Οι εικόνες του σαρωτικού Λάζαρου από το «Είσαι το ταίρι μου», καθώς και του ρομαντικού Φώτη των SIngles παραμένουν ανεξίτηλες στο μυαλό μας, θέλοντας και μη, εξαιτίας των τηλεοπτικών επαναλήψεων.
Ο Άρης Σερβετάλης, έκτοτε έχει καταπιαστεί πιο πολύ με το θέατρο, ενσαρκώνοντας λιγότερο «εξωστρεφείς» χαρακτήρες που ωστόσο αποδεικνύουν πως η υποκριτική του «παλέτα» δεν έχει περιορισμούς στις αποχρώσεις, αρκεί να τον ιντριγκάρει ο ρόλος. Μιλώντας λοιπόν, στο τηλέφωνο για να κλείσουμε τη συνάντησή μας λίγο πριν την επιστροφή του Δον Κιχώτη στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά έπειτα από τα καλοκαιρινά sold out, κατευθείαν εισέπραξα μία φυσική ευγένεια, ένα σπάνιο είδος συστολής η οποία είναι ευδιάκριτη και στην κουβέντα μας, η οποία και ακολουθεί. «Φταίει» ο ρόλος; Δεν το νομίζω.
Κάπου διάβασα ότι σιχαίνεσαι τις συνεντεύξεις. Ισχύει;
Όχι μωρέ, καταλαβαίνω ότι είναι απαραίτητες για την προώθηση μας δουλειάς και για να επικοινωνηθεί με τον κόσμο κλπ, αλλά μετά από ένα σημείο λες τα ίδια πράγματα. Τι άλλο να πεις; Εκτός κι αν μπορείς να επικεντρωθείς στο έργο, γιατί αυτό αλλάζει ουσιαστικά.
Διαβάζοντάς το, πίστεψα ότι μπορεί να είχες κάποια κακή εμπειρία.
Εγώ δεν το έχω πάθει, αλλά συμβαίνει, γι’ αυτό κιόλας πολλοί ζητούν να δουν πρώτα τη συνέντευξη. Εντάξει, έχει μια λογική, γιατί έχει διαφορά το πώς θα μεταφράσει κάποιος την μεταφορά της κουβέντας.
Πώς μεταφράζεις τον χαρακτήρα του Δον Κιχώτη; Αν ξεπεράσουμε τις αλληγορίες, ίσως και να μην είναι και τόσο «πειραγμένος» τελικά.
Από την φύση του ως χαρακτήρας είναι «πειραγμένος». Ο Δον Κιχώτης είναι ένα επικό έργο του Θερβάντες, ένας εμβληματικός ήρωας και είναι ένας πλανόδιος ιππότης της πίστης ως προς το παιχνίδι. Συνεχώς αναζητά την αναμέτρηση, αναμετριέται με τα πάντα, με το υπαρκτό ή και με κάτι ανύπαρκτο. Είναι τόσο δυνατή η φαντασία του και όλο αυτό που αισθάνεται ότι συμβαίνει γύρω του που όλα είναι πιθανά, όπως το να παλέψει και να αντιμετωπίσει ένα… τραπέζι. Το γεγονός ότι μπαίνει σε αυτήν την αέναη μάχη με τα πάντα είναι για να γνωρίσει και να διευρύνει εν τέλει τα όριά του. Με συγκινεί πολύ που δεν τον πτοεί η αποτυχία, είναι συνεχώς σε μία πορεία.
Είναι ένας απλός τρελός ή όλο αυτό είναι που τον κρατάει ζωντανό;
Δε νομίζω πως είναι τρελός. Είναι τελείως διαφορετικός από όλους εμάς. Βλέπει τον κόσμο με έναν εντελώς δικό του τρόπο και αυτό είναι και το συγκινητικό, ότι τον υπερασπίζεται με μεγάλη πίστη. Είναι ιδεολόγος, ιδαλγός, υπέρμαχος της αρετής και παλεύει για αυτήν. Δίνει και την ζωή του για την αρετή. Αν πεις σε κάποιον στις μέρες μας ότι πιστεύεις στην αρετή, είσαι ντεμοντέ. Όση μεγαλύτερη «αρρωστίλα» βγάλεις, τόσο περισσότερο είσαι μέσα στα πράγματα.
Η περιγραφή σου για την πάλη με το καλό και το κακό μου φέρνει λίγο στο μυαλό μου τον Χριστό.
Κοίταξε, ο Δον Κιχώτης είναι θεολογικό έργο. Είναι ένας ήρωας που αγωνίζεται για την αρετή και αυτό λέει με τον Σάντσο, ότι ξεκινούν να υπερασπιστούν τις χήρες, τα ορφανά, τον φτωχό, τις αξίες όλες αυτές και μπορεί να τα βάλει με τον οποιονδήποτε.
Υπάρχουν τέτοιοι χαρακτήρες σήμερα; Και αν ναι, τα βγάζουν πέρα πορευόμενοι «με τον σταυρό στο χέρι»;
Κοίταξε, αυτό πρέπει να το απαντήσει ο καθένας μόνος του. Εγώ μπορώ να μιλήσω για μένα και αυτό αν μπει σε μία τροχιά, συνειδητοποιείς ότι καταρχάς ο αγώνας είναι άνισος και δεύτερον συνεχόμενος. Δεν χρειάζεται να παλεύεις με ένα λιοντάρι, όπως έκανε ο Δον Κιχώτης. Ακόμα όμως και το να συμπεριφερθείς με ευγένεια ή να κατευνάσεις τον θυμό σου είναι ένας αγώνας εσωτερικός που χρειάζεται να έχεις ισχυρή εποπτεία του εαυτού σου.
Τι διαφορετικό λοιπόν έχει ο Δον Κιχώτης που παρουσιάζετε;
Με την Έφη Μπίρμπα που είναι η σκηνοθέτης της παράστασης έχουμε ξεκινήσει το δεύτερο βιβλίο και συγκεκριμένα το 23ο κεφάλαιο, στο οποίο ο Δον Κιχώτης κατεβαίνει στη σπηλιά του Μοντεσίνο που είναι ένας πολύ γνωστός μάγος. Εκεί, ο Δον Κιχώτης πιστεύει ότι πέρασε τρία μερόνυχτα. Ο Σάντσο του λέει πως η όλη κατάβαση διήρκεσε 40 λεπτά με τρία τέταρτα και εξιστορεί τόσα γεγονότα ωστε να μας δώσει την αφορμή να δούμε το έργο μέσα από αυτήν τη διαδρομή, μέσα από μία κατάδυση. Όπως δηλαδή είναι η κατάδυση στον Άδη, στον εαυτό όπου κυριαρχεί το υποσυνείδητο και δημιουργούνται διάφορες εικόνες. Η Έφη λοιπόν και όλη η ομάδα έχει επιλέξει να πει την ιστορία μέσω ενός κεντρικού προσώπου που είναι η αφηγήτρια Σοφία Γεροβασίλη και έτσι να ξεδιπλώνονται οι εικόνες – αναμετρήσεις των performers με τα υλικά που έχουμε στην παράσταση.
Θα έλεγες πως σήμερα -όπως έχει εξελιχθεί η κοινωνία- έχουμε ανάγκη από Δον Κιχώτες, περισσότερο από ποτέ;
Είναι προσωπική επιλογή και κατεύθυνση και ευθύνη. Ο καθένας έχει την ευθύνη του για αυτό που του συμβαίνει. Σίγουρα το σωστό δεν είναι να περιμένουμε κάποιον Δον Κιχώτη να μας σώσει ή κάποιον άλλο, πρέπει να μπούμε εμείς σε αυτήν τη διαδικασία. Αν αυτό το αντιληφθούμε και δουλεύουμε προς αυτήν την κατεύθυνση, σίγουρα θα αλλάξει κάτι. Σίγουρα θα αλλάξουμε εμείς, επομένως θα αλλάξει και ο διπλανός μας και αυτό σταδιακά θα επεκταθεί.
Είχα πρόσφατα μία κουβέντα για το θέατρο με τον Φίλιππο Σοφιανό και μου έλεγε πως όσο περισσότερο ταυτιστεί ο θεατής με κάποιον ήρωα, τόση περισσότερη επιτυχία θα έχει το έργο. Συμφωνείς;
Δεν θα έλεγα να ταυτιστεί, με τρομάζουν λίγο αυτά τα να ταυτιστεί κάποιος ή να ταυτιστώ εγώ με κάτι. Προτιμώ να επικοινωνηθεί στον θεατή και να τον επηρεάσει ανάλογα με τα δεδομένα του, να μην τον αφήσει αδιάφορο έστω. Να του αρέσει ή να μην του αρέσει. Για μένα αυτό είναι επιτυχία. Να δημιουργηθεί μία σχέση.
Μιλώντας για σχέσεις, είστε παντρεμένοι με την Έφη Μπίρμπα, όπως επίσης συνεργάζεστε σε επαγγελματικό επίπεδο εδώ και αρκετά χρόνια. Πώς λειτουργεί αυτό μεταξύ σας;
Με την Έφη πάντοτε ήμασταν σε μία διαδικασία να φτιάχνουμε πράγματα. Από το να κατασκευάσουμε έπιπλα μέχρι να φτιάξουμε παραστάσεις. Έτσι λειτουργούμε, οπότε δεν είναι κάτι καινούργιο για εμάς. Εδώ και εννέα χρόνια που δουλεύουμε κυρίως στο θέατρο, νομίζω ότι είναι ωραίο γιατί αναπτύσσεται ένας πολύ ισχυρός κώδικας, δεν χρειάζονται πολλά λόγια και κατευθυνόμαστε αμέσως προς την ουσία του πράγματος. Ύστερα, πάντα χρειάζεται να οριοθετήσεις τις περιοχές ώστε να μην μπαίνει ο ένας στα χωράφια του άλλου.
Άρα δεν έχετε αισθανθεί ότι ήρθε η ώρα να «αποχωριστείτε» ο ένας τον άλλον επαγγελματικά;
Δεν το έχουμε αισθανθεί γιατί παράλληλα κάνουμε κι άλλα πράγματα. Η Έφη κάνει σκηνογραφίες με άλλους καλλιτέχνες, εγώ παίζω και με άλλες ομάδες, επομένως βοηθάει αυτό.
Ήσουν από τους πρώτους που συνεργάστηκαν με τον Γιώργο Λάνθιμο, πρωταγωνίστησες στην πρώτη του ταινία, την Κινέττα, το 2005. Τι θυμάσαι;
Ο Γιώργος είναι μία πολύ ιδιαίτερη περίπτωση. Από την πρώτη ταινία καταλάβαινες ότι αυτό που λέμε «το έχει» είναι σε υπέρμετρο βαθμό. Αισθανόσουν κατευθείαν εμπιστοσύνη γιατί ήξερες ότι αυτό που βλέπεις στο μόνιτορ έχει την ικανότητα να σου πει πράγματα. Δημιουργούσε τις συνθήκες να αυτοσχεδιάσεις και στην Κινέττα αισθάνθηκα πολύ ευλογημένος που το έκανε αυτό, τραβώντας σε φιλμ. Είναι πολύ γενναιόδωρο να αυτοσχεδιάζεις στην κάμερα με το ρίσκο… Ξέρεις, ακούς τη μηχανή που τρέχει το φιλμ και μαζί τρέχουν και χρήματα. Δεν είμαστε και στην Αμερική που ρέει το χρήμα.
Πόσω μάλλον στην πρώτη ταινία…
Και σε μία σχεδόν ανεξάρτητη παραγωγή, γιατί η Κινέττα έγινε με 6-7 ανθρώπους. Ήταν τρομερή εμπειρία.
Το βλέπω στο χαμόγελό σου!
Μα ήταν. Ήμασταν 5 άτομα, το αρχικό σενάριο ήταν 5 σελίδες, έγινε με πρόβα, αυτοσχεδιασμούς και κατευθύνσεις του Γιώργου, με την Βαγγελιώ Ράντου και τον Κώστα Ξυκομηνό… ήταν πολύ ιδιαίτερη κατάσταση.
Και πώς «συναντηθήκατε;»
Εγώ τότε είχα αποσυρθεί από την υποκριτική και δούλευα σε μαραγκοδουλειές. Μου τηλεφώνησε να μου πει ότι κάνει μία ταινία. Και έκανα αυτήν την επαναφορά.
Άρα αυτός ευθύνεται που επέστρεψες στην υποκριτική;
Αυτός ευθύνεται. Έπεσε πολλή «αγαπόσκονη», πολλή αγάπη για να γίνει η ταινία αυτή.
Λες να το πάρει φέτος το Όσκαρ;
Το εύχομαι, μακάρι. Κι αν δεν το πάρει τώρα, θα το πάρει σίγουρα κάποια στιγμή. Γιατί έχει μία πολύ ιδιαίτερη ματιά και είναι πολύ καλό παιδί επίσης.
Βέβαια, δεν έχει εισπράξει τις καλύτερες κριτικές στην Ελλάδα για αυτήν την ιδιαίτερη ματιά, το ξέρεις αυτό.
Αυτό έχει να κάνει με τα γούστα και την αισθητική του καθενός, δε μπορείς να πεις κάτι. Σίγουρα όμως και να μη σου αρέσει ο τρόπος αφήγησής του ή οι ιστορίες του, δε μπορεί να αμφισβητήσει κανείς ότι είναι άριστος τεχνίτης ως προς την κατασκευή της ταινίας, του κάδρου και του πλάνου, συνεπώς είναι από τους κορυφαίους παγκοσμίως.
Κι αν δεν σε είχε πάρει τηλέφωνο, τι θα γινόταν;
Εντάξει, ίσως να έβλεπα την Κινέττα με κάποιον άλλο, να πάθαινα ζημιά και να έλεγα «μήπως να κάνουμε καμιά ταινιούλα;»
Τι μπορεί να σε κάνει να επιστρέψεις στην τηλεόραση;
Ένα καλό σενάριο και… επέστρεψα.
Τόσο απλά;
Ε και τι άλλο;
Μήπως πάθαινες λέω, ξανά κάτι σαν overdose όπως στο «Είσαι το ταίρι μου»;
Όχι πλέον, μπορώ να το διαχειριστώ αυτό το πράγμα ή τουλάχιστον έτσι αισθάνομαι. Ξέρεις, δεν μας δίνονται ευκαιρίες να κάνουμε πολλές ταινίες. Ξεκινάς, παίρνει αναβολή, ξαναπαίρνει αναβολή, είναι ψυχοβγαλτικό. Άρα πού μπορείς να δουλέψεις εκτός θεάτρου; Στην τηλεόραση. Η τηλεόραση είναι μία άρπα – κόλλα κατάσταση με την έννοια «τα λες» και τέλος. Υπήρχαν και περιπτώσεις με πολύ ωραία σενάρια και προσεγμένες παραγωγές και νομίζω ότι αξίζει να επανέλθει σε μια τέτοια κατάσταση. Σε όλο τον κόσμο γίνονται καταπληκτικές σειρές. Ίσως σε σαράντα χρόνια να γίνουν εδώ πέρα.
Από τον κωμικό Λάζαρο στην τηλεόραση, βρέθηκες σε ρόλους πιο «ψαγμένους» στο θέατρο. Το είδος που επιλέγεις έχει να κάνει με το μέσο όπου παίζεις;
Μου αρέσει πολύ το χιούμορ, αλλά ένα ιδιόμορφο χιούμορ που ισορροπεί μεταξύ του κάτι συμβαίνει εδώ και κάτι δεν συμβαίνει. Μου αρέσει αυτός ο μετεωρισμός. Αυτό υπάρχει σε όλες τις παραστάσεις που συμμετέχω, γιατί είναι κάτι που μου αρέσει να φέρνω. Εξαρτάται λοιπόν από την κλίμακα, αλλού η δόση είναι μεγαλύτερη και αλλού μικρότερη. Δε νομίζω πάντως, ότι στο θέατρο ότι υπάρχει μία άλλου είδους αντιμετώπιση από ό,τι στην τηλεόραση.
Κάνοντας έναν απλοϊκό συσχετισμό, θα μπορούσαμε να σκεφτούμε ηθοποιούς όπως ο Μάθιου Μακόναχι και η Σαρλίζ Θίρον που χρειάστηκε να μεταμορφωθούν για ρόλους τους ώστε να μπορέσουν να βραβευθούν.
Είναι άλλες οι αγορές εκεί, πρόκειται για ολόκληρη βιομηχανία. Και σου λέει ο άλλος «με αυτό το είδος ταινιών μου τα φέρνεις, με αυτό θα συνεχίσουμε να παίζουμε. Αν γίνεις κάτι άλλο, μπορεί να μην κόψουμε πολλά εισιτήρια.»
Αισθάνεσαι ότι υπάρχει τέτοιος συσχετισμός αναφορικά με την δική σου μετάβαση από Λάζαρος σε ρόλους όπως ο Δον Κιχώτης ή ο Ριχάρδος Β’;
Όχι δεν αισθάνθηκα ότι προσπάθησε να με βάλει κάποιος σε καλούπια και άρα έπρεπε να βγω, γιατί εγώ μετά το «Είσαι το ταίρι μου» αποσύρθηκα για περίπου δύο χρόνια και μου έκανε καλό για την επανατοποθέτησή μου. Αν συνέχιζα, δεν ξέρω, μπορεί να έκανα παρόμοια πράγματα. Δεν θυμάμαι και τις προτάσεις που είχα τότε για να σου πω… Πάντως, αντιμετωπίζω την υποκριτική όπως ένα παιχνίδι. Πιο πολύ μου δίνει την δυνατότητα να συνεχίζω να παίζω όπως όταν ήμουν μικρός- όχι με την έννοια του χαοτικού παιχνιδιού, αλλά ακριβώς όπως παίζουν τα παιδιά.
Είναι η υποκριτική ένας τρόπος έκφρασης για τους εσωστρεφείς ανθρώπους;
Μπορεί, δεν αποκλείεται. Είναι οξύμωρο γιατί στην υποκριτική χρειάζεται να αποδεχτείς την έκθεση. Ταυτόχρονα όμως, εκτίθεσαι μέσα σε ένα ασφαλές περιβάλλον που είναι η σκηνή, το σετ… Επομένως, έχει πολλές αντιθέσεις και δεν έχω καταλήξει να σου πω την αλήθεια τι ακριβώς συμβαίνει με την υποκριτική. Προσωπικά έχω κολλήσει με αυτό που κάνουν τα παιδιά. Γιατί έτσι όπως παίζουν, εναλλάσσουν τόσους χαρακτήρες και διαθέσεις ανάλογα με το παιχνίδι που παίζουν, με τέτοια ευκολία, τόσο άμεσα και χωρίς να θέλουν να πουν «άσε με λίγο μαμά, γιατί τώρα δεν ξέρω ποιος είμαι. Θέλω ένα μισάωρο για να δω, γιατί είμαι ο καουμπόης ακόμα.» (γέλια) Νομίζω ότι δεν το λένε αυτό. Ή το φωνάζει να πάει να φάει ενώ είναι καουμπόης, διαμαρτύρεται, εν τέλει πηγαίνει, αλλά δεν τρώει σαν καουμπόης. (γέλια)
Στον δρόμο σου μιλάει ο κόσμος;
Τώρα είναι πιο ήσυχα, πιο ανθρώπινα τα πράγματα. Στην περίοδο του «Είσαι το ταίρι μου» ήταν πολύ πιο δύσκολα. Αισθανόμουν πολύ αμήχανα, γιατί ο άλλος νιώθει ότι σε γνωρίζει και δεν υπάρχει μέτρο. Μερικές φορές είναι τόσο αυθόρμητη η αντίδρασή τους που αισθάνεσαι κάπως… παραβιασμένος. Βέβαια, δεν το κάνουν με κακή πρόθεση.
Τότε, ίσως έφταιγε και ο ρόλος που ήταν φευγάτος.
Ναι ίσως. Ακόμη κυριαρχεί ο Λάζαρος, αλλά τελευταία μου λένε και για τις παραστάσεις, μου κάνουν κάποια σχόλια.
Μετάνιωσες που μίλησες για την πίστη σου στην Ορθοδοξία;
Να το έχω μετανιώσει για ποιον λόγο; Για να μην χαρακτηριστώ παλιομοδίτης;
Γραφικός… Ξέρεις τώρα τι λέγεται. Εγώ όταν το λέω πάντως, αυτό εισπράττω.
Δεν με πειράζει καθόλου, δε με ενδιαφέρει. Αυτό που αντιπροσωπεύει η Ορθοδοξία όχι μόνο οπισθοδρομικό δεν είναι… Είναι πολύ μπροστά. Έτσι, όταν το λέει αυτό κάποιος, μου δηλώνει αυτόματα ότι δεν έχει ασχοληθεί καθόλου. Επομένως, δε με πειράζει. Το «γραφικός» δε μπορεί να το πει κάποιος που γνωρίζει την σημασία της. Αν θέλει κάποιος να μιλήσει, μπορούμε να κάνουμε μία πολύ ωραία κουβέντα πάνω σε όλα αυτά.
Αισθάνεσαι άσχημα με τις ρητορικές μίσους που κατά καιρούς έρχονται στο φως της δημοσιότητας από επικεφαλής της Εκκλησίας;
Δεν είμαι σε θέση να κρίνω αυτούς τους ανθρώπους. Αυτό που λέω στον εαυτό μου είναι ότι οι άνθρωποι που στελεχώνουν την εκκλησία είναι και αυτοί άνθρωποι με αδυναμίες και πλεονεκτήματα. Δεν είναι το τέλειο. Το τέλειο είναι αυτό που αντιπροσωπεύουν. Είναι αγωγοί. Αυτό που λένε ότι πρέπει να ψάξεις για να βρεις τον πνευματικό σου, έχει πολύ μεγάλο νόημα. Γιατί θα βρεις τον άνθρωπο που επειδή είναι αγωγός θα σου δημιουργήσει και θα καλλιεργήσει την σχέση με τον Θεό. Άρα, δένεσαι μαζί του και αυτός σε οδηγεί σε μία σχέση που είναι πέραν του κόσμου τούτου, σε μία σχέση αιώνια.
Σε βοήθησε η πίστη σου;
Όχι απλά με βοήθησε, μου άλλαξε τη ζωή. Βλέπω τα πράγματα με τελείως διαφορετικό μάτι. Το «βοήθησε» δεν είναι η σωστή λεξη, αλλά το «μετατόπισε».
Γιατί μία μεγάλη μερίδα του κόσμου έχει σταματήσει να πιστεύει;
Δεν έχει σταματήσει, νομίζω ότι δεν έχει γίνει από επιλογή αυτό το πράγμα, αλλά έχει γίνει επειδή έχουν αφεθεί. Όταν αφήνεσαι, δεν έχεις «εποπτεία», δένεσαι με την ύλη… Εκεί έχει χαθεί αυτή η σχέση. Ακόμη και να αποκτήσεις τα περισσότερα αγαθά, να τα έχεις όλα, νομίζω ότι το κενό πάλι θα υπάρχει. Και τον Θεό δε μπορείς να τον αντικαταστήσεις, είμαστε κατασκευασμένοι για να έχουμε μία τέτοια σχέση μαζί του. Άρα όταν κάποιος δεν έχει Θεό, έχει τα χρήματα, την καριέρα, την επιστήμη του, αλλά και πάλι αυτό είναι το μέσο, όχι ο σκοπός. Εμείς το κάνουμε σκοπό, το κάνουμε θεότητα, είδωλο.
Μου λες για διασκέδαση. Δες τον μέσο Έλληνα γύρω στα 40. Το πολύ πολύ να βγει το βράδυ ή να πάει σε κάποιο γήπεδο.
Και το γήπεδο δεν είναι κακό, αρκεί να μην γίνει σκοπός. Ο φανατισμός και το πάθος είναι που το κάνουν είδωλο και φανατίζονται με τις ομάδες.
Ασχολείσαι με το ποδόσφαιρο ή το μπάσκετ; Βλέπεις;
Είμαι τιτλάκιας. Μ’ αρέσει να διαβάζω τους τίτλους, γράφουν κάτι τρελά πράγματα (γέλια).
Aισθάνεσαι αντιστάρ όπως σε έχουν «βαφτίσει»;
Κι αυτό τίτλος αθλητικών εφημερίδων είναι. Δεν έχω καμία σχέση με όλο αυτό. Σταρ είναι ένας τύπος πχ στην Αμερική ως κατασκεύασμα της βιομηχανίας του θεάματος.
Μιλώντας για μεγάλες ξένες παραγωγές, πού θα σε έβλεπες άνετα μέσα;
Σε έναν μικρό χώρο, σε μία μικρή πόλη ή χωριό, σε μία παραγωγή ή ένα γύρισμα -ας είναι και μεγάλο, αλλά με τα μικρότερα δυνατά μέσα. Δεν αισθάνομαι άνετα σε μεγάλα πράγματα.
Δηλαδή αν αύριο σου ερχόταν ο παραγωγός του Game of Thrones και σε ζητούσε;
Ε ναι, δεν θα έλεγα όχι. (γέλια) Αλλά δεν φαντασιώνομαι ας πούμε να είμαι στον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών.
Μετά τον Δον Κιχώτη, τι ετοιμάζεις;
Θα δούμε, να καταλαγιάσει πρώτα λίγο αυτό που είναι αρκετά έντονο επειδή κάνουμε εμείς την παραγωγή κλπ, χρειάζεται να δούμε πού θα μας οδηγήσει. Επίσης, στο προσεχές διάστημα είναι να ξεκινήσουμε γυρίσματα για μία ταινία του Χρήστου Νίκου. Ακόμα δε μπορώ να σου πω κάτι παραπάνω.
*Ύστερα τις sold out παραστάσεις του Ιουλίου, ο Δον Κιχώτης σε σκηνοθεσία Έφης Μπίρμπα επιστρέφει στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά για 10 μόνο παραστάσεις, από την Πέμπτη 4/10 έως και την Κυριακή 14/10 εκτός Τρίτης 9/10.