Ο Ελληνορθόδοξος άραβας και ευσεβής κάτοικος του χωριού των Ποιμένων (Beit Sahour–Μπετ Σαχούρ -Βηθλεέμ) Χαλίλ Αμπουφάρχα, ήτο πρόγονος του εφημερίου του χωριού, και διηγόταν το εξής γεγονός που έζησε γύρω στο 1903, πριν από περίπου πέντε-έξι γενιές.
Είχε λάβει το κλειδί του σπηλαίου να πάει ενωρίς να ανάψει τα καντήλια για τον όρθρο. Νομίζοντας ότι ήταν 5 το πρωί, επειδή ήταν πανσέληνος εκείνο το βράδυ, έφθασε στο σπήλαιο στις δύο μετά τα μεσάνυχτα πολύ νωρίτερα. Όταν έφθασε στον υπόγειο ναό, άκουσε (απ’ έξω) ψαλμωδία, αλλά δίστασε να μπεί μέσα επειδή οι φωνές του φάνηκαν άγνωστες.
Αναρωτήθηκε ποιός άραγε να είχε ανοίξει τον ναό, και αφού πήρε θάρρος μπήκε μέσα στην εκκλησία. Βρέθηκε λοιπόν σε ουράνια θεία Λειτουργία αγγέλων. Παρατήρησε τότε μια Κυρία που στεκόταν κοντά στην Ωραία Πύλη, περιτριγυρισμένη από φωτοστέφανο. Στάθηκε ακίνητος ακούοντας με έκπληξη, θαυμασμό και απορία την ουράνια υμνωδία, διερωτώμενος πως άραγε αξιώθη να βρεθεί σε ακολουθία αγγέλων, και ποιά ήταν αυτή η θαυμαστή γυναίκα.
Ξαφνικά άκουσε να έρχεται από πάνω, από την πόρτα του σπηλαίου, θόρυβος βημάτων αλόγου, καλπασμός αλόγου και ένας νεαρός καβαλάρης έφθασε έξω από το σπήλαιο. Μόλις μπήκε, μέσα τρέχοντας, πλησίασε την Κυρία η οποία τον ρώτησε με δυνατή φωνή: «Πού ήσουνα Άγιε Γεώργιε και άργησες να έρθεις, εσύ που δέχεσαι τα περισσότερα δώρα από τους πιστούς;». Καί αυτός απάντησε: «Μητέρα του Θεού, Κυρία Θεοτόκε, μια βάρκα βυθιζότανε στο πέλαγος και ήμουν υποχρεωμένος να τρέξω να βοηθήσω τους ανθρώπους που επικαλέστηκαν την βοήθειά μου».
Λέγοντας αυτά τίναξε το μανδύα του που ήτο βρεγμένος, και πιτσίλισε το πρόσωπο και τα ενδύματα του Χαλίλ Αμπουφάρχα που ήταν παρών. Όταν τελείωσε η ουράνια αυτή Θεία Λειτουργία έλαβε αντίδωρο από τα χέρια της Παναγίας, και όταν εξαφανίστηκαν οι Άγγελοι, η Παναγία και ο Άγιος Γεώργιος, αυτός παρέμεινε με πειστήριον στα χέρια του το αντίδωρο και τις σταγόνες στα ρούχα του από τον μανδύα του Αγ.Γεωργίου, προς πίστωσιν αληθινή των κατοίκων του χωριού και του ιερέως που έφθασαν κατόπιν για τον όρθρο, και τους εξήγησε τα όσα θαυμαστώς είδε και άκουσε στο σπήλαιο των Ποιμένων.