Λένε ότι το μέγεθος δεν μετράει. Βέβαια, τις περισσότερες φορές αυτοί που το λένε δεν τους συμφέρει να μετράει, αλλά εν πάση περιπτώσει. Ας δεχθούμε ότι μπορεί και να ισχύει.
Γιατί όποιος πει ότι δεν τον ενδιαφέρει πόσο μεγάλο θα είναι το σουβλάκι του λέει τόση αλήθεια, όσο σύζυγος που συλλαμβάνεται επ’ αυτοφώρω σε καβαλαρία και αναφωνεί «αγάπη μου, δεν είναι αυτό που νομίζεις». Ανάμεσα λοιπόν στα εκατομμύρια λόγους που σου δίνει η Κρήτη για να την αγαπήσεις, συγκαταλέγεται και ένας βασικός: Τα σουβλάκια της!
Ή τελοσπάντων αυτό που στην Αθήνα λέγεται σουβλάκι (μην μπλέξουμε με αυτή τη συζήτηση τώρα) και εκεί θα το παραγγείλεις «πίτα με… τάδε» ή ακόμα και «γυρόπιτα, σουβλακόπιτα, κλπ». Το θέμα εξάλλου δεν είναι να το πεις. Το θέμα είναι να (καταφέρεις να) το φας.
Και να μην εξαρτηθείς τόσο πολύ στη συνέχεια, ώστε κάθε άλλο σουβλάκι να σου μοιάζει απομίμηση χειρότερη και από «Adibas» ή «Hike». Γιατί σίγουρα φτιάχνουν κι αλλού μεγάλες πίτες. Δεδομένα και η Θεσσαλονίκη έχει τον σεβασμό μας σε αυτό το θεμελιώδες ζήτημα. Εκεί όμως που ζευγάρωσαν (κι ας είναι αμφότερες θηλυκές) η ποιότητα και η ποσότητα, γεννήθηκε το έργο τέχνης που σερβίρουν τα γκαλερί-σουβλατζίδικα της λεβεντογέννας.
Εκεί όπου μια από τις καλύτερες μορφές ψυχαγωγίας για τον σουβλατζή ή τον σερβιτόρο είναι να σκάσει ανυποψίαστος Αθηναίος και να αρχίσει να παραγγέλνει βασισμένος στα δικά του δεδομένα… Σε 9 από τις 10 φορές λοιπόν θα τον διακόψει με τη φράση «φίλε, να σου φέρω ένα και ΑΝ το φας, τα ξαναλέμε»;
Και στην άλλη περίπτωση απλά θα έχει πέσει σε χαβαλέ που θέλει να σπάσει πλάκα με τη φάτσα του (και τα γουρλωμένα του μάτια) όταν θα φτάσουν οι πιτάρες.
Μόλις τελειώσει λοιπόν το στάδιο της παραγγελίας, αρχίζει αυτό της μυσταγωγίας.
Η γλυκιά προσμονή (και τα σάλια που στάζουν μπροστά σου) την ώρα που ο μάστορας «γδύνει» την τεράστια γυρόμπαλα. Αυτή η υπέροχη κρεατένια βροχή που πέφτει στο φαράσι.
Και μετά τα κιμπαριλίκια: Σου βάζει γύρο με τη χούφτα (φορώντας φυσικά γάντι) και όχι με το… τσιμπιδάκι. Προσθέτει πατάτες σπάταλα και όχι προσεκτικά μην πιάσει περισσότερες από τέσσερις. Και μετά τα διαδικαστικά κρομμύδια και ντομάτες, το μεγάλο μυστικό: Μια γενναία φτυαριά γιαούρτι!
Μπορείς φυσικά να το φας και με το πατροπαράδοτο τζατζίκι.
Πίστεψέ με όμως: Όταν θα κάνεις τη χάρη στον εαυτό σου να δοκιμάσεις αυτό που τώρα πιθανώς να σου μοιάζει παράταιρο ή και αστείο, θα τρέξεις να μυήσεις και τον προσωπικό σου σουβλατζή. Αφού απορήσεις λοιπόν πώς γίνεται αυτή η πίτα να κλείσει και να αγκαλιάσει όλο το γευστικό… μποτιλιάρισμα που γίνεται πάνω της, πρέπει να βρεις τρόπο να την πιάσεις.
Καταρχάς είναι στρατηγικό λάθος να προσπαθήσεις να της επιτεθείς κατά μέτωπο. Πιο σοφή επιλογή αποτελεί να της ξαλαφρώσεις πρώτα, τσιμπώντας κάποιες πατάτες και γύρο. Ούτως ή άλλως, όσο και να τσιμπήσεις θα μείνει αρκετό. Μόλις τη φέρεις λοιπόν στα μέτρα της καταπιόνας σου, μπορείς πια να αφεθείς στην ακολασία. Να βουτήξεις τόσο πολύ μέσα της, ώστε το γιαούρτι/τζατζίκι να λερώσει τις βλεφαρίδες σου.
Να απολαύσεις την υπέροχη αίσθηση του «χορταίνω και δεν τελειώνει». Και να παραδεχθείς -με το χέρι να χαϊδεύει την κοιλιά και βλέμμα αντίστοιχο οργασμού- ότι αν η… Μόνικα Μπελούτσι ήταν σουβλάκι, σε κάποιο σουβλατζίδικο της Κρήτης θα την είχαν τυλίξει!