Δίκη Τοπαλούδη – «Καταπέλτης» η εισαγγελέας: Ένοχοι χωρίς ελαφρυντικά οι δύο δολοφόνοι της Ελένης
Την ενοχή των δυο κατηγορουμένων για τον ομαδικό βιασμό και τη δολοφονία της Ελένης Τοπαλούδη τον Νοέμβριο του 2018 στη Ρόδο, χωρίς την αναγνώριση ελαφρυντικών, πρότεινε σήμερα η εισαγγελέας της έδρας του Μικτού Ορκωτού Εφετείου της Αθήνας. Η εισαγγελέας, ζήτησε, οι δυο κατηγορούμενοι να κηρυχθούν ένοχοι όπως πρωτόδικα και αν η πρότασή της γίνει δεκτή από το δικαστήριο, τότε δεν πρόκειται να «σπάσουν» τα ισόβια που τους έχουν επιβληθεί. Επιπλέον, πρωτόδικα στους δυο κατηγορούμενους- τον 26χρονο με καταγωγή από τη Ρόδο και τον 24χρονο συγκατηγορούμενό του αλβανικής καταγωγής – εκτός από ισόβια για τη δολοφονία της Ελένης Τοπαλούδη τους έχει επιβληθεί και κάθειρξη 15 ετών στον καθένα για τον ομαδικό βιασμό της.
Παρόντες στο δικαστήριο ήταν σήμερα οι γονείς της αδικοχαμένης φοιτήτριας με την μητέρα της να ξεσπά βλέποντας τους δυο κατηγορούμενους να οδηγούνται στο εδώλιο. «Σε τρεις μέρες έφαγες το παιδί μου ρε βρωμιάρη. Ήρθατε από την Αλβανία να σπείρετε τον πόνο» είπε η μητέρα της Ελένης Τοπαλούδη απευθυνόμενη στον κατηγορούμενο αλβανικής καταγωγής μόλις τον είδε να μπαίνει πρώτος στο δικαστήριο. Αμέσως οδηγήθηκε εκτός αίθουσας για να ηρεμήσει.
Η εισαγγελέας αναφέρθηκε αναλυτικά στα όσα προηγήθηκαν του εγκλήματος, επικαλούμενη τα στοιχεία της δικογραφίας: «Οι κατηγορούμενοι έπεισαν την Ελένη να τους ακολουθήσει στο εξοχικό σπίτι του πρώτου για ένα ποτάκι» είπε η εισαγγελική λειτουργός για να αναφερθεί ακολούθως στο μήνυμα που έστειλε η φοιτήτρια σε φίλη της και στο οποίο της έγραφε «Πάρε με τηλέφωνο». Κατά την εισαγγελέα το μήνυμα αυτό έδειχνε ότι η κοπέλα δεν περνούσε καλά με τους δυο κατηγορούμενους, «ήταν ένα μήνυμα ανησυχίας, ότι κάτι δεν πάει καλά», είπε.
Σύμφωνα με την εισαγγελική αγόρευση, οι δυο κατηγορούμενοι από κοινού «έκαμψαν την αντίσταση της Ελένης και με την άσκηση σωματικής βίας προχώρησαν μαζί της σε συνουσία». Η εισαγγελέας είπε στην αγόρευσή της στο δικαστήριο: «Η κοπέλα αντιστάθηκε και τόλμησε να τους πει ότι θα τους καταγγείλει στην αστυνομία. Έτσι αποφάσισαν να την εξοντώσουν. Με το σίδερο της κατάφεραν αλλεπάλληλα πλήγματα στο κεφάλι. Διαπιστώθηκαν ίχνη αίματος παντού. Ακολούθως οι κατηγορούμενοι αντιλαμβανόμενοι την κατάσταση μετέφεραν την κοπέλα στο μπάνιο. Εκείνη αιμορροούσε ακατάσχετα και όταν είδαν πόσο κρίσιμη ήταν η κατάσταση την μετέφεραν στο αυτοκίνητο και την έβαλαν στη θέση του συνοδηγού. Το έκαναν και οι δυο μαζί και την οδήγησαν με το αυτοκίνητο στην παραλία της «Φώκιας». Από εκεί ψηλά από ένα βράχο την έριξαν στη θάλασσα για να την παρασύρουν τα ρεύματα και να μην συλληφθούν. (…) Κατόπιν γύρισαν στο σπίτι και το καθάρισαν από αίματα. Καθάρισαν και το αυτοκίνητο, μάζεψαν όλα τα αντικείμενα και αυτά της κοπέλας και σε 45 λεπτά ξαναγύρισαν πάλι στο ίδιο σημείο και τα έριξαν στη θάλασσα. Για κακή τους όμως τύχη κάποια από αυτά κατέληξαν και έμειναν στα βράχια. (…). Μετά γύρισαν στο σπίτι του ο καθένας και έπεσαν για ύπνο συνεχίζοντας ατάραχοι τη ζωή τους. Μέχρι που η σορός της κοπέλας εντοπίστηκε να πλέει στο νερό. Ο θάνατος της Ελένης ήταν εν ζωή. Πέθανε από πνιγμό. …».
«Δεν υπήρξε συναίνεση»
Η εισαγγελέας ανέφερε ότι θα πρέπει να απορριφθεί ο ισχυρισμός των κατηγορουμένων ότι υπήρξε συναίνεση της κοπέλας για σeξουαλική συνέρευσή της μαζί τους. Η εισαγγελέας, επικαλούμενη τα στοιχεία που προέκυψαν, ανέφερε πως «η θανούσα δεν είχε συναινέσει», κάτι το οποίο προκύπτει, πλέον άλλων στοιχείων και από το γεγονός ότι τα ρούχα της βρέθηκαν σκισμένα, στοιχείο που αποδεικνύει ότι «ασκήθηκε βία».
Όπως ανέφερε η εισαγγελέας, αν η Ελένη Τοπαλούδη είχε συναινέσει σε όλα αυτό το σκηνικό θα ήταν ακόμη ζωντανή. «Θα είχαν τελειώσει όλα ήρεμα και ωραία. Οι κατηγορούμενοι ήταν προετοιμασμένοι για όλο αυτό εκείνο το βράδυ δεν ήταν άλλωστε η πρώτη φορά που έκαναν κάτι τέτοιο. Είχαν προετοιμαστεί όλο το απόγευμα για αυτό και μόλις είδαν ότι η Ελένη αντέδρασε άσκησαν βία. …Η στάση τους μετά τη τέλεση τογ εγκλήματος μαρτυρά σχεδιασμό, εκτέλεση από κοινού και δόλο».
Τέλος, σύμφωνα με την εισαγγελέα στους δυο κατηγορούμενους δεν θα πρέπει να εφαρμοστεί το άρθρο 36 ή το 34 του Ποινικού Κώδικα περί ανικανότητας για καταλογισμό. «Δεν προέκυψε ότι δεν είχαν την ικανότητα οι κατηγορούμενοι να αντιληφθούν τον άδικο χαρακτήρα των πράξεων τους ή ότι αυτή η ικανότητά τους μειώθηκε», ανέφερε η εισαγγελέας στο τέλος της αγόρευσης της.