Ο Μένιος Σακελλαρόπουλος σκαλίζει τη σκληρή ζωή του κοντορεβιθούλη Λούκα Μόντριτς, τον οποίο έδιωχναν όλοι στην αρχή για το… μπόι του. Τον έδιωξε και ο πόλεμος στα έξι του και τώρα είναι στον τελικό του παγκοσμίου κυπέλλου, μεγάλος και τρανός αρχηγός της Κροατίας!
Τα πρώτα του χρόνια στο ποδόσφαιρο, με μπόι… ένα και τίποτα, έπρεπε να αποδείξει ότι δεν είναι νάνος αλλά κανονικός άνθρωπος, απλώς κοντός. Τον κορόιδευαν για το ύψος του και το χε παράπονο. Ποτέ του, ούτε στο σχολείο ούτε στο παιχνίδι με τους φίλους του ούτε αργότερα στις ομάδες, δεν βρέθηκε κάποιος πιο κοντός απ’ αυτόν.
Και δεν τον κορόιδευαν μόνο για το μπόι του αλλά και για τη φάτσα του. Τον έλεγαν «ποντίκι», θεωρώντας ότι η φάτσα και τα δόντια του εκεί παραπέμπουν.
Γύριζε σπίτι στενοχωρημένος από τα πειράγματα, αλλά ο πατέρας του, εργάτης σε εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας, του έλεγε ότι και οι μικρόσωμοι άνθρωποι μπορεί να είναι θαυματουργοί, αρκεί να κάνουν καλά τη δουλειά τους.
Αυτό έβαλε στο μυαλό του. Κι όταν ξεκίνησε να παίζει ποδόσφαιρο, ο Λούκα Μόντριτς συνέχιζε να τρέχει όταν οι άλλοι έπεφταν ξεροί από την κούραση. Κάτι σαν τη γνωστή μπαταρία!
Ε, αυτός ο «ένα και τίποτα», το «ποντίκι», είναι ο άνθρωπος που πήρε στις –κοντές- πλάτες του την Κροατία και την οδήγησε για πρώτη φορά στην ιστορία της στον τελικό του παγκοσμίου κυπέλλου!
O… αόρατος!
Ένας γίγαντας στην ψυχή με συγκλονιστικά προσόντα και ηγετικό χαρακτήρα μόνο μέσα στο γήπεδο. Γιατί έξω απ’ αυτό είναι… αόρατος. Έτσι τον είχε βαφτίσει ο Ζντράβκο Μάμιτς, ο πρόεδρος της Ντιναμό Ζάγκρεμπ, που κάτι είδε στον κοντορεβιθούλη και του έδωσε το πρώτο συμβόλαιο της καριέρας του στα δεκαπέντε του χρόνια.
Τον είχε απορρίψει η Χάϊντουκ λόγω του ύψους του!
«Αυτός θα μας μείνει στα χέρια, θα… σπάσει!», είχε πει τότε ο προπονητής της ομάδας του Σπλιτ!
Αλλά και στη Ντιναμό τράβηξε πολλά μέχρι να πείσει τους προπονητές ότι αξίζει. Κι όταν άρχισε να κάνει τρομερά πράγματα με τη μπάλα και να τρέχει για τρεις, όλα πήραν το δρόμο τους. Του έκαναν δεκαετές συμβόλαιο, μέχρι που τον «τσίμπησε» η Τότεναμ με ένα ιλιγγιώδες ποσό.
Όλα είχαν αλλάξει, όλα έμοιαζαν διαφορετικά από το αγχωμένο ξεκίνημά του.
«Θυμάμαι ότι είδα μπροστά μου ένα αδύνατο, μικρό και φοβισμένο παιδί, αλλά από την πρώτη στιγμή μπορούσες να δεις ότι έχει καλά πόδια. Τότε πείστηκα ότι μπορεί να πετύχει», είχε πει ο πρώτος προπονητής του, ο Νταβόριν Ματόσεβιτς.
Παιδί του πολέμου
Ο Μόντριτς, αυτός ο παγκόσμιος ηγέτης πια, υπέφερε πολύ στα παιδικά του χρόνια και βρήκε διέξοδο στο ποδόσφαιρο για να μην κλαίει στο σπίτι.
Στα 16 του χρόνια, είδε τους Σέρβους να εκτελούν τον παππού του, έναν Δεκέμβριο (του 1991) που δεν ξέχασε ποτέ.
Οι βόμβες έπεφταν στο χωριό του, η ζωή του έγινε εφιάλτης και τελικά, μικρό παιδί, ζούσε με μαυρισμένη ψυχή. Γιατί είδε τον πατέρα του να βάζει φωτιά στο σπίτι τους για να μην πέσει στα χέρια των Σέρβων κι από τότε έγιναν πρόσφυγες.
Κάποτε είχε μιλήσει και γι’ αυτό:
«Δεν είχα απόλυτη συναίσθηση αυτού που γινόταν. Όταν είσαι παιδί, δεν σκέφτεσαι τον πόλεμο, τα προβλήματα, τις κακουχίες, αν και τα βλέπεις μπροστά σου. Πέρασα μεγάλο διάστημα από τα παιδικά μου χρόνια σε ξενοδοχεία. Από τότε που φτάσαμε στο ξενοδοχείο στο Κολόβαρε, έκανα φίλους, που έχω ακόμα και σήμερα στη ζωή μου. Παιδιά οικογενειών που επίσης είχαν εκδιωχθεί, και παίζαμε όλοι μαζί ποδόσφαιρο. Αν με βλέπατε στα παιδικά μου χρόνια, θα διαπιστώνατε πως είχα πάντα μια μπάλα στα πόδια. Έπαιζα στους δρόμους με τους φίλους μου, ώσπου ο πατέρας μου με βοήθησε να πάρω το παιχνίδι πιο σοβαρά. Με πήγε στην τοπική ομάδα, όταν ήμουν 7 χρόνων».
Αυτό –και το μπόι του!- τον έκαναν να αποκτήσει τρελό πείσμα.
Ένα τσουβάλι λεφτά στα πόδια του!
Κι η δικαίωση ήρθε πολύ γρήγορα, στα 23 του χρόνια, όταν η Τότεναμ έδωσε 20 εκατομμύρια για να τον πάρει από τη Ντιναμό!
Το Λονδίνο του φάνηκε χαώδες, η γλώσσα ακαταλαβίστικη, κι εκεί μίλησε το πείσμα του.
«Σιγά μην αποτύχω!», είπε στους φίλους του.
Ε, αφού μάγεψε με τον πετεινό στη φανέλα κάνοντας τους δύσκολους Άγγλους να παραμιλάνε με τον κοντό δαίμονα, μάγεψε και τη Ρεάλ, που έδωσε τα διπλάσια –σαράντα εκατομμύρια- για να τον πάρει από την Τότεναμ.
Κι εκεί, στη Ρεάλ, παρότι πέρασαν πολλοί σούπερ σταρ, ήταν πάντα αυτός που όταν έκαιγε η μπάλα, έβγαζε τα κάστανα από τη φωτιά. Γιατί ποιος μπορεί να είναι ταυτόχρονα εξάρι, οκτάρι και δεκάρι στο ποδόσφαιρο; Πιθανόν κανείς άλλος!
Κι αν δεν ήταν ο Μέσι κι ο Κριστιάνο, θα δικαιούνταν τη Χρυσή Μπάλα. Ίσως και να έφτασε η ώρα του.
Αυτός έδειξε το δρόμο στους συμπαίχτες του στην Κροατία, πεισμωμένος και από το τεράστιο κίνητρο και από το γεγονός ότι τους είχαν ξεγραμμένους, κυρίως οι Άγγλοι.
«Αποδείξαμε το αντίθετο από όσα λέγανε. Οι Άγγλοι δημοσιογράφοι και οι ειδικοί της τηλεόρασης υποτίμησαν την Κροατία και αυτό ήταν ένα τεράστιο λάθος. Ακούσαμε αυτά που είπαν, τα διαβάσαμε και είπαμε: «εντάξει, σήμερα θα δούμε ποιος θα κουραστεί». Θα πρέπει να είναι πιο ταπεινοί και να σέβονται περισσότερο τον αντίπαλο. Δείξαμε ότι δεν ήμασταν κουρασμένοι και κυριαρχήσαμε στο παιχνίδι πνευματικά και σωματικά».
Είναι η πρώτη φορά στην ιστορία που μια ομάδα –η σπουδαία Κροατία- επιβίωσε σε τρία νοκ άουτ παιχνίδια!
Και μετά τη δεύτερη… επιβίωση, με τη Ρωσία, ο Μόντριτς είχε πει:
«Ήθελα αυτή η Κροατία να επιβεβαιώσει το ταλέντο της, να κάνει το βήμα αυτό. Δεν ήταν ευχάριστος ο τρόπος που τα καταφέραμε, αλλά ο στόχος μας επιτεύχθηκε. Το να είσαι σε αυτό το Παγκόσμιο Κύπελλο είναι ένα μεγάλο προνόμιο. Το να παίζεις για την ομάδα σου είναι μεγάλη τιμή και ευχαρίστηση, αλλά το να κερδίσεις το Παγκόσμιο Κύπελλο με την Κροατία είναι σχεδόν αδιανόητο, σαν το πιο όμορφο παραμύθι! Θα είναι υπέροχο να σηκώσω αυτό το τρόπαιο ως αρχηγός».
Και να που είναι μπροστά στην μεγαλύτερη πρόκληση της καριέρας του. Ο… ένα και τίποτα! Το… ποντίκι! Γιατί σ’ αυτή τη ζωή δεν μετράει ούτε το μπόι ούτε η φάτσα. Κι ο Μόντριτς είναι το παράδειγμα…