στις κορφές, στις κοιλάδες, στα πόρτα
Πολλές φορές οι εχθροί, υποκρινόμενοι πως έρχονται για να βοηθήσουν, πάτησαν το παμπάλαιο ελληνικό χώμα, το χώμα με την μακραίωνη ιστορία, το χώμα που γέννησε και προσέφερε στον κόσμο σημαντικές ιδέες και αξίες.
Το χώμα, όμως, αυτό ποτέ δεν παρέμεινε δέσμιό τους∙ τους απέρριψε ως ξένο σώμα και διατήρησε την ελευθερία του. Μια καίρια υπενθύμιση και συνάμα προειδοποίηση του ποιητή προς όλους εκείνους που θέλησαν ή θέλουν να επιβληθούν στην ελληνική γη.Το ελληνικό κράτος έχοντας διανύσει μια σύντομη, αλλά εξαιρετικά επίπονη πορεία από τη σύστασή του, βρέθηκε συχνά στην ανάγκη μιας εξωτερικής βοήθειας, γεγονός που οι «φίλοι» έσπευσαν πάντοτε να εκμεταλλευτούν.
Οι υποτιθέμενοι φίλοι της Ελλάδας έφερναν μαζί τους και τους ιδανικούς γνώστες, ώστε να μπορέσουν να αναμορφώσουν το ελληνικό κράτος. Σαφής εδώ η ειρωνική διάθεση του ποιητή που παραθέτει τις ιδιότητες των επαϊόντων σα να είναι αριστοφανικοί ήρωες.
Έφερναν μαζί τους «πάνσοφα» εγχειρίδια, βίβλους, που περιείχαν όλη την αναγκαία γνώση, για να επιτύχουν το στόχο τους και συνάμα είχαν κι όλη την απαιτούμενη δύναμη για να επιβάλλουν τη θέλησή τους.
Οι αναφορές αυτές του ποιητή μας παραπέμπουν εύλογα στις παρεμβάσεις των Βαυαρών στα χρόνια του Όθωνα, αλλά και στις μετέπειτα περιόδους που το Ελληνικό κράτος τέθηκε υπό Διεθνή οικονομικό έλεγχο, λόγω της αδυναμίας του να αποπληρώσει τα δάνεια που είχε λάβει.
Οι «φίλοι», λοιπόν, του ελληνικού έθνους εξουσίαζαν με τη βοήθεια των όπλων τη χώρα, έθεταν υπό τον έλεγχό τους το «παμπάλαιο φως», τον ελληνικό δηλαδή πολιτισμό, αλλά ποτέ δεν είχαν τη δυνατότητα να κατανοήσουν αυτόν τον ιδιαίτερο πολιτισμό.
Ποτέ δεν μπόρεσαν να αντιληφθούν την αξία του ελληνικού πολιτισμού, της ελληνικής ψυχής, γι’ αυτό και ποτέ δεν μπόρεσαν να επηρεάσουν τους Έλληνες.
Οι προθέσεις τους, άλλωστε, ήταν πάντοτε εμφανείς, καθώς ουδέποτε ενδιαφέρθηκαν να προσφέρουν κάποια αρωγή στο ελληνικό κράτος. Το μόνο που ήθελαν ήταν να αποκομίσουν προσωπικά οφέλη, εκμεταλλευόμενοι την αδυναμία των Ελλήνων.
Δεν ξεγέλασαν, λοιπόν, κανέναν με την υποτιθέμενη φιλική τους προσφορά και ο ελληνικός λαός τους αντιμετώπιζε -όπως άλλωστε ήταν- ως εχθρούς.
Κανένας Έλληνας δεν ξεγελάστηκε από την υποκρισία των ξένων κρατών, κανένας δεν πίστεψε ποτέ πως έχουν κάποια άλλη σκέψη πέρα από το προσωπικό τους συμφέρον.
Στοιχείο που πολύ παραστατικά μας δίνει ο ποιητής αναφερόμενος στη μέλισσα και στο ζέφυρο.Έτσι, όχι μόνο τους Έλληνες δεν ξεγέλασαν, αλλά ούτε καν μια μέλισσα δεν τους πίστεψε, για να ξεκινήσει το ευδαιμονικό της πέταγμα κάτω από τις αχτίδες του ήλιου, ούτε καν ο άνεμος δεν ανταποκρίθηκε φουσκώνοντας τα πανιά των πλοίων. Η χώρα εξέλαβε την παρουσία τους ως κατοχική δύναμη, έστω κι αν οι ίδιοι παρουσιάζονταν ως φίλοι και σύμμαχοι.
Οι εχθροί της Ελλάδας, λαμβάνοντας τον έλεγχο της χώρας, έχτισαν δυνατούς πύργους και πολυτελείς κατοικίες, έφεραν στα λιμάνια τα πλοία τους, καθιστώντας την παρουσία τους εμφανή και συνάμα απρόσβλητη από τις πιθανές απόπειρες αντίδρασης των Ελλήνων.
Θέσπισαν τους νόμους που εξυπηρετούσαν τα καλά και συμφέροντα∙ ό,τι δηλαδή διασφάλιζε τα συμφέροντά τους, παραγκωνίζοντας το «παμπάλαιο μέτρο», το ελληνικό μέτρο της μεσότητας και της μη υπερβολής.
Με την αδιαλλαξία της δύναμης που τους παρείχαν τα όπλα, με τη βεβαιότητα ότι μπορούσαν να επιβάλουν οποιοδήποτε νόμο στους Έλληνες, δε σκέφτηκαν ούτε μια στιγμή να διατηρήσουν το μέτρο, να μη φανούν υπερβολικοί στις απαιτήσεις τους. Έτσι, παρά το γεγονός ότι βρέθηκαν σε μια χώρα που διένυσε αιώνες βασιζόμενη στην αρχή του μέτρου, στην αποχή από τα άκρα και την υπερβολή, δεν κατόρθωσαν να κατανοήσουν την πολύτιμη αυτή σοφία.
Με βιαιότητα και υπεροψία ξεπέρασαν εξαρχής το μέτρο, φανέρωσαν την απληστία τους κι έδειξαν στον ελληνικό λαό το αληθινό τους πρόσωπο.
Οι εχθροί βρέθηκαν στη χώρα αυτή, ήρθαν σ’ επαφή με τον ελληνικό πολιτισμό, με τους τρόπους της ελληνιής σκέψης, αλλά δεν κατόρθωσαν να λάβουν και να κατανοήσουν τίποτε.
Στην ψυχή τους δεν έμεινε ούτε ίχνος από το ελληνικό θαύμα, από την ευλογία του Θεού, όπως αντίστοιχα, κανένα στοιχείο του ελληνισμού δε θέλησε να αλληλεπιδράσει μαζί τους, ούτε μια νεράιδα δεν καταδέχτηκε να πάρει τη φωνή τους.
Η αναφορά εδώ στην παράδοση των νεράιδων που έκλεβαν τη φωνή των ανδρών που τολμούσαν να τις κοιτάξουν, όταν κολυμπούσαν γυμνές στα νερά των ποταμών, τονίζει πόσο αδιάφοροι στάθηκαν οι ξένοι κατακτητές απέναντι στη μαγεία του ελληνικού πολιτισμού και στον πλούτο της ελληνικής παράδοσης.
Στο κλείσιμο του ποιήματος ο Ελύτης επανέρχεται στην υποκρισία των εχθρών της χώρας, οι οποίοι παρουσιάστηκαν τάχα ως φίλοι, ενώ στην πραγματικότητα η μόνη προσφορά που είχαν για τους Έλληνες ήταν τα «παμπάλαια δώρα» της βίας και της καταστροφής.
Με σίδερο, φωτιά και όπλα έρχονταν οι ξένοι «φίλοι», με σίδερο, φωτιά και όπλα απαντούσαν στις εκκλήσεις των Ελλήνων για βοήθεια.
Στα ανοιχτά δάχτυλα ενός υπερήφανου λαού, που είχε ανάγκη για μια ουσιαστική στήριξη, απαντούσαν με τη βίαιη επιβολή της εξουσίας τους, με καταστροφές και θανάτους.
Η τριπλή επανάληψη των δώρων «όπλα, σίδερο και φωτιά» που γίνεται στην καταληκτική στροφή, παρουσιάζει με ιδιαίτερη έμφαση τη βιαιότητα, τη σκληρότητα, και την έλλειψη πολιτισμού των ξένων κατακτητών, και βρίσκεται σε ανταπόκριση με τους τρεις αποφατικούς στίχους του ποιήματος: «Και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους / Και το φως δεν έδεσε ποτέ με τη σκέπη τους / Και το μέτρο δεν έδεσε ποτέ με τη σκέψη τους».
Οι ξένοι «φίλοι» γνωρίζουν μόνο τους βίαιους τρόπους και την καταστροφή, δεν έχουν καμία αίσθηση συμπόνιας και κανένα ειλικρινές συναίσθημα, πέρα από τον πόθο τους για το κέρδος. Γι’ αυτό, άλλωστε, δεν μπόρεσαν ποτέ να στεριώσουν στο ελληνικό έδαφος, γι’ αυτό εκδιώχθηκαν κάθε φορά από τους Έλληνες.
Δεν κατόρθωσαν ποτέ να κατανοήσουν τον ελληνικό πολιτισμό, δεν ένιωσαν ποτέ σεβασμό για το βάθος της ελληνικής ψυχής και φυσικά δεν αντιλήφθηκαν ποτέ την αξία της διατήρησης του μέτρου στις πράξεις και τις επιδιώξεις τους