Ξέρετε, δεν έχουν μόνο οι Αμερικάνοι GOAT…
Ένας ήχος επαναλαμβανόμενος, μονότονος σχεδόν: ταπ- ταπ- ταπ. Για τους υπόλοιπους μπορεί να είναι μια πρωτοφανής ενόχληση. Για σένα, όμως, είναι η πιο μελωδική μουσική σ’ ολόκληρο τον κόσμο.
Βλέπεις, έχεις μεγαλώσει αγαπώντας παράφορα το μπάσκετ και το ν’ ακούς το χτύπημα της μπάλας στο παρκέ σού είναι εξίσου απαραίτητο με το ν’ αναπνέεις. Ως εκ τούτου- και με δεδομένο πως είσαι ελαφρώς μαντράχαλος πια- έχεις αθεράπευτο κόλλημα με τον Έλληνα Θεό.
Ναι, εκείνον τον τύπο με την αφάνα και την χρυσή αλυσίδα στο λαιμό που ήρθε πριν από 40, περίπου, χρόνια στα μέρη μας και άλλαξε μια για πάντα την γαλανόλευκη αθλητική ιστορία.
Γι’ αυτό, με τον λατρεμένο ήχο (ταπ- ταπ- ταπ) να παίρνει αγκαλιά την πιο παράλογή σου σκέψη, αποφασίζεις να γίνεις και πάλι παιδί. Αναγκάζεις, λοιπόν, το κουρασμένο σου κορμί (βαδίζεις στην 4η δεκαετία της ζωής σου, μην το ξεχνάς…) να γονατίσει και αποφασίζεις ν’ αποταθείς σ’ έναν μπασκετόφιλο, και εκτός εποχής ξεκάθαρα, Άγιο Βασίλη.
Ναι, το ξέρεις εκ των προτέρων- είναι παντελώς βλακώδες αυτό που πρόκειται να ζητήσεις. Και, φυσικά, δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης που να κάνει τέτοιες παράλογες χάρες.
Όμως (θυμάσαι;) είσαι και πάλι παιδί.
Και τα παιδιά
(Πιστεύω στις νεράιδες)
έχουν την «αθεράπευτη»
(Πιστεύω πως μια δεκάρα μπορεί να εκτροχιάσει ένα τραίνο)
τάση να
(Πιστεύω)
πιστεύουν.
Έτσι, κλείνεις τα μάτια και ψιθυρίζεις…
«Σε παρακαλώ, κάνε να παίξουν αντίπαλοι ο Γκάλης με τον Τζόρνταν»
Διατηρείς ψήγματα λογικής μέσα στον παραλογισμό σου: ξέρεις πως ο Νικ, λόγω ενός τραυματισμού στο πόδι κι ενός αδιάφορου ατζέντη, δεν έπαιξε ποτέ στο ΝΒΑ. Αντιστοίχως, ο Τζόρνταν δεν έπαιξε ποτέ στην από εδώ πλευρά του Ατλαντικού.
Έτσι, ζητάς κάτι που θα μπορούσε να είναι σχετικά πιστευτό: «Ας μην συναντηθούν στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών ή στο Game 7 των NBA Finals. Ας είναι από την περίοδο που ο MJ έπαιζε ακόμα κολεγιακό μπάσκετ και φορούσε τη φανέλα του North Carolina.
Κάνε, καλέ μου Άγιε, να πάρει την απόφαση ο θρυλικός coach του πανεπιστημίου, ο Ντιν Σμιθ, να φέρει τους Tar Heels να παίξουν σ’ ένα «ταπεινό» τουρνουά στη Θεσσαλονίκη- ας πούμε στα ιστορικά «Δημήτρεια»- προκειμένου να προετοιμαστούν καλύτερα για τη νέα αγωνιστική σεζόν. Κι εκεί, ας μην βρούνε απέναντί τους τον Άρη αλλά την Εθνική Ελλάδος, έστω και χωρίς τον Παναγιώτη Γιαννάκη που αποφάσισε να μείνει στην Αθήνα.
Αλλά, κάνε μου σε παρακαλώ μια χάρη: ας μην είναι τελείως «άγουρος» μπασκετικά ο AIR. Ας έχει προηγηθεί το πρώτο μεγάλο νικητήριο καλάθι της καριέρας του, το περίφημο “The Shot” κόντρα στο Georgetown στον τελικό του NCAA το 1982.
https://youtu.be/hTX5rD0lNeY
Ξέρεις τι; Φέρε εδώ το North Carolina το φθινόπωρο του 1983, αν είναι.
Τότε που ο Μάικλ ήταν ήδη κολεγιακός σταρ».
«Αν γίνεται, ας ρίξει σε μερικές φάσεις στο καναβάτσο ο δικός μου Θεός τον Θεό ολόκληρου του μπασκετικού κόσμου»
Κάνεις μια μικρή παύση προκειμένου να ξεπιαστείς λιγάκι- ο καταραμένος ο Χρόνος αρνείται να δεχτεί πως έχεις κάνει νοητό ταξίδι πίσω στην εποχή που η ηλικία σου συμβάδιζε με τον αγαπημένο αριθμό του Γκάλη, το 6.
Συνεχίζεις, όμως: «Ξέρεις, δε θέλω κάτι εξωπραγματικό- άλλωστε το 1983 ο «Γκάνγκστερ» δεν ήταν ούτε αυτός στο πικ της καριέρας του. Ας αφήσουμε στην άκρη, επομένως, τις 50άρες.
Μπορεί να βάλει μια 25άρα στη… μάπα του κορυφαίου όλων των εποχών; Να τον στείλει κάνα δυο φορές- χάρη σ’ εκείνη την αδιανόητη ντρίμπλα με το σπάσιμο της μέσης- να πάει να δει αν έρχεται, να του σπάσει τα άλατα με ορισμένες ασίστ, να του βάλει καλάθι και φάουλ ή μπάσιμο από τα 4 μέτρα με ταμπλό;
Να τον αναγκάσει να τον κυνηγάει λυσσασμένα σε όλα τα μήκη και πλάτη του γηπέδου στο κάτι-σαν-παρκέ του «Αλεξανδρείου», να ωθήσει ο Νικ τον Σμιθ να παίξει σε φιλικό παιχνίδι ακόμα και άμυνα ζώνης 3-2 για να του κόψει τις διεισδύσεις στο καλάθι, να μοιράσει 14 έτοιμα καλάθια στους συμπαίκτες του;
Ξέρω, το παρατραβάω, όμως εδώ που φτάσαμε, αγαπημένε μου Άγιε, μήπως μπορείς σε παρακαλώ ν’ αναγκάσεις τον Τζόρνταν να «παραμιλάει» στο τέλος του παιχνιδιού εξυμνώντας τον Γκάλη;
Να πει κάτι σαν…
«Είναι ένας πλήρης παίκτης. Δεν περίμενα ποτέ να δω έναν τέτοιον σκόρερ στην Ευρώπη, ειδικά από τη χώρα σας!»
«Ξέρω, το καταλαβαίνω. Ο Μάικλ δεν έλεγε καλή κουβέντα ποτέ και για κανέναν- αλήθεια, αν το αμφισβητείτε αυτό, απλά ανατρέξτε στις κατά καιρούς δηλώσεις του για τον Κόμπι ή τον ΛεΜπρόν, ας πούμε- και κάτι τέτοιο θα ξεπερνούσε ακόμα και τη φαντασία της υποτυπώδους λογικής, όμως…
Όμως κατάλαβέ με: συζητάμε για κάτι απραγματοποίητο εδώ, ένα δικό μου, σουρεαλιστικό όνειρο. Οπότε, γιατί να μην το πάω μέχρι τέλους;
Ας έχει βάλει ο MJ σ’ εκείνο το ματς 34 πόντους, μ’ ένα ανάποδο κάρφωμα που οι λιγοστοί (αχ και να ξέρατε…) φίλαθλοι στις εξέδρες το βλέπουν ακόμα στον ύπνο τους εν είδει σκανδαλωδώς απολαυστικού εφιάλτη.
Ας έχει γλεντήσει επανειλημμένα τον Κοκολάκη, τον Ανδρίτσο, τον Κατσούλη και τον Σταυρόπουλο. Ας έχει δείξει για ποιο λόγο μια 35ετία μετά κάθεται ακόμα στο θρόνο του κορυφαίου- ας είναι, το δέχομαι.
Αλλά θέλω, σε παρακαλώ, να δω τον ίδιο τον Θεό του μπάσκετ να υποκλίνεται στο είδωλο μιας ολόκληρης χώρας.
Θέλω να δω τον Μάικλ Τζόρνταν ν’ αποθεώνει τον Νίκο Γκάλη».
«Δείξε μου τον ανόητο που είπε πως τα όνειρα δε γίνονται πραγματικότητα. Γιατί, ξέρεις, γίνονται…»
Δεν έχεις ιδέα πώς συνέβη αυτό ή γιατί, όμως το χτύπημα της μπάλας έχει σταματήσει. Παραμένεις ακόμα σε στάση αλλοπρόσαλλης προσευχής, με τα γόνατα ν’ ακουμπάνε το έδαφος κι εσύ να κοιτάζεις μ’ απλανές βλέμμα πίσω από την αφίσα του Νικ που έχεις ακόμα κρεμασμένη στο παιδικό δωμάτιο στο σπίτι των γονιών σου. Απ’ ό,τι φαίνεται, η σιωπή είναι ο ακροτελεύτιος φίλος σου.
Τα πάτε καλά οι δυο σας. Εσύ της διηγείσαι την παράλογη ιστορία ενός φανταστικού αγώνα μεταξύ της Εθνικής Ελλάδος και του North Carolina τον Οκτώβριο του 1983 στο «Αλεξάνδρειο» με τον Γκάλη να βάζει ξανά και ξανά τα γυαλιά στον Τζόρτναν, κι αυτή σου κρατάει απαλά το χέρι- ή, τουλάχιστον, αυτή την αίσθηση σου δίνει.
«Μακάρι να είχε παιχτεί στ’ αλήθεια ένας τέτοιος αγώνας. Μακάρι ο Μάικλ να έβλεπε ιδίοις όμμασι τον λόγο για τον οποίο ένα ολόκληρο έθνος ερωτεύτηκε παράφορα τον Νικ. Μακάρι να ήταν αλήθεια. Μακάρι…», ψελλίζεις και σηκώνεσαι.
Πριν προλάβεις να κάνεις δυο βήματα, σταματάς.
Ο ήχος. Ταπ- ταπ- ταπ.
Επέστρεψε. Είναι και πάλι εδώ.
Κάποιος- κάτι– σου ψιθυρίζει στ’ αυτί. Μοιάζει να έχει φωνή καλόκαρδου Αγίου.
Σε ρωτάει: «Παιδί μου, ποιος είπε ότι τα όνειρα δε γίνονται πραγματικότητα;»
Αφήνει μπροστά σου μια οθόνη και σου λέει να πατήσεις το play.
Το πατάς και…
Διάολε.
Διάολε.