Και μετά «πήγα στο σπίτι για να κοιμηθώ και να ηρεμήσω», αναφέρει κυνικά – «Ξέρω ότι μια συγγνώμη δεν θα φέρει πίσω την κοπέλα ούτε θα καλυτερεύσει την κατάσταση, αλλά θέλω να την πω» – Περιγράφει με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες το έγκλημα
Σοκ προκαλούν τα όσα αναφέρει στην προανακριτική του κατάθεση ο 58χρονος καθ ομολογία δολοφόνος της 32χρονης εφοριακού Δώρας Ζέμπερη. Ο 58χρονος που κατακρεούργησε την άτυχη κοπέλα με 14 μαχαιριές μέσα στο Β’ Νεκροταφείο στις 16 Οκτωβρίου περιγράφει με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες πως επιτέθηκε στην 32χρονη εφοριακό για να της αρπάξει την τσάντα της και το κινητό της τηλέφωνο που αργότερα πούλησε στο κέντρο της Αθήνας για 20 ευρώ.
Διαβάστε τι αναφέρει στην προανακριτική του κατάθεση ο 58χρχρονος, ο οποίος σήμερα οδηγήθηκε στα δικαστήρια για να απολογηθεί, αλλά ζήτησε και έλαβε προθεσμία για την Παρασκευή. Αναφέρει στην κατάθεσή του:
«Δεν μπορώ ακόμη να χωνέψω πως έγινε το κακό. Κατέστρεψα μια οικογένεια και αισθάνομαι πολύ άσχημα γι’ αυτό. Ξέρω ότι μια συγγνώμη δεν θα φέρει πίσω την κοπέλα ούτε θα καλυτερεύσει την κατάσταση αλλά θέλω να την πω. Έχω δύο παιδιά, ένα αγόρι που έχω υιοθετήσει κι ένα κορίτσι που είναι 12 χρονών. Η πρώην γυναίκα μου μένει στην Κόρινθο με χώρισε το 2007 γιατί κατάλαβε ότι έπαιρνα την κάτω βόλτα. Έχω μπει δυο φορές φυλακή. Δεν έχω πιάσει δουλειά από τότε που βγήκα και τα βγάζω πέρα με κλοπές.
Οι πληγές που έχω στα χέρια μου είναι από σπασίματα τζαμιών αυτοκινήτων, για κάτι τέτοιο πήγαινα στο Β’ Νεκροταφείο Αθηνών. Όμως τα πράγματα εκεί στράβωσαν. Εκεί πήγαινα και παλιότερα και έπαιρνα κάτι ασημένια κηροπήγια και καντήλια που έβρισκα εκεί. Κάτι τέτοιο ήθελα να κάνω κι εκείνο το απόγευμα αλλά η κακιά η ώρα το έφερε και μαζί μου κουβαλούσα ένα μαχαίρι, στιλέτο ήταν. Είδα μια νεαρή κοπέλα να κλαίει μπροστά σε έναν τάφο…Την έβλεπα πρώτη φορά στη ζωή μου. Κοίταξα γύρω μου και δεν είδα κανέναν, μόνο κάτι γριές κι αυτές αρκετά μέτρα μακριά. Τότε σκέφτηκα να πάω να πάρω την τσάντα της κοπέλας, γιατί πίστευα ότι σίγουρα θα έχει κάποια λεφτά μέσα.
Της έβγαλα το μαχαίρι, άρχισε να με τραβάει και να χτυπιόμαστε. Χωρίς να καταλάβω πως κι ενώ παλεύαμε τη χτύπησα με το μαχαίρι, δεν θυμάμαι ακριβώς πόσες φόρες, μετά η κοπέλα που ήταν ματωμένη άρχισε να τρέχει ματωμένη προς το κέντρο του νεκροταφείου φωνάζοντας βοήθεια. Εγώ γύρισα προς τα πίσω από όπου είχα μπει κρατώντας την τσάντα της κοπέλας στα χέρια μου. Είχα σαστίσει εκείνη τη στιγμή δεν ήξερα τι έκανα. Είχα θολώσει, κοίταξα τα χέρια μου και είδα ότι ήταν γεμάτα αίματα. Το αίμα ήταν της κοπέλας γιατί εγώ δεν είχα χτυπήσει. Έβγαλα μια χαρτοπετσέτα και σκούπισα τα αίματα.
Η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά. Κοίταξα μέσα στην τσάντα είχε iPhone 5 με τα ακουστικά του ένα πορτοφόλι με κάρτες και 5 ευρώ. Τα είχα χαμένα εκείνη την ώρα. Πούλησα το κινητό σε μαγαζί Πακιστανών μαζί με τα ακουστικά για 20 ευρώ. Ήμουν αγχωμένος και ιδρωμένος. Ήθελα να το πουλήσω όσο πιο γρήγορα γίνεται για να εξαφανιστώ από εκεί. Μετά ψώνισα πρέζα από τη Βάθης και πήγα σπίτι και κοιμήθηκα για να ηρεμήσω. Όταν έγινε το κακό δεν είχα πιει πρέζα αλλά είχα στερητικά. Όλο αυτόν τον καιρό από τότε που έκανα το κακό μέχρι σήμερα έβλεπα τις ειδήσεις που έλεγαν για την κοπέλα και σκεφτόμουν τις συμφορές που προκάλεσα. Περίμενα να με βρείτε και να σας πω τι έγινε. Με το που σας τα είπα έφυγε ένα βάρος από μέσα μου, που το κουβαλούσα και δεν είχα πει τίποτα σε κανέναν για το κακό που είχα κάνει. Έβαλα φωτιά στη τσάντα και στα πράγματα της κοπέλας».