Ο πατέρας μου πέθανε όταν ήμουν 5 ετών, δεν θυμάμαι πολλά από εκείνον. Θυμάμαι μόνο ότι η μητέρα μου παντρεύτηκε ξανά πολύ γρήγορα, τον πρώτο που βρήκε μπροστά της.
Ένα χρόνο μόλις μετά τον θάνατο του πατέρα μου, η μητέρα μου γνώρισε έναν άλλον άντρα χωρισμένο με δύο κορίτσια μεγαλύτερα από εμένα και πολύ σύντομα παντρεύτηκαν. Δηλαδή μια που τον έφερε σπίτι να γνωριστούμε και μια που σε ένα μήνα ανέβαιναν τα σκαλιά της εκκλησίας.
Αν και μάνα μου ψέματα δεν θα πω: Έβγαζε την ψυχή στις κόρες του άντρα της. Τα κορίτσια παραπονιόντουσαν στον πατέρα τους, αλλά εκείνος δεν έδινε σημασία. Τον βόλευε γιατί είχε σύζυγο και πλύστρα σε ένα, οπότε η μάνα μου, έβγαζε όλη της την κακία και τα απωθημένα στα παιδιά του.
Μπροστά στον άντρα της, εννοείται ήταν γλυκομίλητη και ευγενική αλλά πίσω του, τις έλεγε άχρηστες, τις έπαιρνε τα γουόκμαν να μην ακουν μουσική, τις πίεζε να διαβάσουν ακόμα και αν ήταν διαβασμένες, όποιος τις ζητούσε στο τηλέφωνο, του έλεγε ότι δεν ήταν εκεί ενώ ήταν. Του έλεγε ψέματα ότι την έκλεβαν για να τις βάλει τιμωρία να μην βγουν βόλτα και να τη βοηθήσουν με τις δουλειές. «Κουμάντο κάνω εγώ εδώ μέσα» έλεγε.
Η μητέρα των κοριτσιών τις είχε εγκαταλείψει, δεν είχαν κανέναν να μιλήσουν. Μέχρι που η μάνα μου έπαθε καρκίνο και έπεσε από τα πόδια της.
Ζήτησε βοήθεια από τα κορίτσια τότε αλλά την αμαρτία μου θα την πω, αρνήθηκαν να την βοηθήσουν. Και όχι μόνο αρνήθηκαν, αλλά δήλωσαν επίτηδες πανεπιστήμια εκτός Αθηνών και έφυγαν άρων άρων. Μέχρι σήμερα ο πατέρας τους λέει πόσο αναίσθητες φάνηκαν μπροστά στην αρρώστια της γυναίκας του. Δεν έβλεπε όμως πως τόσα χρόνια, τις έβγαζε τον καρκίνο η μητέρα μου.
Έφυγα κι εγώ μολις ενηλικιώθηκα. Τη βοήθησα με την αρρώστια της και έφυγα. Είμαι 25 χρονών δεν πέρασα κάπου αλλά δουλεύω πολύ και συντηρώ τον εαυτό μου σε ένα μικρό σπιτάκι.
Ελπίζω μια μέρα να μην γίνω η μάνα μου στα δικά μου παιδιά ή στα παιδιά του άντρα μου.
Φωτεινή