Χαμένος στο Χρόνο. Είμαι 52 ετών. Και δεν έχω τίποτα. Ούτε γυναίκα, ούτε οικογένεια, ούτε παιδιά, ούτε δουλειά. Τίποτα. Απολύτως τίποτα. Ονομάζομαι Βίκτωρ. Τριάντα χρόνια έζησα με τη γυναίκα μου.
Ήμουν ο στυλοβάτης της οικογένειας, εκείνος που φρόντιζε για όλα, ενώ εκείνη κρατούσε το σπίτι. Δεν ήθελα να δουλεύει – μου αρκούσε που ήταν εκεί, που φρόντιζε τη φωλιά μας. Όμως, όσο περνούσαν τα χρόνια,
κάτι μέσα μου άλλαζε. Μια σκιά, αδιόρατη αλλά σταθερή, μεγάλωνε στην ψυχή μου. Δεν ήξερα τι ήταν, ούτε μπορούσα να το ονομάσω. Ο σεβασμός παρέμενε, αλλά η αγάπη είχε χαθεί. Νόμιζα πως έτσι ήταν η ζωή.
Έτσι δεν γίνεται σε όλα τα ζευγάρια; Αυτό έλεγα στον εαυτό μου ξανά και ξανά. Μέχρι που μια βραδιά, εμφανίστηκε εκείνη: η Κριστίνα. Είκοσι χρόνια νεότερη. Όμορφη, γεμάτη ζωή, με βλέμμα που άστραφτε και γέλιο
που έκανε τα πάντα να μοιάζουν φωτεινά. Ήταν σαν όνειρο – ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα. Συναντιόμασταν κρυφά. Οι συζητήσεις μας με γέμιζαν ενέργεια, μια ενέργεια που είχα ξεχάσει ότι υπήρχε.
Και πριν το καταλάβω, έγινε κάτι περισσότερο από φίλη – έγινε ερωμένη. Δύο μήνες μετά, το χάσμα ανάμεσα σε μένα και τη γυναίκα μου είχε γίνει αγεφύρωτο. Δεν ήθελα να γυρίζω σπίτι. Δεν ήθελα τη ζωή που είχα χτίσει.
Ήθελα την Κριστίνα. Και μια μέρα, ξέσπασα. Της τα είπα όλα. Περίμενα καταιγίδα, θυμό, δάκρυα. Εκείνη όμως με κοίταξε σιωπηλά. Τώρα ξέρω ότι τη διέλυσα εκείνη τη στιγμή. Χωρίσαμε.
Το σπίτι μας – οι τοίχοι που στέγασαν τη ζωή μας – έγινε ένας κενός χώρος, γεμάτος σκιές αναμνήσεων. Η Κριστίνα επέμενε να μην το αφήσω στη Μαρία. Υπάκουσα. Η πρώην γυναίκα μου πήρε ένα μικρό διαμέρισμα,
ενώ εγώ έδωσα όλες μου τις οικονομίες για ένα νέο σπίτι με την Κριστίνα. Όμως, κάπου μέσα μου, ένιωθα ότι έχανα τα πάντα – οικογένεια, ρίζες, τον ίδιο μου τον εαυτό. Δεν έδωσα ούτε ένα ευρώ στη Μαρία,
αν και ήξερα ότι πάλευε να σταθεί στα πόδια της. Οι γιοι μου, οι οποίοι κάποτε με λάτρευαν, γύρισαν την πλάτη τους. Για εκείνους ήμουν ένας προδότης. Αλλά εγώ; Εγώ ήμουν τυφλός.
Η Κριστίνα έμεινε έγκυος. Το παιδί έμοιαζε με φως στην άβυσσο. Όμως όταν γεννήθηκε, το σκοτάδι έπεσε ξανά. Δεν μου έμοιαζε. Δεν της έμοιαζε. Οι ψίθυροι άρχισαν. Δεν ήθελα να ακούσω. Αρνιόμουν την αλήθεια.
Και το παραμύθι έγινε εφιάλτης. Δούλευα, φρόντιζα το παιδί, το σπίτι – ενώ εκείνη απαιτούσε περισσότερα. Περισσότερα λεφτά, περισσότερη προσοχή, περισσότερη υπομονή.
Γυρνούσε αργά, βυθισμένη στο αλκοόλ, γεμάτη απαξίωση. Οι καβγάδες ήταν ατέλειωτοι. Έχασα τη δουλειά μου. Και μαζί της, ό,τι είχε απομείνει από την αντοχή μου. Τρία χρόνια ζούσα σε αυτή την κόλαση,
μέχρι που ο αδερφός μου με έπεισε να κάνω τεστ DNA. Η αλήθεια ήταν αμείλικτη: το παιδί δεν ήταν δικό μου. Έφυγα. Άδειος. Μόνος. Και τότε, όταν πια δεν είχα τίποτα, αποφάσισα να επιστρέψω στη Μαρία.
Με ένα μπουκέτο λουλούδια, ένα μπουκάλι κρασί και την ψευδαίσθηση ότι μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω. Μα η πόρτα που άνοιξε δεν ήταν η δική της. Ένας άγνωστος άνδρας με ενημέρωσε ότι δεν έμενε πια εκεί.
Τη βρήκα. Είχε προχωρήσει. Είχε μια νέα ζωή, έναν νέο σύζυγο, μια νέα ευκαιρία. Ήταν ευτυχισμένη. Την είδα σε ένα καφέ. Την ικέτευσα να γυρίσει πίσω. Με κοίταξε όπως κοιτάζει κανείς έναν ξένο. Γύρισε την πλάτη της και χάθηκε.
Τότε το κατάλαβα. Τότε, και μόνο τότε, είδα το μέγεθος του λάθους μου. Είμαι 52 ετών. Και δεν έχω τίποτα. Γιατί κάποτε, είχα τα πάντα – και τα πέταξα μακριά.