Σοκ προκαλεί η δολοφονία 47χρονης γυναίκας από τον πρώην σύντροφό της, ο οποίος την έκαψε ζωντανή στην Σκωτία.
Ο φρικιαστικός θάνατος της γυναίκας, που πυρπολήθηκε από τον πρώην σύντροφό της θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί αν η αστυνομία την είχε προειδοποιήσει για τον κίνδυνο στον οποίο βρισκόταν, υποστήριξε ο αρμόδιος σερίφης.
Ο Κέβιν Μαρκς στάθηκε πάνω από την αδικοχαμένη επιχειρηματία, Αν Ντράμοντ, 47 ετών, και αφού της έβαλε φωτιά, άρχισε να γελά, καθώς η γυναίκα κυλιόταν στο έδαφος σε μια προσπάθεια να σβήσει τις φλόγες που είχαν τυλίξει το σώμα της.
Ο δράστης ξεκίνησε βάζοντας φωτιά στο αυτοκίνητό της σε έναν δρόμο κοντά στο Bathgate, στο West Lothian, τον Ιούνιο του 2019. Οι γιατροί διαπίστωσαν ότι περισσότερο από το 80 % του σώματος της 47χρονης είχε υποστεί εγκαύματα. Η γυναίκα, μητέρα 4 παιδιών, πέθανε στο Βασιλικό Νοσοκομείο της Γλασκώβης. Είχε πάει να παραλάβει τον Μαρκς από το δικαστήριο, αφού είχε αφεθεί ελεύθερος με εγγύηση για άλλα αδικήματα, λίγο πριν εκείνος την σκοτώσει.
Ο Μαρκς, 52 ετών, κατηγορήθηκε για φόνο, αλλά οι εισαγγελείς αποδέχτηκαν την ένσταση αθωότητας λόγω της επιβαρυμένης ψυχικής του υγείας, κρίνοντας ότι λόγω των σοβαρών προβλημάτων που αντιμετώπιζε δεν μπορούσε να είναι υπεύθυνος για τις πράξεις του.
Τον Οκτώβριο του 2020, ο Marks, 52 ετών, διατάχθηκε να κρατηθεί στο κρατικό νοσοκομείο στο Carstairs, στο Lanarkshire, χωρίς χρονικό περιορισμό.
Η δικαστική έρευνα για τον θάνατο της 47χρονης κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο θάνατός της θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί εάν η αστυνομία είχε μοιραστεί πληροφορίες για τον Μαρκς με το NHS, εν μέσω ανησυχιών για την ψυχική του υγεία.
Στο δικαστήριο αναφέρθηκε ότι ο Μαρκς, ο οποίος είχε διαγνωστεί με παρανοϊκή σχιζοφρένεια μετά την επίθεση, είχε απειλήσει στο παρελθόν την Ντράμοντ και είχε ιστορικό ενδοοικογενειακής βίας.
Ο σερίφης Πίτερ Χάμοντ τόνισε ότι θα έπρεπε να είχε διεξαχθεί μια “ενδελεχής και αποτελεσματική” αξιολόγηση κινδύνου για τον Μαρκς , λαμβάνοντας υπόψη τις προειδοποιήσεις για τον πιθανό κίνδυνο που αποτελούσε για την γυναίκα.
Ο σερίφης Χάμοντ έκανε λόγο για ελλείψεις, επισημαίνοντας ότι έπαιξαν ρόλο η “ανεπαρκής” παροχή πληροφοριών από την αστυνομία και η αποτυχία αξιολόγησης κινδύνου.
Ωστόσο, ο σερίφης Χάμοντ δεν προέβη σε συστάσεις, αφού ενημερώθηκε για αλλαγές που έχουν ήδη υλοποιηθεί στις εργασιακές πρακτικές από την αστυνομία της Σκωτίας.
Η αστυνομία απάντησε ότι ήταν «παράλογο και μη ρεαλιστικό» οι αστυνομικοί να έχουν εκφράσει ανησυχίες για τη σωματική και ψυχική του υγεία.
Ωστόσο, ο σερίφης Χάμοντ ανέφερε: «Ο αποτελεσματικός διαμοιρασμός ενδεχομένως σχετικών πληροφοριών που είχε στη διάθεσή της η αστυνομία, εντός της υπηρεσίας και με το προσωπικό του NHS, σχετικά με την ψυχική υγεία του Μαρκς, θα μπορούσε να είχε οδηγήσει στον εντοπισμό της ψύχωσής του και στη λήψη προστατευτικών μέτρων.
Κατά συνέπεια, αυτό ήταν ένα προληπτικό μέτρο που θα μπορούσε εύλογα να είχε ληφθεί και το οποίο θα μπορούσε ρεαλιστικά να είχε αποτρέψει τον θάνατο της γυναίκας».
Η αναπληρώτρια αρχηγός αστυνομίας Jane Connors δήλωσε: «Θα εξετάσουμε προσεκτικά την απόφαση καθώς εργαζόμαστε για να βελτιώσουμε την ανταπόκρισή μας στους πολίτες και τα ευάλωτα άτομα».