Του Κίμωνα Χαραλάμπους
Το ξεπούλημα του ονόματος «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ», κόντρα στην βούληση του Ελληνικού Λαού, γίνεται σε μία περίοδο, κατά την οποία οι Έλληνες, μετά τα απανωτά μνημόνια βρίσκονται γονατισμένοι στο έδαφος.
Παραδίδουν το όνομα στους Σκοπιανούς, οι οποίοι είχαν φροντίσει νωρίτερα να αφανίσουν μεγάλο αριθμό Ελλήνων που ζούσαν στα υπό κατοχή εδάφη της βόρειας (γεωγραφικά) Μακεδονίας.
Οι βασικές ομάδες του ελληνισμού της περιοχής ήταν οι πατριαρχικοί σλαβόφωνοι, οι Βλάχοι που τους αποκαλούσαν Γκραικομάνους και οι ελληνόφωνοι Σαρακατσάνοι.
Ο σκοπιανός ιστορικός KrsteBitoski αναφέρει, σύμφωνα με την «Μηχανή του Χρόνου:
«Aυτοί οι Βλάχοι, βαθμιαία καθίστανται η κύρια δύναμη στο πλευρό της Μητρόπολης της Πελαγονίας για την προώθηση της Μεγάλης Ελληνικής Ιδέας. Οι ναοί και τα σχολεία του Μοναστηρίου ήταν σε ελληνικά χέρια κατά τα μέσα του 19ου αιώνα…».
Μετά τον πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο, οι «φίλοι» Σέρβοι ακολούθησαν μια πολιτική εκσλαβισμού και εκσερβισμού. Απαγόρευσαν τη χρήση της ελληνικής γλώσσας και έκλεισαν τα ελληνικά σχολεία και τις ελληνικές εκκλησίες. Σε ιδεολογικό επίπεδο, μετονόμασε τους κατοίκους σε «παλιούς Σέρβους» (stariiSrbrji).
Η πολιτική αυτή αντικαταστάθηκε με την πολιτική εκβουλγαρισμού κατά τη διάρκεια τόσο της περιόδου 1916-1918.
Εν συνεχεία, θα επανέλθει στην σερβική δικαιοδοσία και η επαρχία θα ονομαστεί Vardarska.
Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου θα υποστεί τη γερμανική κατοχή, με του Βούλγαρους να επιστρέφουν, ώστε να συνεχίσουν την πολιτική εκβουλγαρισμού.
Αυτό το σταμάτησε ο εβραϊκής καταγωγής κομμουνιστής δικτάτορας Τίτο, ο οποίος ανακάλυψε το ιδεολόγημα του μακεδονισμού.
Κατά την γιουγκοσλαβική περίοδο οι Έλληνες των Σκοπίων υπέστησαν την πολιτική της «μακεδονοποίησης».
Σύμφωνα με δηλώσεις Ελλήνων στα Σκόπια αλλά και του ίδιου του πρώην Προέδρου Γκλιγκόροφ, οι Έλληνες στα Σκόπια ανέρχονται σε 100-200.000!
Διαβάζουμε στην Μηχανή του Χρόνου:
Το 1913, όταν η περιοχή περιήλθε στη σερβική κατοχή, στο Μοναστήρι κατοικούσαν 14.000 Έλληνες σε σύνολο 42.000. Στο Κρούσοβο κατοικούσαν 3.218 Έλληνες σε σύνολο 4.918. Το Μεγάροβο ήταν αμιγές ελληνικό με 2.410 κατοίκους όπως και η Μιλοβίστα με 2.150, καθώς και η Νιζόπολη με 1890, το Τίρνοβο με 2.430, το Μπούκοβο με 1474, το Ντράγκος με 717, η Ρέσνα με 1000 κ.ά. Ακόμα και στα Σκόπια, σε κείμενο διαμαρτυρίας για τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (1878) συγκεντρώθηκαν 10.000 ελληνικές υπογραφές. Ενδιαφέρον έχει και η απογραφή που έκαναν το 1941 οι Γερμανοί κατακτητές. Απ’ αυτήν προκύπτει ότι σε σύνολο 800.000, το 12%, δηλαδή 100.000, ήταν Έλληνες. Στη συνέχεια, την τιτοϊκή εποχή, στην απογραφή του 1951 θα απογραφούν 158.000 Έλληνες στην περιοχή.
Απ’ αυτούς οι 25.000 ήταν γεγενείς Έλληνες κάτοικοι Μαναστηρίου, 100.000 βλαχόφωνοι και 32.000 πολιτικοί πρόσφυγες. Σε σύνολο 900.000 οι ελληνικής συνείδησης κάτοικοι ανέρχονταν στο 18%. Στη συνέχεια, οι αρχές θα εκπονήσουν πολιτική μείωσης του αριθμού των Ελλήνων. Αυτό θα το πετύχουν με την υποχρεωτική καταγραφή των Βλάχων ως «Αρομούνων» ή ως «Μακεδόνων». Αντίστοιχα θα επιχειρήσουν και με τους πολιτικούς πρόσφυγες, μικρό μέρος των οποίων προερχόταν από το σλαβομακεδονικό αυτονομιστικό κίνημα. Ο διωγμός των ελληνικής συνείδησης κατοίκων της περιοχής αυτής της τότε ενωμένης Γιουγκοσλαβίας, πήρε το χαρακτήρα της υποχρεωτικής τους διάσπασης σε διαφορετικές εθνοτικές ομάδες: Βλάχοι, Σαρακατσάνοι, Μακεδόνες, Γιουγκοσλάβοι.
Γι αυτό και οι απογραφές του 1961 και του 1971 δίνουν τελείως ασαφή στοιχεία. Με μια έννοια, μόνο με τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας κατά την εποχή της δημοκρατικής ευφορίας και πριν επικρατήσουν οι ακραίοι εθνικιστές που ανήγαγαν το μακεδονισμό σε κυρίαρχη και αποκλειστική ιδεολογία του νέου κράτους, μπορεί να θεωρηθεί ότι υπήρξε ελεύθερη διατύπωση του εθνικού συναισθήματος.
Και αυτό συνέβη μόνο στην απογραφή του 1991, στην οποία βασίστηκε ο Γκλιγκόροφ για να δημοσιοποιήσει την προσωπική του εκτίμηση. Στην εποχή του έθνους-κράτους Πάντως, μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και την ανακήρυξη εθνικού κράτους, άρχισαν να δημιουργούνται σε αρκετές πόλεις ιδιωτικά φροντιστήρια εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας.
Οι Σαρακατσάνοι, ως πλέον τολμηροί, έχουν ιδρύσει από το 2003 στα Σκόπια ένα σύλλογο με την επωνυμία «Το Χελιδόνι», ο οποίος έχει έως σήμερα 320 μέλη. Ο πρόεδρος του συλλόγου Δημήτρης Αποστόλου περιέγραψε ως εξής την κατάσταση: «Εδώ υπάρχουν πολλές οικογένειες Σαρακατσάνων και πολλά νέα παιδιά, που θέλουν να μάθουν την ελληνική γλώσσα, αλλά δεν έχουμε δάσκαλο.
Τόσα χρόνια, υποσχέσεις μόνο στα λόγια. Σβήνουμε. Μην εκπλαγείτε αν δείτε Σαρακατσάνους με βουλγαρική υπηκοότητα. Η απόγνωση θα οδηγήσει πολλούς στην αγκαλιά της Βουλγαρίας…. Μέχρι σήμερα, περισσότεροι από 10.000 πολίτες της ΠΓΔΜ, έλαβαν την βουλγαρική υπηκοότητα, μεταξύ των οποίων και ο τέως πρωθυπουργός της χώρας (1998-2002) Λιούπσο Γκεοργκιέφσκι…. Ζητάμε από την Ελλάδα να μας παραχωρήσει διπλή υπηκοότητα, όπως έγινε με τους Βορειοηπειρώτες. Είμαστε Έλληνες και θέλουμε να παραμείνουμε Έλληνες, στα χώματα που γεννηθήκαμε.
Αντ’ αυτού το ελλαδικό Κράτος τείνει να αναγνωρίσει «μακεδονικό έθνος» και «μακεδονική γλώσσα», αγνοώντας αφενός τους Έλληνες που απέμειναν ζωντανοί ή δεν σλαβοποιήθηκαν, αφετέρου έρχεται σε πλήρη συμφωνία με την πολιτική αφανισμού των Ελλήνων, η οποία, κατά τα φαινόμενα, εξακολουθεί να εφαρμόζεται.
Γεωγραφικά, τα Σκόπια κατέχουν την βόρεια Μακεδονία και οι Έλληνες εκεί ζουν υπό κατοχή όπως εκείνοι της Βορείου Ηπείρου. Γιατί η Ελλάδα δεν έχει ζητήσει από Ο.Η.Ε. αναγνώριση της ελληνικής μειονότητας, προκειμένου να ασκηθεί πίεση στα Σκόπια;
Τα συμπεράσματα δικά σας!