Σύμφωνα με πληροφορίες, έφυγε από τη ζωή ένας αγαπημένος φίλος, ο λογοτέχνης Βασίλης Λιόγκαρης, ο συγγραφέας «της γενιάς και της τάξης του», σε ηλικία 91 ετών.
Έφυγε από τη ζωή ένας αγαπημένος φίλος, ο λογοτέχνης Βασίλης Λιόγκαρης, ο συγγραφέας «της γενιάς και της τάξης του», σε ηλικία 91 ετών.
Ο Βασίλης Λιόγκαρης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1933, από γονείς πρόσφυγες, εργάτες, πολυφαμελίτες. Εζησε τα παιδικά του χρόνια στη λαίλαπα του πολέμου και της Κατοχής και μετέφερε τις τραυματικές αυτές εμπειρίες στα γραφτά του. Στην κατοχή έδρασε μέσα από τις γραμμές της ΕΠΟΝ.
Σπούδασε Θέατρο και για ένα διάστημα δούλεψε σ’ αυτό.
Αργότερα εργάστηκε σε διάφορες βιομηχανίες στον χώρο της βιομηχανίας, εργάτης και πρωτοστάτησε στους αγώνες μέσα από το Σωματείο του και το Κόμμα του, το ΚΚΕ, με μαχητικότητα και πείσμα.
Ο Βασίλης Λιόγκαρης ήταν συγγραφέας της γενιάς και της τάξης του. Στο έργο του διακρίνει κανείς την πυκνότητα των γεγονότων και καταστάσεων, χωρίς φλυαρίες, με γραφή πλούσια σε περιγραφικότητα, λαμπερή, παρ’ όλα αυτά άμεση, καθημερινή και προσιτή στο ευρύ κοινό. Ασχολήθηκε με τη συγγραφή διηγημάτων, μυθιστορημάτων, άρθρων στον Τύπο. Υπήρξε συνεργάτης του «Ριζοσπάστη» για χρόνια με τη στήλη «Διακριτικά», καθώς και πολύτιμος συνεργάτης των εκδόσεων της «Σύγχρονης Εποχής».
Ο Βασίλης Λιόγκαρης ήταν ο συγγραφέας που φώτισε άπλετα τις μικρογραφίες της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας. Το έργο του διακρίνεται από ευαισθησία, χιούμορ, περιγραφικότητα.
Ήταν μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών και για πολλά χρόνια μέλος της Επιτροπής Κρίσης Νέων Μελών.
Εργα του: από τις εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή τα μυθιστορήματα: «Το μεγάλο δίλημμα», «Συνοικισμός Χαροκόπου», «Η μάνα του καλοκαιριού», «Τι είδε η Γιασμίν», «Τι θα γίνει επιτέλους με τη μαμά;», «Αναζητώντας το χαμένο γάτο», «Ιστορίες στοχασμού και αναψυχής», «Ένα συνηθισμένο περιστατικό». Από τις εκδ. Προσκήνιο «Γλυκοχαράζει στον Ελλήσποντο».
Στην ΕΠΟΝ
Πενήντα οχτώ χρόνια από τότε, και τα κεφάλια ασπρίσαν, τα πρόσωπα χαρακώθηκαν από τα βάσανα και τις κακουχίες. Οι μισοί κείτονται στο χώμα και οι άλλοι μισοί σπάσανε τα δεσμά τους και κουβαλώντας πληγές και πίκρες συνεχίζουν να παραμένουν μπροστάρηδες στα μετερίζια του αγώνα. Η καρδιά έμεινε πάντα νέα κι αλύτρωτη, στη φλόγα της καρδιάς πάντα λαμπυρίζει εκείνο το άσβεστο φως του μεγάλου ονείρου. Η ΟΚΝΕ και η ΕΠΟΝ του τότε, η ΠΕΑΦΕ και η ΚΝΕ του τώρα, μια μάζα χρυσάφι ακατέργαστο.
Στο αιώνιο ραντεβού της συνάντησης, κάθε Φλεβάρη στις 23, στο στέκι των αναμνήσεων, που ξαναζωντανεύουν παλιές αγαπημένες στιγμές και που εξαφανίζονται ως διά μαγείας τα χρόνια, ξαναβάφουν μαύρα τα μαλλιά, θωρακίζουν ατσάλινα στήθη, απαλύνουν το δέρμα και εξαγνίζουν την ψυχή. Στα μάτια φεγγοβολά η νιότη, γεμάτοι πόθους και καημούς για τα χρόνια που πέρασαν και τα όνειρα που δε βρήκαν δικαίωση.
Κι όμως! Ευλογημένη και καλότυχη γενιά. Και πείνασε και δίψασε και βασανίστηκε κι εξορίστηκε και πόνεσε και στήθηκε στον τοίχο και μετερίζια έστησε και σε κάστρα ταμπουρώθηκε κι ανέβηκε ψηλά στη συνείδηση του κόσμου. Εσυρε άρματα δόξας και θανάτου και πλήρωσε βαρύ φόρο τιμής για τη σωτηρία, την ελευθερία, την ανεξαρτησία και την εθνική κυριαρχία του τόπου.
Καλότυχη γενιά, πλούτισε με όλα της ύπαρξης τα συναισθήματα, δικαίωσε την προσφορά της και καλοτάξιδη θα κινήσει για τον Παράδεισο. Ανδρώθηκε μέσα στο αίμα και τη συμφορά του πολέμου. Και προσφυγιά και κατακτητή είδε και κουβάλησε στην πλάτη κι έφερε σε πέρας έναν τιτάνιο αγώνα. Τον Αγώνα της Εθνικής Αντίστασης. Σφυρηλάτησε την ενότητα της σκέψης και της δράσης, την ωριμότητα και τη γνώση και τα μηνύματά της είναι πάντα επίκαιρα, διαχρονικά και αταλάντευτα, είναι πηγή ζωντάνιας, φωτεινό παράδειγμα και εφαλτήριο έμπνευσης και αγώνα. Μακρύς κι ατελείωτος ο κατάλογος των μαρτύρων της ΕΠΟΝ και μύριες οι μαρτυρίες και οι καταγραφές για απαράμιλλες πράξεις ηρωισμού και αυτοθυσίας – αγωνιστές των άπαρτων κάστρων Υμηττού και Μπιζανίου. Επίσημα και τεκμηριωμένα στοιχεία, που συγκεντρώνονται με τη σύνταξη του Μαρτυρολογίου, ανεβάζουν τον αριθμό των ηρωικών παλικαριών και κοριτσιών που έπεσαν στις μάχες ή εκτελέστηκαν από τους κατακτητές και τους συνεργάτες τους, σε 2.300.
Κι έτσι όπως τους κοιτάζω από ψηλά στη φωτισμένη αίθουσα, μου φάνηκε σαν ένα ανθισμένο μπαμπακοχώραφο στο γέρμα του ήλιου, ίσως στο γέρμα της ζωής, ποτέ, όμως, στο γέρμα της προσφοράς και της θυσίας. Ενα ανθισμένο μπαμπακοχώραφο στο γέρμα του ήλιου, έτσι που τους κοιτάζω. Και να, στις πρώτες νότες μουσικής, ήρθε κι άναψε το κέφι, ήρθε και χάθηκε το άσπρο σύννεφο. Γέμισε η πίστα νιάτα κι αντάρτικα τραγούδια. Οπως και τότε, έτσι και τώρα, έτσι και πάντα, όπως αυτοί γνωρίζουν. Τότε στα βουνά και τα λαγκάδια, τότε στις στράτες και τα δύσβατα, σήμερα στον καθημερινό αγώνα της ζωής. Στους δρόμους, στις απεργίες, στις διαδηλώσεις και τις πορείες. Πάντα μπροστάρηδες και πάντα πρωτοπόροι. Ετσι που να μου ‘ρχονται στο στόμα τα λόγια του ποιητή (Γ. Σιδέρη):
Και είναι φορές κανείς που δε γνωρίζει
σε σας τι να ταιριάζει πιο πολύ; Ο κότινος της Δόξας;
για το στεφάνι το ακάνθινο του λυτρωτή;
Αθάνατη λεβεντογενιά της Εθνικής Αντίστασης.
Αθάνατη λεβεντογενιά της ΕΠΟΝ. Να μην πεθάνετε ποτέ!
Η ΤΟ Καλλιτεχνών της ΚΟ Αττικής του ΚΚΕ εκφράζει θερμά συλλυπητήρια στην οικογένειά του.
Η κηδεία θα γίνει αύριο Παρασκευή στις 11 π.μ. στο Νεκροταφείο Καλλιθέας.