Η Εριέττα Κούρκουλου – Λάτση, βρέθηκε στα πλημμυρισμένα χωριά της Θεσσαλίας και περιέγραψε στο TheTOC την εμπειρία που την συγκλόνισε.
Η κόρη του γνωστού ηθοποιού, βρέθηκε στην Θεσσαλία μαζί με πολλούς εθελοντές για να βοηθήσει όσο μπορεί. Επισκέφθηκε αρκετά χωριά, και δήλωσε πως “αυτή την εμπειρία δεν θα την ξεχάσει ποτέ“. Σταδιακά, το ζήτημα της Θεσσαλίας, δεν προβάλλεται στα δελτία ειδήσεων και πολλοί από τους εθελοντές των likes δεν βρίσκονται πλέον στην περιοχή. Όμως, το θέμα στην Θεσσαλία δεν έχει επιλυθεί. Υπάρχουν ακόμη πολλοί άνθρωποι που χρειάζονται βοήθεια. Η Εριέττα Κούρκουλου – Λάτση, περιγράφει την εμπειρία της μέσα από ένα κείμενο που δημοσιεύει.
«Τετάρτη 4 Οκτωβρίου, φορτώσαμε δυο φορτηγά με την βοήθεια είκοσι υπέροχων εθελοντών. Πέμπτη 5 Οκτωβρίου στις 5.30 το πρωί ετοιμάστηκε η ομάδα μας και σε συνεργασία με την Genesis Hellas ξεκινήσαμε όλοι για Θεσσαλία. Επισκεφθήκαμε το χωριό της Μαραθέας με σκοπό να μοιράσουμε 250 κούτες στους κατοίκους. Αποφασίσαμε να πάμε από σπίτι σε σπίτι για να μην “χαθούν” τα πράγματα όπως έχει γίνει επανειλημμένα, αλλά και για να βεβαιωθούμε ότι δεν θα αδικηθεί κανείς.
Ο σκοπός αυτού του άρθρου δεν είναι η διαφήμιση των οργανώσεών μας, γιατί πραγματικά κάναμε μια τρύπα στο νερό. Τα περιεχόμενα των κουτιών για τα οποία μας συμβούλευσε ο ΔΕΣΜΟΣ και η EMFASIS, δεν θα μπορούσαν ποτέ να καλύψουν έστω και στο ελάχιστο τις ανάγκες των ανθρώπων που συναντήσαμε. Ο σκοπός αυτού του άρθρου είναι να κάνω μια προσπάθεια να αποτυπώσω την κατάσταση που αντικρίσαμε και να περιγράψω την νέα πραγματικότητα των ανθρώπων που γνωρίσαμε, ελπίζοντας να συμβάλλω στο να μην ξεχαστούν, όπως έχουν ξεχαστεί εκατοντάδες ή και χιλιάδες άλλοι συμπολίτες μας όταν σβήνουν τα φώτα των καναλιών και προχωρούν στο επόμενο “θέμα”.
Θα ξεκινήσω από την περιγραφή των ντόπιων που είχε προηγηθεί της άφιξής μας. “Είναι πολύ θυμωμένοι και θέλει προσοχή“, μας είπαν.
«Στο τρίτο σπίτι, εγώ έσπασα.»
Οι άνθρωποι αυτοί ήταν κάθε άλλο παρά επιθετικοί. Φτάνοντας στο πρώτο σπίτι, συναντήσαμε μια γυναίκα μεγάλης ηλικίας να παλεύει μόνη της για να καθαρίσει το σπίτι από τις λάσπες. Το αυτοκίνητο της οικογένειάς της το οποίο μας έδειξε, είχε καταστραφεί πλήρως και ενώ ήταν ασφαλισμένο, η ασφάλειά του δεν συμπεριλάμβανε τις φυσικές καταστροφές (γιατί πού να το φαντάζονταν οι άνθρωποι). Στο δεύτερο σπίτι, συναντήσαμε τον φούρναρη του χωριού, ο οποίος μας εξήγησε ότι για να ξαναστήσει την επιχείρησή του από την αρχή, θα χρειαζόταν πάνω από 150.000 ευρώ.
Στο τρίτο σπίτι, εγώ έσπασα. Ήταν μια κυρία της οποίας δεν θέλω να μοιραστώ ούτε το πρώτο όνομα αν και έχει μείνει χαραγμένο στο μυαλό και την καρδιά μου. Είχε μια τεράστια έκταση καλλιέργειας βαμβακιού η οποία καταστράφηκε παντελώς από τις βροχές. Αυτή η κυρία ευχαρίστησε εμένα και τον άνδρα μου δέκα φορές για την ηλίθια κούτα που της δώσαμε. Την ρώτησα τι χρειάζεται να της φέρουμε την επόμενη φορά και μου απάντησε ότι δεν ξέρει… “Ούτε κουτάλια δεν έχω κοριτσάκι μου” μου είπε και την ρώτησα εάν μπορούσα να την πάρω μια αγκαλιά. Μια νοικοκυρά με όλη την έννοια της λέξης, δεν μπορούσε να δεχθεί ότι δεν είχε ένα κουτάλι ή ένα μπρίκι για να κεράσει τους επισκέπτες της έναν καφέ. Χωρίς δεύτερη κουβέντα, με πήρε την πιο σφιχτή αγκαλιά του κόσμου και κλαίγαμε η μια στην αγκαλιά της άλλης.
«Οι άνθρωποι στην Θεσσαλία έχουν χάσει τα πάντα και όμως δεν είναι θυμωμένοι.»
Είναι ευγενέστατοι και περήφανοι, σε βαθμό που όσες φορές τους ρώτησα τι χρειάζονται δεν πήρα απάντηση. Αυτό συνέβη γιατί από την μια χρειάζονται ΤΑ ΠΑΝΤΑ, από μάτια και φούρνους και ψυγεία, μέχρι κρεβάτια, στρώματα, καρέκλες τραπέζια και αφυγραντήρες και από την άλλη γιατί αυτό που φάνηκε να έχουν περισσότερη ανάγκη ακόμα και από τα εντελώς απαραίτητα (όπως είναι το λάδι), είναι έναν άνθρωπο να ακούσει τον πόνο τους. Σε κανένα από τα σπίτια που επισκεφθήκαμε, εκτός από ένα στο οποίο οι άνθρωποι είχαν κόβιντ, δεν αφήσαμε την κούτα και φύγαμε. Όλοι είχαν μια ιστορία να πουν και όλοι ήθελαν να τους ακούσουμε, χωρίς πραγματικά να αποσκοπούν πουθενά. Το μόνο που θέλουν αυτοί οι άνθρωποι είναι να μην ξεχαστούν, γιατί ο αγώνας τους τώρα ξεκινάει.
«Φτάνοντας στον Παλαμά, πριν προλάβουμε να βγούμε από το αυτοκίνητο μας έπνιξε η μυρωδιά του κάμπου, ο οποίος έχει μετατραπεί σε έναν τεράστιο βούρκο.»
Ακόμη και τώρα που γράφω, αισθάνομαι αυτή την μυρωδιά να μου καίει τα ρουθούνια, σαν να είμαι εκεί. Θα την περιέγραφα ως έναν συνδυασμό μούχλας, σήψης χιλιάδων ζώων και ξινίλας. Η ατμόσφαιρα είναι εντελώς αποπνικτική και οι αμέτρητες μύγες που κατακλύζουν το χωριό αποτελούν ένα θέαμα χειρότερο και από αυτό που αντίκρισα χρόνια πριν όταν επισκέφτηκα την Αφρική.
Οι άνθρωποι αυτοί δεν μπορούν να επιστρέψουν στα σπίτια τους, με αποτέλεσμα να φιλοξενούνται ακόμα (έναν μήνα μετά την καταστροφή) σε φίλους και συγγενείς στις μεγάλες πόλεις. Επιστρέφουν το πρωί στο χωριό για να προλάβουν να καθαρίσουν ότι μπορούν και φεύγουν ξανά πριν νυχτώσει. Το ρεύμα έχει επιστρέψει, όμως όλες οι ηλεκτρικές συσκευές τους έχουν καεί με αποτέλεσμα να μην έχουν την δυνατότητα ούτε να μαγειρέψουν (αυτό για όλους εμάς που στέλνουμε ρύζια και μακαρόνια). Οι επόμενες ανάγκες τους δείχνουν να είναι τα κρεβάτια, οι κουβέρτες και το λάδι, όμως εάν δεν γίνουν άμεσα αντιπλημμυρικά έργα, με την πρώτη βροχή θα βρεθούν πάλι στο σημείο μηδέν, μιας και το χώμα έχει μετατραπεί σε γλίτσα και δεν μπορεί να απορροφήσει πλέον νερό.
Το χειρότερο όλων, είναι ότι η περιοχή είναι πλέον μολυσμένη και το χώμα είναι πιθανό να πάρει χρόνια να επανέλθει και να μπορεί να ξανά – καλλιεργηθεί.
«Οι άνθρωποι αυτοί δεν έχασαν μόνο τα σπίτια τους και τα υλικά αγαθά τους, έχασαν το εισόδημά τους.»
Έχασαν το μοναδικό πράγμα που θα μπορούσε να τους επιτρέψει να προχωρήσουν στην επόμενη ημέρα και να ξαναχτίσουν τις ζωές τους. Αυτό, δεν μπορώ ούτε εγώ ούτε κανένας πολίτης να τους βοηθήσει να το αποκαταστήσουν. Χρειάζονται την βοήθεια του κράτους. Όμως μπορούμε να κάνουμε και εμείς κάτι για να τους βοηθήσουμε – να μην τους ξεχνάμε. Μπορεί ένα οργισμένο post στο Instagram τις ημέρες της καταστροφής να αρκούσε για να μας δώσει την ψευδαίσθηση ότι κάναμε το χρέος μας, όμως η φωνή μας έχει περισσότερη σημασία σήμερα που οι τηλεοράσεις έχουν αλλάξει θέμα και ασχολούνται με τον Κασσελάκη και το ΟΑΚΑ.
«Επιστρέφοντας στο τεράστιο σπίτι μας μετά από μια ημέρα εθελοντισμού στην Θεσσαλία, μπήκα στο ντους και όσο έσβηνα με καυτό νερό την οσμή από το δέρμα μου, αισθανόμουν σαν απατεώνας.»
Ναι είχα προσφέρει μερικές ώρες από την εβδομάδα μου για να “προσφέρω” κάτι σε αυτούς τους ανθρώπους και ναι βίωσα για μερικές ώρες τον πόνο τους, όμως εμένα η πραγματικότητά μου ήταν άκρως αντίθετη από την δική τους. Αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν κάπου να επιστρέψουν μετά από μια ημέρα μέσα στις μύγες και την λάσπη… δεν έχουν την πολυτέλεια να κάνουν ένα ζεστό ντους.
Αυτή είναι η νέα τους πραγματικότητα και το μόνο που εύχονται και μας επανέλαβαν δεκάδες φορές, είναι να μην τους ξεχνάμε. Είναι να επιστρέφουμε τώρα που έσβησαν οι κάμερες και έφυγαν οι δήθεν εθελοντές της στιγμής που έσπευσαν να αρπάξουν την ευκαιρία για δέκα likes. Οι συνάνθρωποί μας ζουν σε συνθήκες χειρότερες από αυτές του πολέμου. Αυτό συμβαίνει στην Ελλάδα, όχι αλλού… συμβαίνει τρεις ώρες μακριά από το τεράστιο σπίτι μου και την ζεστή ντουζιέρα μου και υπόσχομαι ότι εγώ δεν θα τους ξεχάσω… σας εκλιπαρώ να μην τους ξεχάσετε ούτε εσείς!”.