μου, εδώ στην αδερφή σου, με όλη την οικογένεια”. Εκείνος είχε τρέλα με το χωριό, τους Βουλιαράτες, και πηγαινοερχόταν συνέχεια» περιγράφει η μητέρα του.
Μήνυμα
Μιλώντας για το κύμα συμπαράστασης που δέχθηκε από χιλιάδες απλούς πολίτες, δηλώνει βαθιά ευγνωμοσύνη. «Θέλω, παιδί μου, να στείλω ένα μήνυμα σε όλο τον Ελληνισμό, να έχουν την υγειά τους και την ευχή μου για τη συμπαράσταση που μου έδειξαν και μου δείχνουν. Είμαι υποχρεωμένη σε όλους τους Ελληνες» λέει. Οσο για τα λόγια του Πάγκαλου; «Εκείνος και οι φίλοι του οδήγησαν την Ελλάδα στη χρεοκοπία, ας τους δικάσει ο λαός. Εμείς εδώ είμαστε Ελληνες, παιδί μου, και ζούμε με τον τρόμο. Τι να μας πουν εμάς εδώ στη Βόρειο Ηπειρο ο Φίλης και ο Τσίπρας; Κάποτε καμάρωνα τον Τσίπρα και τον στήριζα, γιατί ήταν νέος. Και εκείνος δεν έστειλε ούτε ένα στεφάνι ούτε ένα τηλεφώνημα για το παιδί μου. Θέλω όμως να μάθω τι φοβήθηκε; Ας είναι καλά ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος, που μας συμπαραστάθηκε, και ο Κουρουμπλής. Εχουμε στο πλευρό μας όλον τον Ελληνισμό και αυτή είναι η παρηγοριά μου. Και τον Κωνσταντίνο δεν θα τον ξεχάσουμε ποτέ. Γιατί δεν θα ξεχαστεί ούτε από την ελληνική Ιστορία» καταλήγει.
ΤΑ ΕΒΑΛΑΝ ΚΑΙ ΜΕ ΚΥΠΡΙΟ ΕΥΡΩΒΟΥΛΕΥΤΗ
Ανεπιθύμητη στα αλβανικά εδάφη για τις «προκλητικές δραστηριότητές της» στην κηδεία του Κωνσταντίνου Κατσίφα κήρυξε την ευρωβουλευτή της Κύπρου Ελένη Θεοχάρους (φωτό) το υπουργείο Εξωτερικών της Αλβανίας!
Με προκλητική ανακοίνωση, κατηγορεί την Ελένη Θεοχάρους για υποκίνηση μίσους, κάνοντας λόγο «για μετατροπή μιας κηδείας σε μια απειλητική εκδήλωση εναντίον της συνταγματικής και της δημόσιας τάξης της Αλβανίας» καθώς και «για εξτρεμιστικές φωνές, υποκίνηση μίσους και κάλεσμα σε υπονομευτικές δράσεις εναντίον του αλβανικού κράτους»! Σε απάντησή της η ευρωβουλευτής τόνισε ότι είναι τίτλος τιμής να μπει στο στόχαστρο ακόμη ενός διεφθαρμένου, δικτατορικού καθεστώτος!
«Κάποτε καμάρωνα τον Τσίπρα και τον στήριζα, γιατί ήταν νέος! Και εκείνος δεν έστειλε ούτε ένα στεφάνι ούτε ένα τηλεφώνημα για το παιδί μου. Θέλω όμως να μάθω τι φοβήθηκε;»
Εχουν εξαπολύσει κυνηγητό για να βρουν τη σημαία του παιδιού μου! Εστειλαν μέχρι και αεροπλάνο
Τα συγκλονιστικά τελευταία λόγια του αδικοχαμένου γιου της, του ήρωα της Βορείου Ηπείρου Κωνσταντίνου Κατσίφα, λίγη ώρα πριν πέσει νεκρός από τις σφαίρες των αστυνομικών της Αλβανίας ανήμερα της 28ης Οκτωβρίου περιέγραψε σε συνέντευξη «γροθιά στο στομάχι» η μητέρα του Βασιλική.
Ανάμεσα σε δάκρυα και λυγμούς για την τραγική απώλεια του «σταυραετού» της, όπως τον αποκαλεί, η υπερήφανη μάνα ξετύλιξε την αγάπη και την προσήλωσή του στο ελληνικό έθνος, και την ηρωική πορεία που τον οδήγησε έως τον θάνατο, για να τιμήσει το σύμβολο της πατρίδας του, την ελληνική σημαία.
Ο πόνος της, αγιάτρευτος. Τα μάτια της δεν στεγνώνουν ούτε λεπτό. Και ένα μεγάλο «γιατί» θα τριγυρνά για πάντα σαν εφιάλτης μέσα στο μυαλό της. «Μου έβαλε τον σταυρό στον λαιμό. Με κοιτούσε έντονα στα μάτια και με βλέμμα που με διαπερνούσε. Μου είχε πιάσει τις παλάμες με τα δυο του χέρια, σφιχτά. Με φίλησε και μου είπε: “Μάνα μου, να κρατήσεις γερά. Δεν σε φοβάμαι γιατί είσαι Ηπειρώτισσα. Θα αντέξεις εσύ”». Αυτές ήταν οι τελευταίες λέξεις που πρόλαβε να πει στη γυναίκα που τον έφερε στη ζωή πριν αφήσει την τελευταία του πνοή. Τις φράσεις, που μοιάζουν βγαλμένες από αρχαία τραγωδία, προς τη μάνα που ποτέ δεν θα ξαναδεί το σπλάχνο της μοιράστηκε σε αποκλειστική συνέντευξη που παραχώρησε στην «Espresso» η Βασιλική Κατσίφα, μόλις τέσσερις ημέρες μετά την κηδεία του παλικαριού της.
Τα λόγια βγαίνουν με δυσκολία από το στόμα της. Προσπαθεί να μιλήσει και πολλές φορές η φωνή της χάνεται μέσα στα αναφιλητά. «Για τον Κωνσταντή μου η σημαία ήταν ο θεός του. Ο Κωνσταντής κάθε χρόνο με δικά του χρήματα σημαιοστόλιζε το χωριό μας. Εφερνε υλικά από τη Θεσσαλονίκη κρυφά και έφτιαχνε σημαίες. Τόσο περήφανος ήταν γι’ αυτόν τον ματωμένο τόπο μας» λέει και ξεσπάει σε λυγμούς για τον γιο της που έπεσε στα ηρωικά βουνά της Βορείου Ηπείρου για μια σημαία, για ένα σύμβολο.
Το στήριγμά τους
«Τι να σας πω για τον σταυραετό μου. Τι να σας πω για το λιοντάρι μου, που το έφαγαν τόσο άδικα; Το μόνο που αποζητώ είναι να έρθει να με πάρει, να είμαι μαζί του. Παρακαλάω την Παναγία να πάω κοντά του, να τον βρω. Ομως θα κάνω υπομονή μέχρι να μεγαλώσει η κορούλα του, η Βασιλική, που την είχε κορόνα στο κεφάλι του» λέει και η φωνή της ραγίζει ξανά από τον ανυπέρβλητο πόνο της μάνας που έχασε το παιδί της. Στο υπερήφανο σπίτι της οικογένειας Κατσίφα, που βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του χωριού Βουλιαράτες, στους πρόποδες του βουνού, τίποτα δεν είναι πλέον ίδιο. Για τους γονείς του χάθηκε το στήριγμά τους, ο γιόκας τους. Αλλά και για τους Ελληνες ομογενείς, που βλέπουν πλέον τον 35χρονο ως τον δικό τους εθνομάρτυρα, η απώλεια είναι δυσβάσταχτη.
Περίπου στη μέση του βουνού, δύο χιλιόμετρα απόσταση πάνω από το χωριό, το μεσημέρι της 28ης Οκτωβρίου δύο σφαίρες διαπέρασαν το σώμα του 35χρονου Κωνσταντή. Τα βουνά αντιλάλησαν από τους πυροβολισμούς των όπλων. Ενας βοσκός που βρισκόταν στην απέναντι πλαγιά και είδε το περιστατικό πλέον δεν βγαίνει από το σπίτι του. Ακόμη δεν μπορεί να πιστέψει ότι δολοφόνησαν τον Κωνσταντή, το παιδί που μαχόνταν για το ιστορικό χωριό Βουλιαράτες.
«Τι να σας πω εγώ, η δόλια η μάνα; Πείτε μου που έχω πιει πικρό ποτήρι» λέει η Βασιλική Κατσίφα, αρχίζοντας την αφήγησή της για τον ήρωα γιο της. «Ο Κωνσταντής μου ήταν ένα διαμάντι. Επιανε το χέρι του σε όλες τις δουλειές. Δεν υπάρχει και ούτε θα υπάρξει άλλο παιδί σαν τον Κωνσταντή μας. Βοηθούσε όλο το χωριό όπου του ζητούσαν» λέει η χαροκαμένη μητέρα, το επώνυμο της οποίας έχει ήδη γραφτεί με χρυσά γράμματα στην Ιστορία. Πίνει μια γουλιά νερό. Κοιτάζει τις φωτογραφίες που έχει πάνω στο ξύλινο κομοδίνο που ο γιος της είχε σμιλέψει.
«Είχε ετοιμάσει τα πάντα»
«Ο Κωνσταντής πήγαινε τα καλοκαίρια και δούλευε σε διάφορα ξενοδοχεία για να έχει χρήματα για τον χειμώνα και μετά, τον Οκτώβρη, ερχόταν εδώ στο χωριό και μας έκανε παρέα. Μας βοηθούσε να σπείρουμε, να κλαδέψουμε. Πριν τον δολοφονήσουν, είχε πάει και είχε κόψει ξύλα για να έχουμε για τον χειμώνα. Γέμισε όλη την αποθήκη. Είχε σκάψει όλο τον κήπο μόνος του, φυτέψαμε σκόρδα για να έχουμε για τον χειμώνα, ενώ έβαλε σε όλο το σπίτι γύρω γύρω τσιμέντο με περβάζι. Τα είχε ετοιμάσει όλα για να είμαστε εμείς καλά. Προχθές είχε πάει και έφτιαξε μια σιδηροκατασκευή σε έναν φίλο του. Οταν γύρισε εξουθενωμένος, μου λέει: “Μάνα, δεν θα του πάρω λεφτά. Είναι και εκείνος μεροκαματιάρης σαν και εμάς”» περιγράφει η ηρωίδα μητέρα. «Η ψυχή του είχε έναν καλό λόγο για όλους τους συγχωριανούς του. Γι’ αυτό, παιδί μου, ήρθαν όλα τα χωριά να τον αποχαιρετήσουν στην κηδεία του. Ο Κωνσταντής μου φύλαγε Θερμοπύλες εδώ. Πήγαινε στην Ελλάδα και, όταν είχε ρεπό, ερχόταν στο χωριό. Το είχε στην καρδιά του, στο αίμα του» εξηγεί.
Την ημέρα της κηδείας σε όλους τους στύλους που φωτίζουν το χωριό ήταν κρεμασμένες σημαίες. «Αυτές, παιδί μου, τις είχε βάλει ο Κωνσταντής. Περίμενε πώς και πώς να έρθει η 28η Οκτωβρίου και η 25η Μαρτίου, για να ντύσει στα γαλανόλευκα το χωριό. Ηταν παντού μπροστάρης. Ηταν και καλός μαραγκός και καλός σιδεράς. Δεν ζητούσε ποτέ λεφτά από κανέναν. Ολα από την τσέπη του τα έβαζε. Ολα τα εκκλησάκια, και στο δικό μας το χωριό και στο διπλανό, ο Κωνσταντής τα είχε αναστηλώσει. Και το τέμπλο του Αϊ-Θανάση που είχε ξεκινήσει να το φτιάχνει, δεν πρόλαβε να το ολοκληρώσει. Τον έφαγαν οι κακούργοι» λέει με λυγμούς.
Την 28η Οκτωβρίου ο Κωνσταντίνος Κατσίφας σηκώθηκε πολύ πρωί. Ηθελε όλα να είναι στην εντέλεια και παντού να κυματίζει η γαλανόλευκη. Με σπαραγμούς η μάνα του θυμάται εκείνες τις τραγικές ώρες. «Του είχα πει: “Παιδί μου, πρόσεχε, γιατί αυτοί είναι αρπαχτικά. Είναι λύκοι, θα σε φάνε”. Και μου απάντησε: “Μάνα, δεν κάνω τίποτα κακό. Θα στολίσω το χωριό’’» λέει. Την ημέρα εκείνη είχε σηκωθεί πολύ νωρίς και είχε πάει να τελειώσει με την ηλεκτροκόλληση μια πέργκολα. «Οταν ήρθε, μου λέει: “Μάνα, έχει ζεστό νερό;” Πλύθηκε, έβαλε τα καλά του και πήγε για να βάλει τις υπόλοιπες σημαίες. Του έδωσα την ευχή μου και του λέω: “Παιδί μου, η Παναγιά μαζί σου”. Και εκείνος γυρίζει, με κοιτάζει στα μάτια, μου φοράει τον σταυρό που είχε κρεμασμένο στον λαιμό του και μου λέει: “Μάνα μου, μάνα μου, μάνα μου. Θέλω να κρατήσεις γερά”. Τρεις φορές είπε τη λέξη “μάνα” με σπαρακτική φωνή. Εκλεισε την πόρτα και έφυγε για να πάει να βάλει τις υπόλοιπες σημαίες. Με τον πατέρα του τον περιμέναμε το μεσημέρι να φάμε μαζί. Κάθε μεσημέρι καθόμασταν όλοι, κάναμε προσευχή και τρώγαμε. Η ώρα περνούσε και τελικά πίσω δεν το ξαναείδα το παιδί μου» είναι η συγκλονιστική περιγραφή της για το μοιραίο πρωινό.
Οι δύο σημαίες
Και ο Κωνσταντής κατηφορίζει για την πλατεία του χωριού. Εκεί είναι ένα μνημείο στημένο, όπου αναφέρονται διάφοροι ήρωες. Σε κάθε εθνική επέτειο τοποθετούσε δύο σημαίες δεξιά και αριστερά από τα ονόματα των ηρώων. Σε αυτό το μνημείο, σύμφωνα με μαρτυρίες συγχωριανών του, διαπληκτίστηκε με κάποιους αστυνομικούς που δεν του επέτρεψαν να τοποθετήσει τη μία από τις δύο σημαίες.
Αλλωστε, η φωτογραφία που σήμερα δημοσιεύει κατ’ αποκλειστικότητα η «Espresso» αποδεικνύει ότι ακόμη και σήμερα στο μνημείο βρίσκεται μια κρεμασμένη σημαία. Από εκεί ο Κωνσταντής φεύγει και ανεβαίνει στο βουνό, όπου, σύμφωνα με την αλβανική αστυνομία, κρατούσε όπλο στα χέρια του. Απαντώντας σε ερώτηση για το επίμαχο όπλο, η μητέρα του είναι κατηγορηματική: «Παιδί μου, ούτε όπλο είχε εδώ ούτε τίποτα. Στο σπίτι δεν υπήρχε όπλο όλα αυτά τα χρόνια. Και αναρωτιόμαστε όλοι πού και πώς βρέθηκε αυτό το όπλο που λένε στα χέρια του».
«Ηταν σταυραετός»
Οπως περιγράφει η Βασιλική Κατσίφα, αφού ο γιος της ανεβαίνει στην κορυφή, επιστρέφει στη μέση της πλαγιάς όπου και εκτελείται, ενώ, σύμφωνα με μαρτυρίες, την ώρα που δέχεται τις σφαίρες φωνάζει δυνατά τη λέξη «Ελλάδα». «Το παιδί μου ήταν σταυραετός. Είχε δύναμη μέσα του. Δεν ξέρω αν όλα αυτά τα έκανε γιατί ήθελε να γίνει ήρωας, αλλά δεν άντεχε τις αδικίες. Ο τόπος μας ήταν παρατημένος εδώ. Δεν είχαμε υποστήριξη καμιά, ούτε από την Ελλάδα. Είμαστε στο έλεος του Θεού όλα τα χρόνια. Τον χειμώνα είμαστε με τον φόβο των Αλβανών, οι οποίοι μας ανοίγουν τα σπίτια και μας ληστεύουν. Σπάνε τις πόρτες, τα παράθυρα και δεν αφήνουν τίποτα. Τον χειμώνα δεν έχουμε ούτε ρεύμα. Είμαστε με τη λάμπα, παιδί μου» λέει και σκύβει το κεφάλι.
Σύμφωνα με τη μάνα του ήρωα Βορειοηπειρώτη, αμέσως μετά την κηδεία και το ποτάμι του απλού λαού που έφτασε για να αποτίσει φόρο τιμής στη μνήμη του, οι αλβανικές Αρχές έχουν εξαπολύσει λυτούς και δεμένους, προκειμένου να βρεθεί η τεράστια σημαία-σύμβολο που είχε φτιάξει ο Κωνσταντίνος Κατσιφάς. «Είναι αλήθεια, αγόρι μου. Εχουν εξαπολύσει κυνηγητό για να βρουν τη σημαία του παιδιού μου. Μέχρι και αεροπλάνο πετούσε για να τη βρουν» λέει συγκλονισμένη για το μένος των αλβανικών Αρχών.
Παρά τον ανείπωτο πόνο της η τραγική μητέρα θέλει να μιλήσει, να ρίξει φως σε όλες τις σκοτεινές πτυχές της καθημερινότητας που βιώνουν οι Ελληνες ομογενείς της Βορείου Ηπείρου αλλά και στον εκφοβισμό τους από τις αλβανικές Αρχές. Μάλιστα, όπως αποκαλύπτει, ο 35χρονος Κωνσταντίνος Κατσίφας βρισκόταν στο στόχαστρο των Αλβανών από καιρό.
«Το παιδί μου το παρακολουθούσαν εδώ και πέντε χρόνια. Και πέντε μέρες πριν τον σκοτώσουν, παρακολουθούσαν τις κινήσεις του. Πήγαινε, δούλευε και ερχόταν. Δεν μας άφηνε καθόλου μόνους μας. Είχε αγάπη για το χωριό μας. Για τη Βόρειο Ηπειρο. Κάθε φορά που ερχόταν, έφερνε κρυφά και σημαίες» αναφέρει. «Και εγώ του έλεγα: “Πρόσεχε, παιδί μου, θα σε φάνε. Μην τους προκαλείς”» ήταν τα λόγια της -που έμελλε να αποδειχθούν προφητικά- κάθε φορά που εκείνος έφερνε σημαίες στο σπίτι. Μόνο που η απάντησή του ήταν πάντα η ίδια. «Μάνα, είμαστε Ελληνες. Δεν κάνω κάτι κακό» της έλεγε. Αλλά αυτό που για εκείνον ήταν καθήκον, για κάποιους άλλους ήταν έγκλημα… «Μου τον σκότωσαν οι αλήτες. Μου τον έφαγαν τον Κωνσταντή» λέει και ξεσπά ξανά σε αναφιλητά η χαροκαμένη μητέρα.
Αναφερόμενη στη 13χρονη εγγονή της, η Βασιλική Κατσίφα εξηγεί ότι ήταν η μεγάλη αδυναμία του Κωνσταντίνου. «Την κορούλα του τη λάτρευε. Τρελαινόταν. Γιατί και εκείνος παιδί ήταν όταν έγινε πατέρας. Μόλις 19 ετών. Η γυναίκα του ήταν 17 ετών από την Κρήτη, την οποία υπεραγαπούσε και εκείνη. Την είχαμε και την έχουμε σαν κόρη μας ακόμη και σήμερα. Πηγαίναμε όλοι μαζί στον Πόρο, που είναι το άλλο μου παιδί, και κάθε καλοκαίρι κάναμε όλοι μαζί τα μπάνια. Του έλεγα: “Κάτσε, Κωνσταντή μου, εδώ στην αδερφή σου, με όλη την οικογένεια”. Εκείνος είχε τρέλα με το χωριό, τους Βουλιαράτες, και πηγαινοερχόταν συνέχεια» περιγράφει η μητέρα του.
Μήνυμα
Μιλώντας για το κύμα συμπαράστασης που δέχθηκε από χιλιάδες απλούς πολίτες, δηλώνει βαθιά ευγνωμοσύνη. «Θέλω, παιδί μου, να στείλω ένα μήνυμα σε όλο τον Ελληνισμό, να έχουν την υγειά τους και την ευχή μου για τη συμπαράσταση που μου έδειξαν και μου δείχνουν. Είμαι υποχρεωμένη σε όλους τους Ελληνες» λέει. Οσο για τα λόγια του Πάγκαλου; «Εκείνος και οι φίλοι του οδήγησαν την Ελλάδα στη χρεοκοπία, ας τους δικάσει ο λαός. Εμείς εδώ είμαστε Ελληνες, παιδί μου, και ζούμε με τον τρόμο. Τι να μας πουν εμάς εδώ στη Βόρειο Ηπειρο ο Φίλης και ο Τσίπρας; Κάποτε καμάρωνα τον Τσίπρα και τον στήριζα, γιατί ήταν νέος. Και εκείνος δεν έστειλε ούτε ένα στεφάνι ούτε ένα τηλεφώνημα για το παιδί μου. Θέλω όμως να μάθω τι φοβήθηκε; Ας είναι καλά ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος, που μας συμπαραστάθηκε, και ο Κουρουμπλής. Εχουμε στο πλευρό μας όλον τον Ελληνισμό και αυτή είναι η παρηγοριά μου. Και τον Κωνσταντίνο δεν θα τον ξεχάσουμε ποτέ. Γιατί δεν θα ξεχαστεί ούτε από την ελληνική Ιστορία» καταλήγει.