Μανώλης Μπικάκης: Ο Έλληνας Ράμπο που το 1974 διέλυσε μόνος του πέντε άρματα κι ένα τουρκικό τάγμα
Ο Μανώλης Μπικάκης είναι το παλικάρι που 20 χρονών τα έβαλε μόνος του με ολόκληρο τον Αττίλα! Διέλυσε έξι τανκς μέσα σε λίγα λεπτά, σε μια κρίσιμη στιγμή της Κυπριακής ιστορίας, λίγο πριν την ανακωχή…
Έμεινε στην ιστορία για την ηρωική προσπάθεια που έκανε πολεμώντας επί τέσσερεις ημέρες μόνος του και ενώ τον θεωρούσαν οι συμπολεμιστές του νεκρό, αφού αποσπάστηκε από τις υπόλοιπες δυνάμεις.
16 Αυγούστου 1974
Μια μέρα μετά τη μεγάλη γιορτή της Παναγιάς, Αύγουστος μήνας. Ο Μανώλης Μπικάκης είναι μόλις 20 χρονών (γεννηθείς το 1954), παλικάρι γεροδεμένο. Υπηρετούσε στις Ειδικές Δυνάμεις, ήταν ένας από τους καταδρομείς εκείνους που είχαν μεταφερθεί από τα Χανιά στην Κύπρο για να αντιμετωπίσουν τους εισβολείς του Αττίλα. Κανείς δεν ήξερε πού θα πήγαιναν όταν επιβιβάστηκαν στο αεροπλάνο. Τους είπαν απλά ότι επρόκειτο να πάνε στη Ρόδο.
Στην Κρήτη η οικογένειά του δεν ήξερε τίποτα. Όταν άκουσαν για αλεξιπτωτιστές που έφυγαν από τα Χανιά, οι συγγενείς του πάγωσαν. Ήξεραν ότι ο Μανώλης θα ήταν ένας απ’ αυτούς.
Έπαιρναν τηλέφωνο στην μονάδα του αλλά δεν απαντούσε κανένας! Μετά από πέντε-έξι ημέρες έμαθαν πως είναι καλά, χωρίς να μπορέσουν να μιλήσουν μαζί του. Όσο περνούσαν οι μέρες η αγωνία τους μεγάλωνε καθ ότι δεν ήξεραν εάν ήταν νεκρός, ζωντανός ή αγνοούμενος…
Εκείνη τη μέρα του Αυγούστου, ο Μανώλης βρέθηκε στην Λευκωσία, κοντά στην Σχολή Γρηγορίου, σε θέση άμυνας. Από την προηγούμενη μέρα είχε αρχίσει το δεύτερο μέρος της τραγωδίας. Η επέλαση των εισβολέων η προσπάθεια κατάληψης της Αμμοχώστου, ο εγκλωβισμός των χωριών προς την περιοχή της Καρπασίας.
Οι μάχες γύρω από τη Λευκωσία είναι σκληρές. Οι Τούρκοι προσπαθούν με κάθε τρόπο να εξασφαλίσουν τον έλεγχο όσο το δυνατόν περισσότερων εδαφών, να στραγγαλίσουν την Πρωτεύουσα, να την αποκλείσουν από μεγάλα τμήματα της ενδοχώρας. Σήμερα, με τη γνώση των γεγονότων που ακολούθησαν, μπορούμε να κατανοήσομε τους λόγους. Το ίδιο βράδυ επρόκειτο να υπογραφεί ανακωχή…
Ο Μανώλης βρέθηκε με ένα συνάδελφό του στη γραμμή του πυρός. Είχε διασπαστεί η μοίρα και είχαν απλωθεί οι άνδρες για να αποκρούσουν καλύτερα τις εχθρικές επιθέσεις. Μέσα στη βροχή από σφαίρες, στις συνεχείς εκρήξεις και στα πυρά του εχθρού, οι δυο σύντροφοι χάνονται μεταξύ τους. Οι λόγοι είναι άγνωστοι, αλλά κατανοητοί. Λίγο να μετακινήθηκαν προς αντίθετες κατευθύνσεις, λίγο να άλλαξαν θέσεις…
Ο Τούρκοι είχαν την αεροπορική υπεροπλία. Μαχητικά και βομβαρδιστικά πετούσαν διαρκώς προς κάθε ζώνη. Το εικοσάχρονο παλικάρι από την Κρήτη έχει ένα αντιαρματικό όπλο ΠΑΟ στον ώμο του και μόλις οκτώ βλήματα στη διάθεσή του.
Ο άλλος στρατιώτης, Μπινιχάκης το όνομά του, είχε χαθεί. Τον φώναξε μερικές φορές ο Μανώλης αλλά απόκριση δεν πήρε. Ήταν, άλλωστε, πολύ δύσκολο να ακούσει κανείς ανθρώπινη φωνή μέσα σε ήχους εκκωφαντικούς και πυροβολισμούς. Αψήφησε τον καταιγισμό και άρχισε να ψάχνει για το άψυχο κουφάρι του συμπολεμιστή του, αλλά δεν έβρισκε τίποτα. Ωστόσο, ένας ουλαμός αρμάτων προχωρούσε προς το μέρος του. Βρίσκονταν μόλις 300 μέτρα μακριά. Ήταν ζήτημα χρόνου να χαθεί κι ο ίδιος!
Έρποντας κινήθηκε προς το όπλο και τα οκτώ βόλια που είχε στη διάθεσή του. Πήρε ένα, όπλισε. Βρισκόταν μέσα σε κάτι χαρακώματα όταν είδε τα άρματα μάχης να κατευθύνονται προς το μέρος του! Χωρίς να χάσει καιρό, σημαδεύει το πρώτο (Μ48) και το πετυχαίνει! Αυτή ήταν η αρχή…
Ο εικοσάχρονος πολεμιστής βρίσκεται πια ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά. Προσπαθούν όλοι να τον πετύχουν. Εκείνος, δεν υπολογίζει το θάνατο. Έπρεπε να υπερασπιστεί ένα λόφο και να μην αφήσει τους Τούρκους να περάσουν.
Η περιοχή βρίσκεται κοντά στο σημερινό κόμβο “Κολοκασίδης”, σε ένα στρατηγικό σημείο για τον έλεγχο της πόλης. Πολύ κοντά ήταν ο δρόμος προς Μόρφου και Γερόλακκο και περνούσε δίπλα από τη σχολή Γρηγορίου. Εκεί στο Γερόλακο ήταν η βάση της ΕΛΔΥΚ.
Μόνος ο στρατιώτης Μπικάκης απέναντι σε ολόκληρο στρατό. (Λέγεται πως απέναντί του βρίσκονταν έξι ή οκτώ άρματα μάχης που καθάριζαν το έδαφος και ακολουθούσε το τουρκικό πεζικό, ένα ολόκληρο τάγμα). Σέρνεται στο χώμα για να μη γίνει αντιληπτός. Είχε αρχίσει να πλησιάζει το δεύτερο άρμα.
Στέκεται απέναντί του, το σημαδεύει και πυροβολεί. Εύστοχη και τούτη η βολή. Το θηρίο Μ48 γίνεται συντρίμμια και τα καύσιμά του αρπάζουν φωτιά. Του μένουν πια μόνο έξι βλήματα.
Έπρεπε να διατηρήσει την ψυχραιμία του και κυρίως, να είναι απόλυτα εύστοχος. Σημαδεύει το τρίτο τανκ. Πάει κι αυτό! Ο Μανώλης μετακινείται από τη μια θέση στην άλλη. Κουβαλά το όπλο, μεταφέρει τις βολίδες, γλιστρά ανάμεσα στις σφαίρες, αιφνιδιάζει τους απέναντι.
Δυο άλλα άρματα μάχης, αυτά που ακολουθούσαν, αλλάζουν κατεύθυνση. Κανείς δεν έμαθε αν τα πληρώματά τους φοβήθηκαν ή προσπάθησαν να μετακινηθούν για να αντιμετωπίσουν τον απρόσμενο αντίπαλο.
Ο Μανώλης κατέστρεψε και το επόμενο άρμα, αυτό που ακολουθούσε, δηλαδή το τέταρτο! Ένα άλλο άρμα ξεμυτίζει από το κτήριο του σχολείου, όπου κρυβόταν. Μόλις εμφανίστηκε το βάζει ο Μανώλης στο στόχαστρο.
Αλάθητος σκοπευτής ο Μπικάκης. Φωτιές ξεπετάγονται μέσα από τα διαλυμένα σιδερικά. Οι βολίδες τέλειωναν πια. Έμεναν μόλις τρεις. Έμενε κι ένα τανκ. Οι μαρτυρίες από δω και μετά είναι μπερδεμένες. Ο Μανώλης κατάφερε να εγκλωβίσει στο στόχαστρό του και το έκτο άρμα μάχης!
Το τουρκικό τάγμα διασκορπίστηκε. Βρήκαν ένα κτήριο και κατέφυγαν εκεί με τη βοήθεια της αεροπορίας. Οι Τούρκοι δεν ήξεραν τι είχαν να αντιμετωπίσουν, δεν ήξεραν πόσος στρατός, πόσοι βαρεοπλίτες κρύβονταν στο λόφο και ξαφνιάστηκαν γιατί ήξεραν ότι η περιοχή είχε θεωρηθεί προσπελάσιμη μετά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις της αεροπορίας τους.
Μετακινούμενος διαρκώς ο Μανώλης με το βαρύ όπλο ΠΑΟ (Πυροβόλο Άνευ Οπισθοδρομήσεως) στον ώμο και με μόνο δυο βολίδες στη διάθεσή του, βλέπει τους άνδρες του πεζικού να καταφεύγουν στο κτήριο. Οι δυο βολίδες αρκούσαν να τους πετσοκόψει. Δεν του έμενε πια τίποτα. Ήταν ολομόναχος, χωρίς πυρομαχικά, χωρίς ελπίδα, πίστευε στη σωτηρία του!
Προσπάθησε να κρυφτεί. Πέρασαν κάμποσες μέρες, τέσσερις ή πέντε, και οι άλλοι στρατιώτες, οι σύντροφοί του, νόμιζαν πως ήταν σκοτωμένος. Ο Μανώλης ήξερε να επιβιώνει σε πολύ αντίξοες συνθήκες, άλλωστε ήταν τέτοια η εκπαίδευσή του. Πολλές φορές δεν είχε βάλει τίποτε στο στόμα του, ούτε φαγητό, ούτε νερό… Χωρίς νερό, λοιπόν και ήταν Αύγουστος μήνας, στο θερμό κλίμα της Κύπρου.
Όταν η περιπέτειά του έφτασε στο τέλος της, ο μικρός ήρωας ήταν εξαντλημένος… Μόλις είδε τους συντρόφους του, το μόνο που ζήτησε ήταν φαΐ και νερό!
Η περιοχή στην οποία πολέμησε ο Μπικάκης υπήρξε κρίσιμη για την τελική έκβαση της εισβολής. Σήμερα καλύπτεται από τη «νεκρή ζώνη». Η σκόνη του χρόνου καλύπτει τα βήματα των ανθρώπων, μια περιοχή χωρίς ζωή. Και του Μανώλη τα βήματα από τη σκόνη του χρόνου καλύπτονται.
Οι συμπολεμιστές και οι συγγενείς του λένε με καμάρι ότι με τα χέρια, το μάτι, το μυαλό και την παλικαριά του σταμάτησε την τουρκική επέλαση. Αυτός ο ένας! Η αλήθεια είναι ότι δόθηκαν στην περιοχή του Αγίου Δομετίου σκληρές μάχες ανάμεσα στην ΕΛΔΥΚ και τους εισβολείς. Ακολούθησαν οδομαχίες σκληρές και άγριες.
Μια από τις πιο σημαντικές άμυνες ήταν αυτή του Μανώλη. Αν κατάφερναν να περνούσαν οι Τούρκοι εκείνη την μέρα θα ήταν αλλιώς η Κύπρος σήμερα. Η Πρωτεύουσα, η Λευκωσία, θα ήταν κλεισμένη ασφυκτικά.
Ο κυκλικός κόμβος Κολοκασίδη που βρίσκεται στα δυτικά της πόλης, στο προάστειο Άγιος Δομέτιος, οδηγούσε στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας, αυτό το αεροδρόμιο που από τότε παραμένει φάντασμα. Νεκρό κι εκείνο.
Όπως και η «Σχολή Γρηγορίου», ένα εκπαιδευτήριο που από τότε παραμένει με τα σημάδια των εκρήξεων και των βολίδων μέσα στη νεκρή ζώνη. Το τάγμα του πεζικού που είχε ξεπαστρέψει ο Μπικάκης είχε καταφύγει στη σχολή. Το ισόγειο και έναν από τους ορόφους της είχε σημαδέψει με τις δυο τελευταίες βολίδες του ο Κρητικός. Ποταμοί αίματος, κραυγές και δάκρυα στοίχειωσαν σε ένα κτήριο που είχε ως προορισμό του την παιδεία…
Κανείς δεν ξέρει τι θα είχε συμβεί στη Λευκωσία αν ο Μπικάκης δεν ήταν τόσο τολμηρός και τόσο εύστοχος. Μένουμε στην εκτίμηση που λέει ότι: οι Τούρκοι θα έλεγχαν ένα πολύ μεγαλύτερο κομμάτι της Λευκωσίας και ότι η ζωή στην διχοτομημένη πόλη θα ήταν πιο μαρτυρική, σχεδόν αβίωτη.
Η κατάληψη της περιοχής θα σήμαινε τον εγκλωβισμό της πόλης και από τα δυτικά, με μόνο πλέον άνοιγμά της το νότιο.
(Το επίσημο χαρτί που του έδωσε το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας κάνει λόγο για τέσσερα. Λίγη σημασία έχει, αλήθεια, αν κατέστρεψε τέσσερα ή έξι άρματα μάχης συνολικά. Αλλά, το χαρτί αυτό υπογράφηκε λίγες ημέρες μετά, τον Σεπτέμβρη. Ήταν δύσκολο να γίνει ακριβής αποτίμηση.)
Ο Καταδρομέας Μπικάκης (όπως και κανένας άλλος Αξιωματικός ή οπλίτης από όσους έλαβαν μέρος στην άνιση τούτη Μάχη) δεν έλαβε ποτέ κάποια ηθική αμοιβή ή έπαινο! Η πρόταση του Διοικητού του, για άμεση απονομή του Χρυσούν Αριστείου Ανδρείας, έμεινε για πάντα στα συρτάρια των “ΗΓΕΤΩΝ”. Από ένοχη σιωπή; Από ντροπή; Από προκατάληψη; Κανένας ποτέ δεν έμαθε…
Επιστροφή στην Ελλάδα
Επιστρέφοντας από την Κύπρο ο ήρωας του 1974 πήγε στην Αγιά Φωτιά της Μεσαράς κι από κει στην Αθήνα. Τη Νίκη (γυναίκα του) την ήξερε από πριν αλλά εκείνη ήταν κοριτσάκι ακόμη, κόρη μαραγκού που είχε τύχει να συναντήσει τον Μανώλη και να τον συμπαθήσει. Έρωτας μετά τη μάχη. Η άλλη πλευρά της ζωής ή μάλλον η ίδια η ζωή, που δείχνει πότε το σκληρό πρόσωπό της και πότε καλοσυνεύει και χαμογελά.
Ο κυκλικός κόμβος Κολοκασίδη που βρίσκεται στα δυτικά της πόλης, στο προάστειο Άγιος Δομέτιος, οδηγούσε στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας, αυτό το αεροδρόμιο που από τότε παραμένει φάντασμα. Νεκρό κι εκείνο.
Όπως και η «Σχολή Γρηγορίου», ένα εκπαιδευτήριο που από τότε παραμένει με τα σημάδια των εκρήξεων και των βολίδων μέσα στη νεκρή ζώνη. Το τάγμα του πεζικού που είχε ξεπαστρέψει ο Μπικάκης είχε καταφύγει στη σχολή. Το ισόγειο και έναν από τους ορόφους της είχε σημαδέψει με τις δυο τελευταίες βολίδες του ο Κρητικός. Ποταμοί αίματος, κραυγές και δάκρυα στοίχειωσαν σε ένα κτήριο που είχε ως προορισμό του την παιδεία…
Κανείς δεν ξέρει τι θα είχε συμβεί στη Λευκωσία αν ο Μπικάκης δεν ήταν τόσο τολμηρός και τόσο εύστοχος. Μένουμε στην εκτίμηση που λέει ότι: οι Τούρκοι θα έλεγχαν ένα πολύ μεγαλύτερο κομμάτι της Λευκωσίας και ότι η ζωή στην διχοτομημένη πόλη θα ήταν πιο μαρτυρική, σχεδόν αβίωτη.
Η κατάληψη της περιοχής θα σήμαινε τον εγκλωβισμό της πόλης και από τα δυτικά, με μόνο πλέον άνοιγμά της το νότιο.
(Το επίσημο χαρτί που του έδωσε το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας κάνει λόγο για τέσσερα. Λίγη σημασία έχει, αλήθεια, αν κατέστρεψε τέσσερα ή έξι άρματα μάχης συνολικά. Αλλά, το χαρτί αυτό υπογράφηκε λίγες ημέρες μετά, τον Σεπτέμβρη. Ήταν δύσκολο να γίνει ακριβής αποτίμηση.)
Ο Καταδρομέας Μπικάκης (όπως και κανένας άλλος Αξιωματικός ή οπλίτης από όσους έλαβαν μέρος στην άνιση τούτη Μάχη) δεν έλαβε ποτέ κάποια ηθική αμοιβή ή έπαινο! Η πρόταση του Διοικητού του, για άμεση απονομή του Χρυσούν Αριστείου Ανδρείας, έμεινε για πάντα στα συρτάρια των “ΗΓΕΤΩΝ”. Από ένοχη σιωπή; Από ντροπή; Από προκατάληψη; Κανένας ποτέ δεν έμαθε…
Επιστροφή στην Ελλάδα
Επιστρέφοντας από την Κύπρο ο ήρωας του 1974 πήγε στην Αγιά Φωτιά της Μεσαράς κι από κει στην Αθήνα. Τη Νίκη (γυναίκα του) την ήξερε από πριν αλλά εκείνη ήταν κοριτσάκι ακόμη, κόρη μαραγκού που είχε τύχει να συναντήσει τον Μανώλη και να τον συμπαθήσει. Έρωτας μετά τη μάχη. Η άλλη πλευρά της ζωής ή μάλλον η ίδια η ζωή, που δείχνει πότε το σκληρό πρόσωπό της και πότε καλοσυνεύει και χαμογελά.