in ,

Το κορίτσι από το σπίτι απέναντι μου κουνούσε το χέρι κάθε μέρα και νύχτα – μια μέρα αποφάσισα να ερευνήσω το σπίτι της.

Το Κορίτσι στο Παράθυρο – Περίληψη. Κάθε βράδυ, ο Ανδρέας παρακολουθεί ένα μικρό κορίτσι στο παράθυρο του γειτονικού σπιτιού. Στέκεται εκεί, αδύνατο και ήσυχο, όχι μεγαλύτερο από πέντε ή έξι χρονών,

και κάθε φορά που τα βλέμματά τους συναντιούνται, του χαιρετάει με ένα ελαφρύ κύμα του χεριού. Όμως, δεν είναι απλώς ένας φιλικός χαιρετισμός – στα μεγάλα μάτια της υπάρχει μια βάθος,


μια σιωπηρή ικεσία που ο Ανδρέας δεν μπορεί να αγνοήσει. Νιώθει σαν να θέλει να του πει κάτι, σαν να τον καλεί, και αυτή η μυστηριώδης σύνδεση με το άγνωστο παιδί αρχίζει να τον τρώει εσωτερικά.

Η γυναίκα του, η Τάνια, παρατηρεί την ανησυχία του. Προσπαθεί να τον ηρεμήσει, να τον πείσει πως είναι απλά ένα μοναχικό παιδί που αναζητά προσοχή. «Ίσως θα έπρεπε να του χαιρετήσεις κι εσύ», προτείνει.

Όμως ο Ανδρέας δεν μπορεί να το κάνει. Κάτι μέσα του αντιστέκεται, και όσο πιο συχνά βλέπει το παιδί, τόσο πιο έντονη γίνεται η αίσθηση πως του διαφεύγει κάτι καθοριστικό.

Και τότε αρχίζουν τα όνειρα. Νύχτα με τη νύχτα, ο Ανδρέας ονειρεύεται το μικρό κορίτσι. Βλέπει πως κλαίει, πως απλώνει τα χεράκια της προς αυτόν, με μια κραυγή γεμάτη απελπισία:

«Μην φύγεις! Μην με αφήσεις μόνη!» Ξυπνάει κάθε φορά με ιδρωμένα ρούχα, την καρδιά του να χτυπάει δυνατά, και η Τάνια τον παρατηρεί με αυξανόμενη ανησυχία.

Του προτείνει να μιλήσει με έναν ψυχολόγο, αλλά ο Ανδρέας αρνείται. «Πρέπει να το ανακαλύψω μόνος μου», λέει. Ένα πρωί, δεν αντέχει πια. Κοιτάζοντας για άλλη μια φορά το παράθυρο,

βλέπει το κορίτσι και πάλι – του χαιρετάει, όπως πάντα, αλλά αυτή τη φορά δεν μπορεί να το αντέξει άλλο. Αποφασισμένος, αφήνει το φλιτζάνι του και λέει με σταθερή φωνή, «Πάω απέναντι».

Η Τάνια τον κοιτάζει έκπληκτη. «Ανδρέα, είσαι σίγουρος;» Κουνάει το κεφάλι του καταφατικά. «Ναι. Πρέπει να μάθω ποια είναι.» Με την καρδιά να χτυπάει δυνατά, διασχίζει τον δρόμο και χτυπάει την πόρτα του γειτονικού σπιτιού.

Μετά από μια μικρή σιωπή, ακούγεται μια γνώριμη φωνή από το θυροτηλέφωνο: «Ναι; Ποιος είναι;» Ο Ανδρέας μένει ακίνητος. Αυτή η φωνή… δεν του είναι ξένη. «Είμαι ο Ανδρέας.

Ο γείτονάς σας. Ήθελα να μιλήσουμε για την κόρη σας.» Μια μακρά σιωπή ακολουθεί, μετά ένα ελαφρύ «κλικ» και η πόρτα ανοίγει. Μπροστά του στέκεται μια γυναίκα που δεν περίμενε ποτέ να δει. Η Λουίζα.

Η αναπνοή του κόβεται. Έξι χρόνια πριν, είχε υπάρξει η μεγάλη του αγάπη. Μετά χώρισαν, και εκείνος δεν την ξαναείδε ποτέ. Τώρα, όμως, στέκεται μπροστά του – με τα μάτια γεμάτα δάκρυα.

«Γειά σου, Ανδρέα,» λέει με χαμηλή φωνή. «Περάσανε χρόνια.» Πριν προλάβει να απαντήσει, ένα μικρό κορίτσι βγαίνει από πίσω της. Το ίδιο κορίτσι που τον είχε κοιτάξει κάθε βράδυ από το παράθυρο.

Υψώνει τα μάτια της προς αυτόν, και τότε φωνάζει με μια φωνή γεμάτη ελπίδα: «Μπαμπά;!» Ο κόσμος του Ανδρέα κλονίζεται. Το αίμα του ακούγεται στα αυτιά του, τα γόνατά του λυγίζουν.

Πρέπει να κρατηθεί από το πλαίσιο της πόρτας για να μην πέσει. «Τι… τι είπε;» Η φωνή του είναι σχεδόν ψίθυρος. Η Λουίζα κάνει ένα βήμα στην άκρη και αφήνει χώρο στην πόρτα. «Έλα μέσα, Ανδρέα. Υπάρχουν πολλά να πούμε.»

Στο σαλόνι, καθίζει σε μια φθαρμένη πολυθρόνα, το κεφάλι του ζαλίζεται. Η Λουίζα κάθεται απέναντί του, τα χέρια της τρέμουν ελαφρώς. «Θυμάσαι την τελευταία μας εκδρομή στη λίμνη;» ρωτάει με προσοχή.

Ο Ανδρέας κουνάει το κεφάλι του αργά. «Ναι… η τελευταία μας εκδρομή, πριν χωρίσουμε.» Η Λουίζα παίρνει μια βαθιά ανάσα. «Αυτό που δεν ήξερα τότε… ήταν ότι ήμουν ήδη έγκυος.»

Ο Ανδρέας γυρίζει απότομα το κεφάλι του. «Τι;!» «Προσπάθησα να σε βρω, Ανδρέα. Πραγματικά. Αλλά μετακόμισες σε άλλη πόλη, άλλαξες αριθμό, και μετά… τότε ήταν πια αργά.»

Τα χέρια του Ανδρέα σφίγγονται σε γροθιές. «Είχα το δικαίωμα να το ξέρω!» Η φωνή του είναι βραχνή, γεμάτη θυμό, θλίψη και απόγνωση. Η Λουίζα κατεβάζει το βλέμμα της. «Το ξέρω. Φοβήθηκα.

Και μετά πέρασαν τα χρόνια… και δεν ήξερα πώς να σου το πω.» Ο Ανδρέας δεν μπορεί να το πιστέψει. Η Λίνα – η κόρη του. Το μικρό κορίτσι που τον είχε κοιτάξει κάθε βράδυ με τόση λαχτάρα ήταν το δικό του παιδί.

Κοιτάζει την Λίνα, που κάθεται ήρεμα σε μια γωνιά του δωματίου, τα μεγάλα της μάτια στραμμένα σε αυτόν. Δεν υπάρχει θυμός, δεν υπάρχει κατηγορία – μόνο ελπίδα.

Η σιωπή γεμίζει το δωμάτιο. Τελικά, ο Ανδρέας λέει ήσυχα: «Χρειάζομαι ένα τεστ DNA.» Η Λουίζα τον κοιτάζει τρομαγμένη. «Δεν με πιστεύεις;» «Πρέπει να είμαι σίγουρος», λέει.

Κλείνει τα μάτια της, και για μια στιγμή, ο Ανδρέας πιστεύει πως θα τον διώξει. Αλλά μετά, κουνάει το κεφάλι της. «Εντάξει. Ας το κάνουμε.» Οι επόμενες δύο εβδομάδες περνούν αργά και βασανιστικά.

Ο Ανδρέας δεν μπορεί να κοιμηθεί, δεν μπορεί να φάει. Η Τάνια είναι δίπλα του, του κρατά το χέρι, ενώ αυτός περιμένει απεγνωσμένα τα αποτελέσματα. Τέλος, έρχονται.

«99,99% πιθανότητα – ο Ανδρέας είναι ο πατέρας.» Ο Ανδρέας κοιτάζει το χαρτί, τα γράμματα θολώνουν μπροστά του. Τότε νιώθει τις ζεστές δάκρυα να τρέχουν στα μάγουλά του.

«Είναι η κόρη μου, Τάνια. Είναι πραγματικά η κόρη μου.» Η Τάνια τοποθετεί το χέρι της στον ώμο του. «Τότε θα είναι κι εκείνη μέλος της οικογένειάς μας.» Αυτή τη νύχτα, η Λίνα είναι και πάλι στο παράθυρο.

Τον κοιτάζει με προσοχή, με ελπίδα. Αλλά αυτή τη φορά είναι διαφορετικά. Γιατί αυτή τη φορά, ο Ανδρέας αργά υψώνει το χέρι του – και ανταποδίδει τον χαιρετισμό. Και το μικρό πρόσωπο του κοριτσιού λάμπει από ευτυχία.

Καμιά φορά, η ζωή μας οδηγεί σε απροσδόκητους δρόμους. Αλλά όταν ο Ανδρέας κοιτάζει στα φωτεινά μάτια της κόρης του, ξέρει πως αυτός ο δρόμος είναι ο σωστός.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Written Από Κώστας Σαμαράς

Παθιασμένος αναλυτής αφοσιωμένος κοινωνικός συνθέτης μέσων μαζικής ενημέρωσης. Από μικρός τα έγραφε στα ίντερνετς. Εδώ θα τον δεις να μιλάει για όλα όσα αγαπάει: Lifestyle, Lifehacks Και με πολύ πίκρα για πολιτική. Χωρίς πλάκα!

Τι θα συμβεί αν πιούμε ελαιόλαδο με άδειο στομάχι το πρωί και δεν είχαμε την παραμικρή ιδέα

Καταπέλτης η Καρυστιανού για τον θάνατο του Βασίλη Καλογήρου – Τα είπε όλα