Κατάδυση στα καταφύγια του Μεσοπολέμου: πότε και πού κατασκευάστηκαν, ποια διατηρούνται έως σήμερα
Μια υπόγεια πόλη οικοδομήθηκε τις παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου κάτω από την Αθήνα.
Με τα σύννεφα της σύρραξης να πυκνώνουν πάνω από την Ευρώπη και καθώς καθίστατο σαφές ότι το αεροπλάνο θα πρωταγωνιστήσει στην αναμέτρηση, το 1936 θεσπίστηκε νόμος που υποχρέωνε τις νεοαναγειρόμενες οικοδομές να διαθέτουν καταφύγια για την προστασία του άμαχου πληθυσμού.
Στο μεταξύ η έντονη οικοδομική δραστηριότητα της εποχής είχε ως αποτέλεσμα το κέντρο της Αθήνας να «πλημμυρίσει» με καταφύγια. Πολλά από αυτά σώζονται ακόμα.
Ετσι, μέσα σε λίγα χρόνια κατασκευάστηκαν πάνω από 5.000 καταφύγια τα οποία αποδείχθηκαν σωτήρια λίγα χρόνια αργότερα, όταν ο πόλεμος χτύπησε την πόρτα της Ελλάδας.
«Η κατασκευή των καταφυγίων επισήμως ξεκινά το 1936, επί καθεστώτος Μεταξά, επειδή καθίστατο σαφές ότι ερχόταν πόλεμος στον οποίο οι από αέρος βομβαρδισμοί θα παίξουν αποφασιστικό ρόλο», περιγράφει στα «ΝΕΑ» ο Κωνσταντίνος Κυρίμης, ερευνητής και συγγραφέας σειράς βιβλίων για τα καταφύγια.
«Στην Ευρώπη, άλλωστε, υπήρχε η εμπειρία από το τι συνέβη στον Ισπανικό Εμφύλιο, με τον βομβαρδισμό της Γκερνίκα. Ολοι, λοιπόν, καταλάβαιναν ότι ο θάνατος αμάχων από βομβαρδισμούς θα αποτελούσε ένα πολύ σημαντικό πρόβλημα. Ετσι, ξεκίνησε ένα πρόγραμμα πολιτικής προστασίας με την κατασκευή εκατοντάδων καταφυγίων».
Το πρόγραμμα κορυφώθηκε το 1940, όταν το φιτίλι του νέου πολέμου στην Ευρώπη είχε ήδη ανάψει. Το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο, ωστόσο, παρέμεινε εν ισχύ για αρκετά χρόνια μετά τον πόλεμο, ως τον Δεκέμβριο του 1956. «Το 1956 αποτελεί ένα ορόσημο», λέει ο Κωνσταντίνος Κυρίμης.
«Είναι η χρονολογία κατά την οποία σταματά η κατασκευή νέων καταφυγίων. Εκτοτε χτίζονται πολύ λίγα, μόνο σε κάποια εργοστάσια και μεγάλες βιομηχανικές μονάδες, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960».
Αυστηρές προδιαγραφές
Οπως εξηγεί ο ερευνητής και συγγραφέας, την περίοδο της μαζικής κατασκευής καταφυγίων οι προδιαγραφές ήταν πάρα πολύ αυστηρές. Οριζόταν αναλυτικά πόσο πάχος πρέπει να έχουν τα τοιχώματα, από τι υλικό πρέπει να είναι φτιαγμένα, πώς πρέπει να είναι οι εσωτερικοί χώροι και τι δωμάτια να υπάρχουν.
Μεταξύ άλλων, προβλέπονταν τουαλέτες και προθάλαμοι, έξοδος κινδύνου αλλά και πλάκα οροφής από μπετόν αρμέ, ώστε να κρατήσει το βάρος ολόκληρου του κτιρίου σε περίπτωση κατάρρευσης. Ακόμα, έπρεπε να υπάρχουν πόρτες που κλείνουν αεροστεγώς και, σε ορισμένες περιπτώσεις, μηχανήματα ανακύκλωσης του αέρα.
«Υπήρχαν σύνθετες προδιαγραφές που τηρούνταν πολύ αυστηρά, καθώς μετά το πέρας της κατασκευής του καταφυγίου γινόταν επιτόπιος έλεγχος από την αεράμυνα», λέει ο Κωνσταντίνος Κυρίμης. Οσο για το μέγεθος των κτιρίων που όφειλαν να διαθέτουν καταφύγιο, η σχετική νομοθεσία αφορούσε όσα οικοδομήματα διέθεταν από τρεις ορόφους και άνω.
Οπως όμως εξηγεί ο ερευνητής, την περίοδο εκείνη το ισόγειο λογιζόταν ως όροφος. Οπότε με σημερινά κριτήρια, ακόμα και τα διώροφα οικοδομήματα έπρεπε να έχουν καταφύγιο.
Οταν μετά την εμπλοκή της Ελλάδας στον πόλεμο χιλιάδες κάτοικοι της Αθήνας έσπευδαν στα καταφύγια για να προφυλαχθούν από τις βόμβες, θα βίωναν πιθανότατα ανάμεικτα συναισθήματα βλέποντας μέσα στα καταφύγια γερμανικές επιγραφές στον εξοπλισμό που τους προστάτευε από τους… γερμανικούς βομβαρδισμούς.
Και αυτό γιατί το μεγαλύτερο μέρος του εξοπλισμού των καταφυγίων και ευρύτερα της αεράμυνας, από τους φακούς μέχρι τις θωρακισμένες πόρτες και τις αντιασφυξιογόνες μάσκες «ήταν σχεδόν εξολοκλήρου γερμανικής κατασκευής», σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Κυρίμη.
Στο μεταξύ η έντονη οικοδομική δραστηριότητα της εποχής είχε ως αποτέλεσμα το κέντρο της Αθήνας να «πλημμυρίσει» με καταφύγια. Πολλά από αυτά σώζονται ακόμα.
«Από εκείνη την εποχή υπάρχουν ακόμα καταφύγια σε κεντρικούς δρόμους της Αθήνας όπως η Βουκουρεστίου, η Ερμού και η Ζαλοκώστα. Στην οδό Βουλής υπάρχει ένα μεγάλο καταφύγιο με χωρητικότητα άνω των 150 ατόμων. Στη κτήριο του υπουργείου Οικονομικών στη Νίκης ένα για 400 άτομα. Δεν υπάρχει σημείο χωρίς μεγάλα καταφύγια στο κέντρο», λέει ο Κωνσταντίνος Κυρίμης.
Την ίδια περίοδο καταφύγια κατασκευάστηκαν και κάτω από λόφους της πρωτεύουσας, όπως ο Λυκαβηττός και ο λόφος Αρδηττού, του οποίου οι υπόγειες εγκαταστάσεις μπορούσαν να καλύψουν 1.300 άτομα. Το καταφύγιο του Λυκαβηττού παραμένει σε καλή κατάσταση μέχρι σήμερα.
Χώρος βασανισμού
Επισκέψιμος, όμως, δεν είναι κανένας εξ αυτών των χώρων, πλην ενός υπογείου στον αριθμό 4 της οδού Κοραή. Πρόκειται για τον Χώρο Ιστορικής Μνήμης 1941 – 1944, που λειτουργεί σε ένα παλιό καταφύγιο το οποίο κατόπιν είχε χρησιμοποιηθεί από τους Ναζί ως χώρος βασανισμού.
Μετά την κατάληψη της Ελλάδας από τους Γερμανούς στο μέγαρο της οδού Κοραή 4 εγκαταστάθηκαν «διάφορες υπηρεσίες των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής και η Kommandatur. Στην κορυφή κυμάτιζε ο αγκυλωτός σταυρός και τα υπόγεια αντιαεροπορικά καταφύγια μετατράπηκαν σε φυλακές», διαβάζουμε στον ιστότοπο του Χώρου Ιστορικής Μνήμης.
«Στα δύο υπόγεια (έξι μέτρα κάτω από την επιφάνεια της γης) οι μηχανικοί Ε. Κριεζής και Α. Μεταξάς είχαν κατασκευάσει τα πιο σύγχρονα αντιαεροπορικά καταφύγια, με μεταλλικές πόρτες (γερμανικής προέλευσης) που έκλειναν αεροστεγώς, αλλά και επικοινωνία μεταξύ των δύο ορόφων με εσωτερικό κλιμακοστάσιο, γεγονός που διευκόλυνε τον κατακτητή. Τα κρατητήρια ήταν κυρίως κέντρα μεταγωγών. Οι κρατούμενοι μεταφέρονταν στη συνέχεια στις φυλακές Αβέρωφ, στα γερμανικά στρατοδικεία, σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, σε καταναγκαστικά έργα ή σε τόπους εκτελέσεων».
Αξίζει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Κυρίμη, τα χρόνια πριν από τον πόλεμο καταφύγια προβλεπόταν να κατασκευαστούν και σε άλλες πόλεις νευραλγικής σημασίας, όπως η Πάτρα, η Θεσσαλονίκη και ο Βόλος. Κάποια εξ αυτών πράγματι κατασκευάστηκαν. Σε άλλες περιπτώσεις, όμως, τους πρόλαβε ο πόλεμος.
Πηγή: «ΤΑ ΝΕΑ»