Η οικογένεια είναι όλα όσα έχεις. Ή έτσι λένε. Πρέπει να τους σταθείς και να σου σταθούν ανεξάρτητα από ο, τι κι αν συμβεί. Αυτή είναι μία λανθασμένη πεποίθηση που έχει καταστρέψει αμέτρητες ζωές. Πριν από 10 χρόνια αν τολμούσα να παραδεχτώ ότι σκόπευα να κόψω κάθε επαφή με τη μάνα μου, θα με κρεμούσαν στη μέση της πλατείας, όμως το έκανα. Έκοψα ό, τι μας ένωνε και μετακόμισα μακριά στα τέλη της εφηβείας.
Τι εννοώ λέγοντας έκοψα ό, τι μας ένωνε; Ας πούμε καλύτερα ότι έχω αποστασιοποιηθεί. Επισκέπτομαι το πατρικό μου σπάνια. Εξάλλου δεν έχει απομείνει και τίποτα εκεί. Ένα τηλέφωνο μία φορά στους πέντε μήνες είναι το καλύτερο που μπορώ να κάνω.
Η μαμά μου; Έχω να της μιλήσω έξι χρόνια. Αυτά τα έξι χρόνια είναι τα καλύτερα της ζωής μου. Λίγο καιρό πριν έγραψα ένα άρθρο με τίτλο «Γιατί δεν χρειάζεται να αγαπάς την οικογένειά σου». Αυτό που εννοούσα είναι ότι δεν χρειάζεται να τους αγαπάς όλους.
Κάποια μέλη της οικογένειάς μου ας κοιμηθούν όπως έστρωσαν. Ας πεθάνουν όλοι τους. Το ίδιο και η μάνα μου. Σκληρά λόγια, το ξέρω. Και να πεθάνει δεν πρόκειται να πάω. Ούτε για να μου δώσει την ευχή της ούτε για να μου ζητήσει συγχώρεση, ούτε καν στην κηδεία της. Ίσως κάποια μέρα επισκεφτώ τον τάφο της. Το παιδί μου δεν θα γνωρίσει ποτέ τη γιαγιά του και δεν με λυπεί καθόλου αυτό.
Δεν την κάλεσα ούτε στο γάμο μου ούτε στα βαφτίσια του παιδιού. Έχει καταστρέψει πολλές όμορφες στιγμές μου μέχρι τώρα, δεν χρειάζεται να καταστρέψει άλλη μία.
Μερικές φορές όσο δύσκολο και αν είναι πρέπει να βγάζουμε από τη ζωή μας έναν τοξικό γονέα.
Για να φτάσω σε σημείο να μιλήσω με τέτοια λόγια για τη μαμά μου σημαίνει ότι μεσολάβησαν πολλά. Μου φώναζε κάθε μέρα, μου πετούσε πράγματα, με έκανε να αμφιβάλλω για τον εαυτό μου. Όταν ήμουν 10 ετών με έπεισε ότι οι φίλοι μου, μου έκλεβαν πράγματα. Με αποκαλούσε συνεχώς αφελή, αδύναμη και παθητική.
Για να μάθω αν έλεγε την αλήθεια, μία μέρα άρχισα να ψάχνω τις τσέπες των καλεσμένων μας φεύγοντας από το σπίτι. Με είχε πείσει ότι έλεγε την αλήθεια. Έλεγα από μέσα μου, δεν μπορεί. Κάποιο αξεσουάρ της Barbie ή κάποιο άλλο από τα παιχνιδάκια μου θα βρω στις τσέπες τους. Φανταστείτε τη ντροπή μου όταν έψαξα τέσσερις από τους φίλους μου και δεν βρήκα τίποτα στις τσέπες τους εκτός από έκπληξη και προσβολή. Μετά από αυτό σταμάτησαν να έρχονται σπίτι μου.
Όταν ήμουν στο δημοτικό η μάνα μου ανακάλυψε ότι κάποια άλλα παιδιά μαζί τους και εγώ κάναμε παρέα με ένα κοριτσάκι που είχε Σύνδρομο Down. Με το κοριτσάκι αυτό μαζεύαμε λουλούδια και φύλλα από τα δέντρα του σχολείου και φτιάχναμε στεφάνια. Η δασκάλα μου για να με επιβραβεύσει μου έκανε δώρο μία κορδέλα. Αισθάνθηκα λίγο περίεργα που έλαβα ανταμοιβή για κάτι που θεωρούσα δεδομένο ότι έπρεπε να κάνω. Δεν ήξερα τι ήταν το Σύνδρομο Down αλλά δεν με ένοιαζε κιόλας.
Η μητέρα μου βρήκε την κορδέλα στην τσάντα μου λίγο μετά το μεσημεριανό και με ρώτησε τι ήταν. Όταν της εξήγησα έσπασε ένα μπολ στο νεροχύτη και άρχισε να μου πετάει αυγά. Ούρλιαξε « Γιατί να παίζεις με το καθυστερημένο;».
Για πολλές μέρες δεν με κοιτούσε καν, εκτός από ελάχιστες φορές που με αποκαλούσε καθυστερημένο όταν περνούσα από μπροστά της.
Λίγα χρόνια αργότερα η μάνα μου καθόταν στο αμφιθέατρο και με παρακολουθούσε να παίζω δεύτερο βιολί στην καλοκαιρινή συναυλία που δώσαμε με το ωδείο. Στην επιστροφή με ρώτησε γιατί δεν έπαιζα πρώτο βιολί αντί να μου πει ένα μπράβο.
«Σε προόριζα για κάτι καλύτερο. Γιατί να μην είσαι με τους προχωρημένους;». «Γιατί πρέπει να έχεις κάνει τουλάχιστον δύο χρόνια βιολί για να πας στους προχωρημένους», της είπα.
«Βλακείες», μου είπε. «Η δασκάλα σου δεν πιστεύει και πολύ στο ταλέντο σου. Ίσως απλά να μην το ‘χεις. Αν ήμουν στη θέση σου θα τα παρατούσα τελείως».
Ο πατέρας μου στη θέση του οδηγού παρέμεινε σιωπηλός, σαν ένας απλός σοφέρ. Για πολλές μέρες ζύγιζα τα λόγια της και της δασκάλας μου στο ωδείο. Δεν ήξερα ποιος μου έλεγε ψέματα. Στο τέλος έκανα την επιλογή μου. Δεν είχε σημασία. Η αγάπη μου για τη μουσική ήταν μεγαλύτερη. Έτσι συνέχισα να εξασκούμαι. Έκανα κανονικά τα μαθήματά μου και είπα στους γονείς μου ότι δεν ήθελα να παίρνω μέρος πια στις συναυλίες. Στο πανεπιστήμιο ασχολήθηκα με ένα άλλο μεγάλο μου πάθος – το γράψιμο. Δεν ήθελα ούτε είχα ανάγκη τη συμβουλή της μάνας μου. Ούτε την έγκριση της. Ούτε την υποστήριξή της.
«Η μάνα σου σε αγαπάει», μου είπε ο πατέρας μου τη νύχτα που προσπάθησε να μας σκοτώσει. Λίγο νωρίτερα είχε αρπάξει ένα κουζινομάχαιρο και μας κυνηγούσε. Πήραμε τηλέφωνο αμέσως την αστυνομία. Όταν ήρθαν το μόνο που μας είπαν ήταν ότι δεν τους φαινόταν απειλητική ή βίαιη. Ήταν μία αδύναμη, μεσήλικη, θαμπή γυναίκα που δεν είχε κοιμηθεί τις τελευταίες 36 ώρες. Όχι όμως. Σε αυτούς φαινόταν ακίνδυνη.
Μέσα μου ούτε εγώ πίστευα ότι η μητέρα μου ήταν ικανή να με σκοτώσει. Το ήθελε όμως και μάλιστα πολύ. Με αντιμετώπιζε πάντα σαν μία ξένη, ένα παράσιτο. Δεν μπορούσα να το ρισκάρω. Μπορεί να ήταν μάνα μου αλλά έπρεπε να σώσω τον εαυτό μου.
Η μάνα μου πάθαινε συχνά τέτοιες κρίσεις κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών. Δεν ήταν όμως μόνο η ψυχική της ασθένεια που την είχε μετατρέψει σε ένα τέρας. Ήταν κακός άνθρωπος από τη φύση της. Στα τέλη της εφηβείας για μένα η μητέρα μου έπαψε να υπάρχει.
Δεν πέθανε το σώμα της αλλά το μυαλό της. Για χρόνια προσπάθησα να είμαι καλό παιδί και να προσποιούμαι ότι συζητούσα μαζί της φυσιολογικά ασχέτως που αυτές οι συζητήσεις δεν κατέληγαν πουθενά. Τις ελάχιστες φορές που καταλάβαινε ποιος της μίλαγε, κάρφωνε τα μάτια της πάνω μου κι έκανε αρνητικά σχόλια για το βάρος μου, τα μαλλιά μου και τα όνειρά μου.
Στο τέλος έφυγα. Σταμάτησα να την επισκέπτομαι. Πλέον ζει σε ένα χώρο ειδικό για ψυχικά νοσούντες, μόνη της. Κανείς δεν την επισκέπτεται πια. Ο πατέρας μου δεν ζει. Καμιά φορά τη λυπάμαι, ξέρω όμως η παρουσία μου τι συναισθήματα της πυροδοτεί και δεν μπορώ να το αντέξω. Έχω να κοιτάξω το μέλλον μου, τη σταδιοδρομία μου και την οικογένειά μου. Υπάρχουν άνθρωποι που εξαρτώνται από μένα γι’ αυτό προτιμώ να μείνω μακριά.
Βλέπω το σύζυγό μου να αγκαλιάζει τη μαμά του και αναρωτιέμαι πώς νιώθει, αλλά δεν τον ζηλεύω. Απλά είμαι περίεργη.
Μερικές φορές κοιτάζω στον καθρέφτη και βλέπω τη μαμά μου. Από τη μία πλευρά είναι ευλογία γιατί η μαμά μου ήταν όμορφη γυναίκα.
Κάθε μέρα τη νιώθω μέσα μου αλλά όχι με την καλή έννοια. Αισθάνομαι την επιθυμία της να με κρίνει, το μίσος της, το πώς είναι να ζεις συνεχώς με την υποψία και τη δυσπιστία.
Η μάνα μου δεν είχε φίλους. Απωθούσε τους πάντες. Αποφάσισα να μην κάνω τα ίδια λάθη με εκείνη.
Παρόλα αυτά η παράνοια και η αμείλικτη κριτική της, πάντοτε με το γάντι, έγιναν για μένα χρήσιμα εργαλεία. Δεν με αφήνουν να εφησυχάζω ούτε να δείχνω πολλή εμπιστοσύνη ή να εξαρτώμαι από άλλους.
Δεν θέλω ούτε πρόκειται να συγχωρέσω τη μητέρα μου ή να τα ξαναβρούμε. Μπορεί η τοξική της συμπεριφορά να με βοήθησε να εξελιχθώ, θα προτιμούσα όμως να ήταν κάποια άλλη στη θέση της. Θα μπορούσα να είχα μία μαμά να με αγαπά, να με νανουρίζει τα βράδια, να μου διαβάζει παραμύθια και να μου τραγουδά, μια μαμά που θα έδειχνε άνευ όρων αγάπη και υποστήριξη αλλά δεν είχα.
Κάποιοι από εμάς πρέπει να σταματήσουμε να δεσμευόμαστε στο μύθο της συμφιλίωσης. Δεν πρόκειται να συμβεί. Το μυαλό της μητέρας μου είναι πλέον σαν το ελβετικό τυρί. Γεμάτο τρύπες. Δεν με αναγνωρίζει και δεν έχει κανένα νόημα να την επισκεφτώ με την ελπίδα μήπως με αναγνωρίσει. Δεν είχα ποτέ την αγάπη της. Η συμπεριφορά της καθόρισε το ποια είμαι με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο. Το αντιμετώπισα σαν παιδί ή θα το αντιμετωπίσω ως ενήλικας. Ή και τα δύο.