Ένα νέο όνομα για τα Σκόπια φέρεται να έχει πέσει στο τραπέζι.
Συγκεκριμένα «Δημοκρατία της Ίλιντεν Μακεδονίας» (Ilindenska Republika Makedonija) φέρεται να είναι το νέο όνομα που συζητήθηκε στη Σόφια.
Σύμφωνα με το σκοπιανό μέσο a1on.mk, «Δημοκρατία της Ίλιντεν Μακεδονίας» είναι το όνομα που φέρεται να έβαλε στο τραπέζι ο πρωθυπουργός των Σκοπίων Ζόραν Ζάεφ και έχει το «πράσινο φως» της κυβέρνησης της χώρας για erga omnes, δηλαδή έναντι όλων.
Επικρατέστερα ονόματα παραμένουν το «Δημοκρατία της Νέας Μακεδονίας» και το «Δημοκρατία της Άνω Μακεδονίας».
Για την ώρα πάντως δεν υπάρχει κάποια επίσημη αντίδραση από την ελληνική πλευρά.
Στο νέο όνομα που φέρεται να έχει πέσει στο τραπέζι αναφέρεται και το MIA, το πρακτορείο ειδήσεων της ΠΓΔΜ. Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι «ο πρωθυπουργός Ζόραν Ζάεφ θα ενημερώσει τον πρόεδρο Ιβανόφ και τους πολιτικούς αρχηγούς για το νέο όνομα», με τη σημείωση ότι η κυβέρνηση πάντως ούτε επιβεβαιώνει ούτε διαψεύδει, μέχρι στιγμής, τις πληροφορίες ότι το νέο όνομα που έχει προταθεί είναι το «Δημοκρατία της Ίλιντεν Μακεδονίας».
Ενα νέο όνομα για το Σκοπιανό ήρθε στη δημοσιότητα από σκοπιανά ΜΜΕ και είναι το «Μακεδονία του Ίλιντεν». Το όνομα προέρχεται από την εξέγερση του Ίλιντεν που σημειώθηκε το 1903.
Τι ήταν η Εξέγερση του Ίλιντεν, η επανάσταση των σλαβόφωνων – Η επανάσταση των σλαβοφώνων της Μακεδονίας
Η Εξέγερση του Ίλιντεν ήταν μία επανάσταση σλαβοφώνων της Μακεδονίας που οργανώθηκε και υλοποιήθηκε στο Μακεδονικό έδαφος από την αυτονομιστική οργάνωση Εσωτερική Μακεδονο-Αδριανουπολιτική Επαναστατική Οργάνωση το καλοκαίρι του 1903 ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Σήμερα αυτή η επανάσταση γιορτάζεται στην πΓΔΜ ως εθνική επέτειος και για πολλούς στη χώρα θεωρείται η αρχή της Σλαβομακεδονικης εθνογένεσης, ενώ την υιοθετεί και η Βουλγαρία.
Ονομάστηκε έτσι από την ημέρα που ξεκίνησε, την ημέρα του Προφήτη Ηλία, στις 20 Ιουλίου (Ιουλιανό Ημερολόγιο) / 2 Αυγούστου 1903 (γρηγοριανό ημερολόγιο), στο Βιλαέτι του Μοναστηρίου και συγκεκριμένα στους καζάδες Αχρίδας, Πρέσπας, Κιτσόβου, Μοναστηρίου, Φλώρινας, Καστοριάς και Καϊλαρίων, όπου σημειώθηκε και η πιο έντονη και εντυπωσιακή σε αποτελέσματα δράση, στα βόρεια διαμερίσματα του Βιλαετίου της Θεσσαλονίκης, που γειτόνευαν με τη βουλγαρική ηγεμονία και σε ορισμένες περιοχές του Βιλαετίου της Αδριανούπολης, κυρίως στην περιοχή των Σαράντα Εκκλησιών.
Ποια ήταν τότε η γεωπολιτική κατάσταση
Στις αρχές του 20ου αιώνα η Οθωμανική αυτοκρατορία κατέρρεε κάτω από το παλιό μοντέλο διοίκησης, την γραφειοκρατία και την διαφθορά, την αύξηση των εισαγωγών με βιομηχανικά προϊόντα, την αύξηση της τιμής των αγροτικών προϊόντων, την αδυναμία της να εκβιομηχανιστεί. Η οικονομική δύναμη του μουσουλμανικού πληθυσμού στην Μακεδονία και την Θράκη εξασθενούσε και οι χριστιανικοί και εβραϊκοί πληθυσμοί, ιδιαίτερα των πόλεων και των κωμοπόλεων, είχαν αποκτήσει μεγάλη ευρωστία που αντικατοπτρίζονταν στην άνοδο του βιοτικού και του μορφωτικού επιπέδου. Οι χριστιανικοί και εβραϊκοί πληθυσμοί είχαν αποκτήσει τον έλεγχο του εμπορίου, της οικιακής βιοτεχνίας ακόμα και της τουρκικής διοίκησης, όπου παρατηρούνται συχνά φαινόμενα διαφθοράς. Στις αγροτικές περιοχές, ενώ τις εκτάσεις τις είχανε παλαιότερα οι μεγάλοι τούρκοι γαιοκτήμονες οι οποίοι συμπεριφέρονταν άδικα και βάναυσα στους χριστιανούς εργάτες με παρακράτηση της αμοιβής τους, σε πολλές περιπτώσεις, όπως βιλαέτι του Μοναστηρίου, οι χριστιανικοί και οι εβραϊκοί πληθυσμοί είχαν αποκτήσει ακόμα και τις μισές εκτάσεις των παλαιών τσιφλικίων.
Το μωσαϊκό εθνοτήτων της περιοχής των Βαλκανίων το 1898
Τα ανταρτικά σώματα των διάφορων εθνικών ομάδων προσπαθούσαν με θεμιτά ή όχι μέσα, συχνά με την βία, να εκφοβίσουν τον αντίπαλο εθνικό πληθυσμό. Τα νέα σλαβόφωνα κράτη (Βουλγαρία, και Σερβία) αλλά και η Ελλάδα άρχισαν να διεκδικούν τα κομμάτια της Μακεδονίας και της Θράκης βασιζόμενοι σε ιστορικούς και εθνοτικούς λόγους. Ο χριστιανικός πληθυσμός της περιοχής ήταν εθνοτικά μικτός αλλά με πατριαρχική πλειοψηφία, και οι διεκδικήσεις κάθε κράτους βασιζόταν σε ανταγωνιστικές αξιώσεις από διάφορες αυτοκρατορίες του μακρινού παρελθόντος.
Ο ανταγωνισμός για τον έλεγχο των εδαφών βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό σε εκστρατείες προπαγάνδας και ανταγωνισμού μέσω των εκκλησιών, της Βουλγαρικής Εξαρχίας και του Πατριαρχείου, για την κυριότητα των ναών και της γλώσσας την ώρα της Θείας Λειτουργίας, αλλά ιδιαίτερα των σχολείων, που ελέγχονταν κυρίως από τον τοπικό μητροπολίτη, με σκοπό την δημιουργία εθνικής συνείδησης στον τοπικό πληθυσμό. Στην περιοχή εμφανίζονται διάφορες ομάδες εντεταλμένων παραστρατιωτικών και ανταρτών, οι οποίοι σε αρκετές περιπτώσεις υποστηρίζονται από τον τοπικό πληθυσμό ή τον τρομοκρατούν, και υποστηρίζονται ανεπίσημα από τις κυβερνήσεις βαλκανικών κρατών εκείνης της περιόδου. [3][4]. Κάθε τάση προσπαθούσε να ελέγξει την λειτουργία των σχολείων και των εκκλησιών ώστε να μπορεί να δηλώσει σε δεύτερο χρόνο την δύναμη της κοινότητάς της απέναντι κυρίως στους προξένους, εκπροσώπους των δυνάμεων της Δύσης στην περιοχή, και σε κάθε επόμενη μεταστροφή των γεγονότων.
Προετοιμασία της εξέγερσης
Το 1897 δημιουργήθηκε η Σλαβόφωνη Εσωτερική Μακεδονο-Αδριανουπολιτική Επαναστατική Οργάνωση (ΕΜΑΕΟ) ώστε να οργανώσει και να προκαλέσει μια εξέγερση, με την υπόσχεση αυτοδιάθεσης και αυτονομίας στον τοπικό πληθυσμό. Αρχική επιδίωξη της ήταν έπειτα από την αυτονόμηση της Μακεδονίας και της Θράκης, να ενταχθούν οι δυο περιοχές στο Βουλγαρικό Βασίλειο, όπως έγινε στην περίπτωση της Ανατολικής Ρωμηλίας όταν- με την Συνθήκη του Βερολίνου (1878)- η περιοχή αυτονομήθηκε και αργότερα, με πραξικόπημα ενάντια στην οθωμανική αρχή, προσαρτήθηκε στην Βουλγαρία. Ωστόσο πριν την εξέγερση του Ίλιντεν η οργάνωση είχε ανοιχθεί σε μεγαλύτερο μέρος του Μακεδόνικου πληθυσμού και η ιδέα της ένωσης με τη Βουλγαρία είχε εγκαταλειφθεί.
Η οργάνωση, που άλλαζε διάφορα ονόματα πριν και μετά την εξέγερση, ξεκίνησε κυρίως ως Βουλγαρομακεδόνικη υποστηρίζοντας την ιδέα της αυτόνομης Μακεδονίας αλλά και των περιοχών της Αδριανούπολης με την Θράκη που ανήκαν στην Οθωμανική αυτοκρατορία και την προστασία της Βουλγαρικής εθνικής ταυτότητας. Η οργάνωση είχε ως σύνθημα το «Η Μακεδονία για τους Μακεδόνες».
Σύντομα στην οργάνωση αυτή δημιουργήθηκαν δύο ρεύματα. Το ένα, οι Αυτονομιστές, υποστήριζε την αυτονόμηση της Μακεδονίας ως υπόσχεση για την διαφύλαξη της υπόσχεσης της αυτονομίας και αυτοδιάθεσης της περιοχής, ενώ η άλλη ομάδα, που δημιουργήθηκε από μέλη του Ανώτατου Μακεδονικου Κομιτάτου, μιας οργάνωσης που ιδρύθηκε το 1894 στην Σόφια, υποστήριζε την άμεση προσχώρηση στην Βουλγαρία. Τα μέλη της ομάδας αυτής ονομάστηκαν Ενωτικοί ή Βερχοβιστές, σε αντίθεση με τους Αυτονομιστές, επειδή πίστευαν στον υπέρτατο στόχο, την άμεση προσάρτηση της Μακεδονίας στην Βουλγαρία.
Έτσι η οργάνωση ΕΜΑΕΟ που δημιούργησε το Ίλιντεν φαίνεται πως είχε ως τελικό στόχο την απελευθέρωση των υπόδουλων Χριστιανών από τον Σουλτάνο και τους Οθωμανούς-τη στιγμή που οι ντόπιοι έβλεπαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία να καταρρέει και να δημιουργούνται τα πρώτα βαλκανικά κράτη (με εξαίρεση την Ελλάδα που είχε ήδη δημιουργήσει το πρώτο εθνικό κράτος το 1830)-και μία αυτόνομη ή ανεξάρτητη Μακεδονία πιθανότατα μέσα σε μία ομόσπονδη ένωση Βαλκανικών κρατών.
Η επιλογή της 20ης Ιουλίου, ημέρας του Προφήτη Ηλία, ήρθε ύστερα από μια σειρά πολλών αναβολών, ώστε να οργανωθεί με τον κατάλληλο τρόπο και με την συμμετοχή του τοπικού πληθυσμού. Η εξέγερση στην Μακεδονία εκδηλώθηκε στο βιλαέτι του Μοναστηρίου και υποστηρίχθηκε από βουλγαρόφιλους και σλαβόφωνους των αγροτικών περιοχών αλλά και σε κάποιο βαθμό και από τον Αρμανικό (Βλάχικο) και ελληνόφωνο πληθυσμό της περιοχής.
Σε μήνυμα του προς τον πατέρα του, Στέφανο, στις 25 Ιουλίου ο Ίων Δραγούμης έγραψε ότι «έχομεν σλαυικήν επανάστασιν εν Μακεδονία […] Άπαντες οι σλαυόφωνοι πληθυσμοί ηκολούθησαν το κομιτάτον, ορθόδοξοι και σχισματικοί, και οι πλείστοι εκουσίως» και ότι οι επαναστάτες καταλάμβαναν κωμοπόλεις και χωριά κατοικούμενα από βλαχόφωνους και αλβανόφωνους, όπως το Κρούσοβο, το Πισοδέρι και το Νυμφαίο.[8] Η κατοχή του Κρουσόβου από τους επαναστάτες κράτησε ακριβώς δέκα μέρες μέχρι τις 12 Αυγούστου ανακηρύσσοντας τη Δημοκρατία του Κρούσεβο υπό την προεδρία του δασκάλου Νικόλα Κάρεβ.
Στις 6 Αυγούστου 1903 / 19 Αυγούστου, ημέρα εορτής της Μεταμορφώσεως, έγινε η εξέγερση Βουλγάρων αγροτών στο βιλαέτι της Αδριανούπολης και οδήγησε στον έλεγχο μιας μεγάλης περιοχής στα όρη της Στράντζα κοντά στη Μαύρη Θάλασσα και ανακηρύχτηκε η δημιουργία αυτόνομης διοίκησης των ελεύθερων περιοχών με το όνομα Δημοκρατία της Στράντζα και μιας προσωρινής κυβέρνησης με έδρα την πόλη Βασιλικό (σήμερα Τσάρεβο της Βουλγαρίας, στην επαρχία Μπουργκάς). Η προσωρινή κυβέρνηση διατηρήθηκε συνολικά για είκοσι μέρες μέχρι την καταστολή της εξέγερσης από τον οθωμανικό στρατό.
Όταν η εξέγερση εξαπλώθηκε πολλά ηγετικά στελέχη σκοτώθηκαν σε μάχες με τους Οθωμανούς και η δράση της εξέγερσης καταστάλθηκε μέσα σε διάστημα λίγων μηνών, ενώ πολλοί που στρατεύτηκαν με τους εξεγερθέντες σκοτώθηκαν, φυλακίστηκαν ή κατέφυγαν στις ορεινές περιοχές. Η οθωμανική διοίκηση έβλεπε τώρα με μεγαλύτερη καχυποψία τους χριστιανικούς πληθυσμούς, και αντί να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις για την βελτίωση των βασικών δικαιωμάτων του χριστιανικού στοιχείου, η καταπίεση εντάθηκε και δοκιμάστηκε η εμπιστοσύνη του πληθυσμού σε ανάλογες μελλοντικές αυτονομιστικές ενέργειες.
Πιθανολογείται ότι ένας από τους κυριότερους στόχους της εξέγερσης, που ήταν η εμπλοκή των Μεγάλων Δυνάμεων, επετεύχθη και κατάφεραν να πείσουν τις ευρωπαϊκές δυνάμεις να προσπαθήσουν να παρέμβουν στον σουλτάνο ώστε να υιοθετήσει μια πιο διαλλακτική στάση απέναντι στους χριστιανούς υπηκόους, αν και η πίεση αντίθετα εντάθηκε στο χριστιανικό στοιχείο και οδήγησε, μετά την Επανάσταση των Νεότουρκων, στη κήρυξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου το 1912.
Σύμφωνα με τον Βρετανό ερευνητή H. N. Brailsford: το Ίλιντεν ήταν η πρώτη οργανωμένη απόπειρα του βουλγαρικού στοιχείου στην Μακεδονία και την Θράκη, μετά την διακήρυξη της ανεξαρτησίας της Βουλγαρίας το 1903.
Η Στάση της Ελλάδας
Η στάση του τότε Ελληνικού κράτους, αν και δεν έχει ξεκαθαριστεί απόλυτα ιστορικά, επάνω στην Σλάβομακεδόνικη επανάσταση του Ίλιντεν δεν φαίνεται να ήταν θετική γιατί προφανώς μια αυτόνομη ή ανεξάρτητη Μακεδονία θα ήταν κόντρα στις εδαφικές βλέψεις της χώρας στην περιοχή. Σύμφωνα με τον Πεζά, τον τότε πρόξενο της Ελλάδας στο τότε Οθωμανικό Μοναστήρι (Μπίτολα), και τα όσα γράφει σε έκθεση προς τον πρόεδρο της ελληνικής κυβέρνησης το 1902, η επερχόμενη εξέγερση (Ίλιντεν) έχει ως στόχο μια αυτόνομη ή ανεξάρτητη Μακεδονία, προτίθενται να την ακολουθήσουν και πατριαρχικοί και εξαρχικοί πληθυσμοί και περιγράφονται οι άθλιες συνθήκες ζωής πολλών Μακεδόνων (κυρίως αγροτών). Ο ίδιος ο Πεζάς αναφέρει πως ο ίδιος και το Ελληνικό κράτος επιδιώκει μια συνεργασία με τις Οθωμανικές αρχές και δίνει μάλιστα σε αυτές όλες τις πληροφορίες που έχει μαζέψει σχετικά με τις κινήσεις των αυτονομιστών, καθώς επιθυμεί τη συντριβή του κινήματος. Αναφέρει ακόμα πως η Ελλάδα ενδιαφέρεται για την ηρεμία και την ευημερία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, καθώς φοβάται πως η αναταραχή θα μπορούσε να επεκταθεί και μέσα στην Ελλάδα. Τις παραμονές της επανάστασης ο νέος πρόξενος της Ελλάδας στο Μοναστήρι Κ.Κυπραίος αναφέρει πως υπάρχει συνεργασία του με την Οθωμανική αυτοκρατορία σε επίπεδο πληροφοριών για την επερχόμενη επανάσταση και πως ξοδεύονται χρήματα για προπαγάνδα που θα απέτρεπε τον πατριαρχικό πληθυσμό να μπει στην επανάσταση. Τέλος ο τότε μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης χαρακτηρίζει με ύβρεις τους επαναστάτες, ενώ φαίνεται πως ο συνεργάτης του και συνεργάτης των Οθωμανών Βαγγέλης Στρεμπενιώτης με τους άντρες του είχε συμμετοχή σε μία εκστρατεία κατά των επαναστατών στις 4 Αυγούστου.
Πηγή: wikiland / iefimerida