Το μπρελόκ, που μου έφερε δώρο, «χτυπάει» στα κλειδιά, ενώ περπατάω, αλλά για μένα είναι ο πιο όμορφος ήχος του κόσμου.
Λευκές και πολύχρωμες χάντρες περασμένες σε ελαστικό σχοινάκι, έγραφαν «Χρόνια πολλά, μαμά». Το θυμάμαι σαν και τώρα…Το πρώτο μου δώρο στη Γιορτή της Μητέρας. Θυμάμαι την 7χρονη δημιουργό του, που μου το παρουσίασε με τόση υπερηφάνεια κρατώντας το στα μικρά της χεράκια.
Ήρθα στη ζωή των κοριτσιών, όταν ήταν 3, 5 και 9 χρονών. Ο πατέρας τους, ήδη δύο φορές χωρισμένος, με έβγαλε εντελώς και απότομα από τη ρουτίνα και την καθημερινότητά μου παίρνοντάς με μακριά από το μέρος που είχα μεγαλώσει και ζούσα, για να ξεκινήσω μια νέα ζωή μαζί του και με τα κορίτσια του. Μου φαινόταν βουνό τότε. Ένιωθα τελείως αποκομμένη και αγχωμένη. Από την άλλη είχα και την περιέργεια να γνωρίσω από κοντά αυτή τη νέα κατάσταση. Μεγαλωμένη ως μοναχοπαίδι και μόνη εδώ και πολύ καιρό, ήταν τουλάχιστον μετάβαση αυτό, που μου συνέβαινε.
Σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, ωστόσο, όλα μπήκαν σε τάξη. Ήμουν τώρα η «άλλη τους μαμά». Χωρίς να το καταλάβω, το μυαλό μου γύρναγε συνεχώς στο πώς θα κάνω καλύτερη τη ζωή τους. Τους έφτιαχνα γλυκάκια, ωραία φαγητά, τα πήγαινα, όπου ήθελαν, τα περίμενα στην πόρτα μέχρι να γυρίσουν από το σχολείο και γενικά φρόντιζα το σπίτι μας να «μυρίζει» αγάπη. Τα διάβαζα κάθε μέρα για το σχολείο, τους φρόντιζα τις πληγές, όταν έπεφταν και χτυπούσαν και τους έφτιαχνα τα μαλλιά και το μακιγιάζ, όταν είχαν κάποια σχολική παράσταση. Τα ρωτούσα καθημερινά, τί φαγητό ήθελαν να τους φτιάξω για την άλλη μέρα ή έκανα τον καραγκιόζη μόνο, για να τα βλέπω να γελάνε. Δεν ήθελα τίποτε άλλο. Μόνο το γέλιο τους.
Μεγαλώνοντας κάναμε όλες τις κοριτσίστικες συζητήσεις μαζί: τί είναι η περίοδος, πώς γίνονται τα μωρά, από πού έρχονται και άλλα πολλά. Απαντούσα σε όλες τους τις ερωτήσεις. Ανυπομονούσα να με πάρουν αγκαλιά γυρνώντας από το σχολείο. Ήξερα τα πάντα για εκείνα, ποιο φαγητό τους αρέσει, ποια ρούχα προτιμούν, ποια παπούτσια, ποια χρώματα. Ετοίμαζα τα πάρτι τους, τους έστρωνα τα κρεβάτια, τα έπαιρνα από το σχολείο, όταν δεν αισθάνονταν καλά και τα έβαζα στο κρεβάτι τους κάθε βράδυ για ύπνο, φιλώντας τα και καληνυχτίζοντάς τα.
Κάναμε μαζί και οι πέντε μας εκδρομές. Τι ωραίες αναμνήσεις! Πόσο ωραία περνούσαμε! Θυμάμαι τα λόγια τους: «Αν ήσουν μαμά μας, θα ήσουν η καλύτερη απ’ όλες. Θα σε αγαπάμε πάντα και για πάντα». Τα ενθάρρυνα να είναι ευγενικά, προσεκτικά και ανεξάρτητα και τους έδειχνα την αγάπη μου σε κάθε ευκαιρία.
Δεν τα γέννησα. Δεν ήταν κανονικά παιδιά μου, αίμα μου. Δεν ήμουν καν νόμιμη κηδεμόνας τους ή συγγενής τους. Αλλά για πεντέμισι χρόνια, ήμουν μαμά για εκείνα. Και βαθιά μέσα στην καρδιά μου, ήξερα, ότι πάντα θα έβαζα τις ανάγκες, την ασφάλεια και την ευτυχία τους πάνω απ’ τη δική μου.
Την πρώτη φορά, που έμαθα, ότι ο πατέρας τους με απάτησε, ο κόσμος μου κατέρρευσε. Δεν μπορούσα να σκεφτώ καν, ότι ίσως χρειααζόταν να αφήσω την οικογένεια και το σπίτι, που αγαπούσα τόσο και δούλεψα τόσο σκληρά, για να κρατήσω όρθιο. Ορκίστηκε, ότι ήταν ένα τεράστιο λάθος και ότι ήθελε να μείνω. Έτσι κι έκανα. Όχι τόσο για εκείνον, όσο για τα παιδιά.
Το επόμενο διάστημα το προσπαθήσαμε πολύ και όλα έδειχναν να πηγαίνουν καλά. Μέχρι, που κατάλαβα, ότι έκανα λάθος. Μια άλλη γυναίκα μπήκε στη ζωή του και αυτή τη φορά ήξερα, ότι δεν μπορούσα να μείνω άλλο στο πλευρό του. Δεν είχα άλλη επιλογή παρά να αφήσω πίσω τη ζωή, το σπίτι και την οικογένεια, που νόμιζα ότι ήταν για πάντα δικά μου.
Μια από τις χειρότερες νύχτες της ζωής μου ήταν όταν έπρεπε να τα βάλω για ύπνο και να τα αγκαλιάσω για τελευταία φορά. Ευχόμουν ο χρόνος να σταματούσε εκεί, να μη χρειαζόταν να φύγω. Ήξερα, ότι δεν μπορούσαν να καταλάβουν, τί συνέβαινε, ούτε ήξεραν τον πραγματικό λόγο. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα δάκρυα στα μάτια τους και την αγωνία τους, αλλά και την απογοήτευσή μου, που δεν κατάφερα να τα κρατήσω κοντά μου. Αλλά, δεν ήταν δικά μου, ούτε μπορούσα να κάνω κάτι.
Μήνες αργότερα, βρίσκομαι αρκετά μακριά προσπαθώντας να ξεκινήσω και πάλι τη ζωή μου. Υποσχέθηκα στα κορίτσια, ότι πάντα θα είμαι κοντά τους για ό, τι χρειαστούν και μπορούσαν, όποτε ήθελαν να με πάρουν τηλέφωνο. Αλλά οι κλήσεις τους με τον καιρό γίνονται όλο και πιο αραιές. Ήξερα, ότι μπορεί να συμβεί και ίσως είναι καλύτερο να με ξεχάσουν με το πέρασμα του χρόνου.
Εγώ, όμως, δεν πρόκειται να ξεχάσω. Ποτέ. Πώς γίνεται να ξεπεράσεις την απώλεια των παιδιών σου; Θα αισθάνομαι πάντα έναν κόμπο στο λαιμό, όταν βλέπω άλλα παιδιά να παίζουν ή να πηγαίνουν σχολείο. Πώς ξεχνιούνται τα συναισθήματα και οι συνήθειες ενός γονέα; Δεν υπάρχει διακόπτης. Δεν είναι κάτι, που απλά σταματά και φεύγει. Ένα μέρος μου, που ήταν τόσο περήφανο και ευγνώμων, απλά δεν υπάρχει πια. Και όμως, το αισθάνομαι ακόμα.
Πιάνω τον εαυτό μου να κοιτάζει παιχνίδια, βιβλία ή ρούχα και μπαίνω στη λογική να μπω στο μαγαζί να τα αγοράσω για τα παιδιά. Κλαίω, όταν σκέφτομαι: «Σε λίγο σχολάνε, να μαγειρέψω» ή «Τί ώρα έχουν αγγλικά σήμερα να προλάβω να τα πάω, πριν φτιάξω κέικ». Φτιάχνω στο μυαλό μου ιστοριούλες, για να τους τις διηγηθώ, πριν πέσουν για ύπνο, αλλά μετά θυμάμαι…Θυμάμαι, ότι λείπουν.
Για εκείνον δεν με νοιάζει καθόλου. Μία, που έφυγα, μία, που τον έβγαλα για πάντα απ’ το μυαλό μου. Με ρωτάνε νέοι φίλοι, αν έχω παιδιά. Δεν ξέρω, τί να τους πω. Απλά κουνάω το κεφάλι. Αλλά η καρδιά μου ξέρει. Ξέρει, πώς είναι να έχεις παιδιά. Ξέρει, πόσο τρομερό είναι και πόση χαρά πήρε από αυτό το δώρο. Ξέρει, τί σημαίνει να είσαι γονέας, να αγαπάς και να θαυμάζεις αυτές τις αθώες, μικρές ψυχές.
Μια φορά κι έναν καιρό, ήμουν μαμά…