Το Σπήλαιο πηγών ποταμού Αγγίτη, γνωστό επίσης με την ονομασία Σπήλαιο Μααρά, βρίσκεται στον δήμο Προσοτσάνης, μόλις 25 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Δράμας.
Η ιδιαιτερότητα του έγκειται στο γεγονός ότι διασχίζεται από τον ποταμό Αγγίτη και θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα Ποτάμια Σπήλαια του κόσμου.
Πρόκειται για έναν επιμήκη αλλά όχι ευθύγραμμο αγωγό που δημιουργήθηκε από τη διάβρωση των ασβεστολιθικών πετρωμάτων του Φαλακρού Όρους. Σε ένα ταξίδι 15 χλμ. που αρχίζει εδώ και χιλιάδες χρόνια από τις καταβόθρες της κλειστής λεκάνης του Νευροκοπίου όπου συγκεντρώνεται το νερό από τα χιόνια του χειμώνα και τις βροχές, μεταφέρεται ο υγρός θησαυρός μέχρι την δραμινή πεδιάδα.
Το σπήλαιο στάθηκε πέρασμα ή καταφύγιο ζώων και ανθρώπων σε διάφορες εποχές. Κοντά στην σημερινή είσοδο για τους επισκέπτες, η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως σημαντικά παλαιολιθικά και παλαιοντολογικά ευρήματα τα οποία βρίσκονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Δράμας.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες που δίνουν τα οστά, πριν από 30.000 χρόνια, άλογα, δασύμαλλοι ρινόκεροι, μαμούθ, ελάφια, μεγάκεροι, άρκτοι των σπηλαίων, ίσως και αίγαγροι παγιδεύτηκαν στη θέση που βρέθηκαν.
Ανθρώπινη παρουσία στο χώρο του σπηλαίου είναι γνωστή ήδη από τους προϊστορικούς χρόνους. Στην μεγαλοπρεπή “Αίθουσα του Τροχού”, το μόνο προσβάσιμο τμήμα μέχρι το 1978, βρέθηκαν τέσσερις εστίες προϊστορικών κτηνοτρόφων, υπολείμματα από πήλινα οικιακά σκεύη, εργαλεία, κοσμήματα από θαλασσινά κοχύλια και πήλινα σφενδάμια για την προετοιμασία του νήματος για ύφανση, χρονολογημένα την 4η π.Χ. χιλιετία. Από άλλα ευρήματα ανθρώπινη παρουσία μαρτυρείται μέχρι και τα μεταβυζαντινά χρόνια.
Στην κορυφή του λόφου πάνω από το Σπήλαιο, κτίστηκε οχύρωση στα ύστερα ρωμαϊκά ή βυζαντινά χρόνια. Έχοντας σε αρκετά σημεία ύψος 1 έως 3μ. και πάχος 1,30μ., έδινε τη δυνατότητα στους κατοίκους – πιθανόν του οικισμού που βρέθηκε στη δεξιά όχθη του Αγγίτη – να ελέγχουν την πεδιάδα και τα περάσματα της περιοχής.
Στις γνωστές ιστορικές μαρτυρίες ο Γάλλος πρόξενος και δεινός περιηγητής Cousinery αναφέρεται πρώτος τον 18ο αιώνα στις Πηγές Αγγίτη (Sources d’ Angitas) και στη σπηλιά μέσα από την οποία ξεπηδούσε το νερό.
Το 1952 το ζεύγος Πετρόχειλου πραγματοποίησε την πρώτη εξερευνητική προσπάθεια μέσα στο σπήλαιο, έχοντας να αντιμετωπίσει την πρωτόγνωρη εμπειρία ενός υπόγειου ποταμού με στενό πέρασμα (σιφόνι).
Ωστόσο, μόλις το 1978, Έλληνες και Γάλλοι σπηλαιολόγοι καταδύθηκαν στο νερό και προχώρησαν στα πρώτα 500μ. Από τότε μέχρι σήμερα έχουν εξερευνηθεί περίπου 12 χλμ. και έχουν χαρτογραφηθεί 10 χλμ. διαδρομής.
Από το 2000, που ξεκίνησε η λειτουργία του Σπηλαίου, ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει τα πρώτα 500μ. του μοναδικού αυτού φαινομένου. Μέσα στο Σπήλαιο με σταθερή θερμοκρασία 17ο C, ο χώρος είναι εντυπωσιακός.
Καθώς ο επισκέπτης προχωρά σε διάδρομο πάνω από το ποτάμι και αντίθετα με τη ροή του νερού, παρακολουθεί στο διάκοσμο του Σπηλαίου να κυριαρχούν οι λευκοί και ερυθρόμορφοι σταλακτίτες διαφόρων μορφών.
Εξαιτίας του υγρού στοιχείου οι σταλαγμίτες είναι περιορισμένοι και ο μεγαλύτερος βρίσκεται στην εντυπωσιακή, αλλά μη επισκέψιμη ακόμη για το ευρύ κοινό, “Αίθουσα της Ακρόπολης” των 150 τ.μ. Ο πυθμένας του ποταμού καλύπτεται από διάφορα υλικά, όπως άμμο και άργιλο, των οποίων το πάχος είναι μεγαλύτερο από 10μ.
Η “Αίθουσα του Τροχού”, που συνδέεται σήμερα με τον κύριο χώρο του Σπηλαίου με διάδρομο, οφείλει το όνομά της στην ύπαρξη μεγάλου υδραυλικού τροχού διαμέτρου 8μ., αρχικά ξύλινου και αργότερα σιδερένιου, ο οποίος κάλυπτε τις ανάγκες ύδρευσης και άρδευσης της περιοχής από την εποχή της Τουρκοκρατίας.
Μέσα σε αυτήν την αίθουσα εντυπωσιάζει το άνοιγμα στην οροφή, με διαστάσεις 8×12μ., πιθανή είσοδο των κατοίκων των γύρω οικισμών και μυστική πρόσβαση από την ακρόπολη πάνω από το Σπήλαιο στο ποτάμι.
Εξίσου εντυπωσιακό είναι και το τοξωτό άνοιγμα απ’ όπου ξεχύνονται με οργή τα νερά στην πεδιάδα δημιουργώντας μια όαση δροσιάς, με πλατάνια, λεύκες και ιτιές στο περιβάλλον του σπηλαίου, ιδανική για την ξεκούραση των επισκεπτών.
Μέσα στο Σπήλαιο φωλιάζουν ευκαιριακά ή ζουν μόνιμα 37 είδη ζώων, κυρίως μικροπανίδας, από τα οποία 6 είδη έγιναν γνωστά για πρώτη φορά στη διεθνή επιστημονική κοινότητα. Βρίσκουμε ακόμη ψάρια, νυχτερίδες και κάποια μεγαλύτερα θηλαστικά όπως τη βίδρα και τον μυοκάστορα.
Πηγή κειμένου: kokkinogia.gr