Η Λίμνη, το Κάστρο, το Νησί. Η Ιστορία κι οι θρύλοι ένα κουβάρι. Μια παύση στην αδιάλειπτη συνέχεια του χρόνου. Και μια πόλη «γυάλινη». Μια πόλη ονειρική.
«Πού τελειώνει η Ιστορία και πού αρχίζουν οι θρύλοι;» θες να ρωτήσεις τους παππούδες που κάνουν βόλτα στον παραλίμνιο με τα χέρια στις τσέπες, μα διστάζεις. Ο Αλή πασάς, η κυρά Βασιλική, η κυρα-Φροσύνη δεν είναι πια εδώ κι όμως τους βλέπεις! Παραισθήσεις… Τα Γιάννενασε ποτίζουν όπιο, δηλαδή ομίχλη.
Ομίχλη πυκνή που κατακάθεται πάνω από τη λίμνη κάθε χειμωνιάτικο πρωινό. Ο ουρανός θέλει να σε πλακώσει, είναι προφανές. Δεν έχεις αντίρρηση. Οι κορμοράνοι μοιάζουν με κοράκια, οι νησιώτες στις πλάβες με περαματάρηδες που θέλουν να σε περάσουν στην αντίπερα όχθη κι οι περαστικοί με τις κουκούλες και τα ασαφή περιγράμματα με αλλόκοτες μορφές άλλου κόσμου. Δεν τρομάζεις, έχεις ρόλο στο παραμύθι και σ’ αρέσει. Σ’ αρέσει πολύ!
Τι χρώμα έχει η λίμνη; Γαλάζιο, πράσινο, άσπρο, μαύρο, πορτοκαλί, ροζ, μοβ. Ολα τα χρώματα της ίριδας και όλες οι αναμείξεις τους αντανακλώνται πάνω στα πότε ακύμαντα, πότε ρυτιδιασμένα νερά της. «Η λίμνη των Ιωαννίνων ή αλλιώς λίμνη Παμβώτιδα, έχει έκταση 23 τετραγωνικά χιλιόμετρα, βάθος 13 μέτρα και περίμετρο 33 χιλιόμετρα» αναφέρουν οι επίσημες πηγές. Ποια Παμβώτιδα και ποια Ιωαννίνων; Είναι η Λίμνη, σκέτο και με το «λ» κεφαλαίο. Οπως και το νησί των 0,3 τετραγωνικών χλμ. μέσα της, το ένα από τα δύο κατοικημένα της Ελλάδας, απλά το Νησάκι!
Βόλτα-όνειρο
Γαλήνη, μυστήριο και έμπνευση συναντιούνται κάθε πρωί μέσα στην υγρασία. Πιάνονται χέρι, χέρι και κάνουν βόλτα κάτω από τα πλατάνια, στον παραλίμνιο δρόμο που έγινε δρόμος μετά το ’30. Μέχρι τότε ήταν λίμνη κι έγλυφε τα τείχη του Κάστρου – κι αυτό με κεφαλαίο. Ταμπάκικα, Ναυτάκια, Κυρα-Φροσύνη, Μόλος και πάλι πίσω.
Η αγαπημένη βόλτα των Γιαννιωτών έχει όνομα, λέγεται Διονυσίου Φιλοσόφου, από τον μητροπολίτη Λαρίσης που πήγε για μαλλί, δηλαδή για επανάσταση, και βγήκε κουρεμένος ή πιο σωστά γδαρμένος απ’ τους Τούρκους. Εχει και συναντήσεις· με τους ψαράδες που στήνονται από νωρίς στα παραπέτα, τους φοιτητές, τους ποδηλάτες που κοντοστέκονται στα γλυπτά των Ηπειρωτών καλλιτεχνών.
Η ζωή της πόλης, της Λίμνης και του Νησιού είναι δεμένες με σκοινί μεταξύ τους, όπως οι πλάβες των ψαράδων στην Ντραμπάτοβα. Η μοίρα τους αλληλένδετη σαν τις κινήσεις των παγκοσμίως διακεκριμένων κωπηλατών. Οι θρύλοι κι η ιστορία τους ένα κουβάρι, σαν τις ζωές των ετερόκλητων ανθρώπων που την κατοικούν – των καλλιτεχνών, των πανεπιστημιακών, των ψαράδων, των τεχνιτών, των 15.000 φοιτητών. Ολων αυτών των 40.000 ανθρώπων που την μπολιάζουν με ό,τι ευγενέστερο έχει ο καθένας.
Το βασίλειο του Αλή
Ολη η πόλη «μιλά» για τον Αλή κι αναρωτιέται αν ήταν αιμοδιψής τύραννος ή εν αγνοία του μαικήνας των γραμμάτων και αρωγός της Επανάστασης. Απάντηση δεν θα πάρει ποτέ, όπως ποτέ δεν θα μάθει πώς ένιωθε η κυρα-Βασιλική, όταν από 8 ή 12 χρονών ζούσε μαζί του κι όταν λίγα χρόνια μετά από εκείνον πέθανε μόνη της στο Αιτωλικό.
Πλακόστρωτο Παλαιολόγου και οδός Ιουστινιανού (αργότερα Προκοπίου Ιστορικού και Νούτσου): Οι δρόμοι πίσω από τις πύλες του κάστρου προσπαθούν να δώσουν απαντήσεις και μέσω μιας κυκλικής διαδρομής προσφέρουν ένα σεργιάνι στους αιώνες. Ανάμεσα σε όμορφα κτίρια του προηγούμενου αιώνα φτιαγμένα από πέτρα, τσατμά ή πλίνθους και τα σύγχρονα τσιμεντένια σπίτια καραδοκεί η ιστορία.
Οι στάσεις είναι πολλές: στην Εβραϊκή συναγωγή, στο Σουφαρί Σεράι, τη σχολή ιππικού του Αλή πασά που στεγάζει το Ιστορικό Αρχείο Ηπείρου, στην πανέμορφη οθωμανική βιβλιοθήκη και το βυζαντινό χαμάμ που ερειπώνουν, στο τέμενος Ασλάν πασά στη θέση της βυζαντινής ακρόπολης. Στις κάποτε διευρυμένες εγκαταστάσεις του συμπεριλαμβάνονταν η εστία, ο μεντρεσές όπου εδρεύει το θαυμαστό ιστορικό μουσείο Ραπακούση, οι λουτήρες και το εντυπωσιακό τζαμί με τα θαυμαστά μιχράμπ (ιερό) και μιμπάρ (άμβωνας).
Εκεί η μικρή συλλογή του δημοτικού μουσείου προσπαθεί να παρουσιάσει τον τρόπο ζωής των τριών μεγάλων κοινοτήτων (χριστιανών, Εβραίων, μουσουλμάνων) που έζησαν στα Γιάννενα ειρηνικά για χρόνια και από κοινού όρισαν την πόλη ως ένα από τα μεγαλύτερα πνευματικά και εμπορικά κέντρα της προεπαναστατικής Ελλάδας.
Στέμμα και άγρυπνο βλέμμα μαζί που εποπτεύει την πόλη, το Ιτς Καλέ, το βασίλειο του Αλή, της αμφιλεγόμενης προσωπικότητας από το Τεπελένι της Αλβανίας. Εδώ εγκατέστησε το σεράι του, από εδώ διοίκησε την πόλη για 34 χρόνια, εδώ και ετάφη το ακέφαλο σώμα του, το 1822.
Σήμερα στο σεράι είναι εγκατεστημένο το βυζαντινό μουσείο, στο θησαυροφυλάκιο συλλογή αργυροχοΐας, στα μαγειρεία ένα δημοφιλές καφέ. Το Φετιχέ τζαμί και ο τάφος του Αλή είναι όμως εκείνα που εγκλωβίζουν όλα τα βλέμματα.
Παράδοση στο τώρα
Εκτός των τειχών και μακριά από τη λίμνη η πόλη μοιάζει να ξαναβρίσκει τον κιρκαδιανό της ρυθμό. Η παλιά Εβραϊκή συνοικία έχει προσαρμοστεί εδώ και χρόνια στις σύγχρονες επιταγές: φιλοξενεί μπαρ και εστιατόρια. Το παράδειγμά της ακολουθούν οι στοές, σαν τη Λούλη και τη Λιάμπεη, και τα στενάκια που πλακοστρώνονται χρόνο με τον χρόνο.
Παραδομένη στον πολιτισμό του τσιμέντου, η πόλη των Ιωαννίνων, βρίσκει άλλοθι σε βομβαρδισμούς και δύο μεγάλες πυρκαγιές και εξιλέωση σε μερικά κτίρια μεγάλων αρχιτεκτόνων του 20ού αιώνα στην Αβέρωφ: Δημαρχείο, Δικαστικό μέγαρο, Αρχαιολογικό Μουσείο, Τράπεζα της Ελλάδος.
Τα ασήμια και τα μπακίρια, εκείνα που έκαναν τα Γιάννενα να λάμπουν σε όλη την ιστορία τους σαν αστραφτερά ηπειρώτικα κιουστέκια (κόσμημα που φορέθηκε κυρίως από τους οπλαρχηγούς), στριμώχνονται γύρω από την Ανεξαρτησίας και την Αβέρωφ, πλάι σε (παρ)όμοιά τους από χώρες της Ασίας. «Υπάρχουν ακόμη κάποιοι που σκαλίζουν» λέει ο Χρυσόστομος Καρυοφίλλης και συνεχίζει την παράδοση του πατέρα του, του φημισμένου αργυροχόου του Κάστρου που έφυγε από τη ζωή. Μαζί του θα συμφωνήσει το ΚΕΠΑΒΙ.
Στα γύρω στενά επίσης, κάποιοι συνεχίζουν παραδοσιακά και επιμένουν να τα βάζουν με τα σίδερα και να παίζουν με τη φωτιά: ο «Τέλης» ο σιδηρουργός, η κυρα-Ελευθερία Φάκου που δουλεύει με πείσμα το αμόνι, η Χαρίκλεια Καριοφύλλη που τροχίζει με νεύρο, ο Πέτρος Μιχαήλ, ο διάσημος πια καμπανάς.
Τα κόκκινα γένια
Υπόγειες στοές που οδηγούν στο Ιτς Καλέ, σπηλιές-κρησφύγετα, ο πολυπόθητος θησαυρός του Αλή πασά: οι θρύλοι κυκλοφορούν ξεδιάντροπα και στο Νησάκι και αιωρούνται πάνω από την Μπακαλιώ, μαζί με τις ιστορίες για τις μεγάλες βυζαντινές οικογένειες του 13ου αιώνα που ήρθαν εδώ από την Πόλη θέτοντας θεμέλιο λίθο για την ανάπτυξη των γραμμάτων.
Κανείς από τους βιαστικούς επισκέπτες δεν τους βλέπει. Ολα τα βλέμματα είναι στραμμένα στα πολύτιμα σουβενίρ που για να πωλούνται εδώ, όπου ο Αλής άφησε την τελευταία του πνοή, δεν μπορεί, θα έχουν αξία. Τα γεγονότα εξιστορούνται στον τόπο του δράματος, στο μουσείο Προεπαναστατικής περιόδου ή Αλή Πασά, στη Μονή του Αγίου Παντελεήμονα.
Εκεί κατέφυγε ο Αλής κυνηγημένος από τον Χουρσίτ Πασά και ελπίζοντας ότι θα καταφτάσει φιρμάνι αμνηστίας απ’ την Υψηλή Πύλη. Αντί για το φιρμάνι έφτασε ο Κιοσέ Μεχμέτ Πασάς για να φύγει λίγο αργότερα με το κεφάλι του Αλή ανά χείρας, έτοιμο για άμεση αποστολή στην Πόλη, στον Σουλτάνο που αδημονούσε…
Κάπως έτσι βγήκε αληθινός ο Κοσμάς ο Αιτωλός που είχε προφητεύσει πως θα ερχόταν η μέρα που ο Αλής θα πάει στην Πόλη με κόκκινα γένια και κάπως έτσι, χάρη και στον Αλή, οι 200 πάνω-κάτω Νησιώτες ζουν πια όχι τόσο από το ψάρεμα όσο από τον τουρισμό.
Κέντρο γραμμάτων
Λίγο μακρύτερα, στην περίμετρο 2 χλμ. περίπου του Νησιού, πλάβες αργοκουνιούνται, καλαμιώνες και λεύκες θεριεύουν ανεξέλεγκτα και παρασιωπούν πολύτιμους, υπαρκτούς, θησαυρούς: 6 ακόμη μονές–σχολεία που μαζί με τις φημισμένες σχολές της πόλης επέβαλαν τα Γιάννενα ως «πόλη των γραμμάτων και των τεχνών».
Μονή Αγίου Νικολάου Φιλανθρωπινών, Αγίου Νικολάου Στρατηγοπούλου (ή Ντίλιου), Προδρόμου, Αγίας Ελεούσας, Μεταμορφώσεως του Σωτήρα, Προφήτη Ηλία. Οι λίγοι επισκέπτες που ακολουθούν την παραλίμνια βόλτα δεν φεύγουν μόνο γαληνεμένοι: οι όμορφες μονές και οι σπουδαίες αγιογραφίες τους, όπως οι αρχαίοι σοφοί και φιλόσοφοι στη Φιλανθρωπινών μένουν μέσα τους.
Οι υπόλοιποι χορτάτοι από το… αίμα του Αλή, από τα βατραχοπόδαρα και τα χέλια στο κεραμίδι των ουζερί, φορτώνονται στα καραβάκια της επιστροφής. Καθώς απομακρύνονται, το τελευταίο βλέμμα στο Νησί που μοιάζει να ίπταται φέρνει μετάνοια για την βίαιη εισβολή. Η ομίχλη το τυλίγει στον ιστό της. Τα όρια μεταξύ ουρανού και λίμνης είναι απροσδιόριστα. Τα φωτάκια τρεμοπαίζουν αχνά κι η πόλη απέναντι… άφαντη. Βρίσκονται στη μέση της λίμνης, της ομίχλης, του χρόνου. Στο έλεος των μύθων!