H φθορά της Ν.Δ. γίνεται πλέον όλο και πιο εμφανής, καθώς αυξάνεται με εντυπωσιακούς ρυθμούς η δυσαρέσκεια των πολιτών από την αποτυχημένη διαχείριση των μεγάλων προβλημάτων, όπως είναι η ακρίβεια, η οικονομική ανέχεια και η πανδημία.
Το πρώτο μέρος της δημοσκόπησης της RealPolls που δημοσίευσε η «δημοκρατία» είναι αποκαλυπτικό, με το 86% των πολιτών να βράζει για την ακρίβεια και το 73,7% να θεωρεί μη ικανοποιητικές τις επιδοτήσεις ρεύματος. Η εικόνα αυτή αποτυπώνεται και στην εκτίμηση της εκλογικής επιρροής, με φανερή την τάση μείωσης της διαφοράς μεταξύ Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ (6,8% ως προς την πρόθεση ψήφου, 30,3% η Ν.Δ., 23,5% ο ΣΥΡΙΖΑ), στο χαμηλότερο επίπεδο από τις εκλογές του 2019.
Αυτή η μεταβολή προέρχεται κυρίως από «επαναπατρισμό» πρώην ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ και αντίστοιχη αύξηση της συσπείρωσής του. Ας σημειωθεί, πάντως, ότι επιβεβαιώνεται πως το άθροισμα ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ υπερβαίνει, πλέον, το ποσοστό της Ν.Δ. Το ΚΙΝ.ΑΛ., όμως, κινείται αρκετά πιο χαμηλά, στο 11,1%.
Ωστόσο η Ν.Δ. παραμένει το κόμμα που συγκεντρώνει την προτίμηση για νίκη στις εκλογές (40% έναντι 30% του ΣΥΡΙΖΑ), αλλά με φανερά τα συνεχή σημάδια φθοράς (σ.σ.: πρόκειται για απάντηση στο ερώτημα: «Μεταξύ Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ ποιο από τα δύο κόμματα θα θέλατε περισσότερο να κερδίσει τις επόμενες βουλευτικές εκλογές;», και το οποίο δεν έχει σχέση με την πρόθεση ψήφου).
Αυτά τα σημάδια φθοράς αντανακλώνται και στη σχετική μείωση της υπεροχής του Κ. Μητσοτάκη ως προς την καταλληλότητα για πρωθυπουργός, διατηρώντας όμως ακόμα ένα σημαντικό, για την ώρα, προβάδισμα στο σύνολο των ψηφοφόρων (42% έναντι 27% του κ. Τσίπρα και 30% κανένας), σχεδόν αποκλειστικά όμως εντοπισμένο στους οπαδούς της Ν.Δ. και του ΚΙΝ.ΑΛ. (Αξίζει να σημειωθεί ότι, όπως προκύπτει κι από άλλα ευρήματα της έρευνας, οι ψηφοφόροι του ΚΙΝ.ΑΛ. ταυτίζονται στις απαντήσεις τους με τους ψηφοφόρους της Ν.Δ. σε ποσοστό πολύ μεγαλύτερο από τους ψηφοφόρους άλλων κομμάτων, αυξάνοντας έτσι και τα ποσοστά σε επιμέρους τομείς υπέρ της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού).
Επίσης, το υπαρκτό ακόμα αντι-ΣΥΡΙΖΑ ρεύμα φαίνεται πλέον όλο και περισσότερο να αντισταθμίζεται από ένα αντίστοιχα διογκούμενο αντι-Ν.Δ. ρεύμα, το οποίο καθιστά ακόμα και την εκλογική βάση του ΚΙΝ.ΑΛ. επιφυλακτική σε ένα ενδεχόμενο μελλοντικής συνεργασίας με το κυβερνών κόμμα. Το αντι-Ν.Δ. ρεύμα προκύπτει από το ερώτημα της έρευνας: «Μεταξύ Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ ποιο από τα δύο κόμματα θα σας ενοχλούσε περισσότερο να κερδίσει στις επόμενες εκλογές;», με τα ποσοστά να είναι σχεδόν ισοδύναμα, 39% να απαντά η Ν.Δ. και 41% ο ΣΥΡΙΖΑ.
Κερδίζουν έδαφος οι τεχνοκρατικές κυβερνητικές λύσεις
Στο μεταξύ, ενώ η διακυβέρνηση υπό τη Ν.Δ. εξακολουθεί να αποτελεί συγκριτικά το προτιμότερο σενάριο και μάλιστα με αυτοδυναμία, οι οπαδοί της, όπως και εκείνοι του ΚΙΝ.ΑΛ., εμφανίζονται συγκριτικά δεκτικότεροι (σε ποσοστό περίπου 50%) απέναντι σε πιο τεχνοκρατικές κυβερνητικές λύσεις. όπως κυβέρνηση τεχνοκρατών ή διακομματική (παλιότερα Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ είχαν συνεργαστεί στην κυβέρνηση Παπαδήμου, και Σαμαρά μετά). Το εύρημα αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς το σενάριο κυβέρνησης τεχνοκρατών διακινείται έντονα από πηγές των Βρυξελλών το τελευταίο διάστημα.
Στη σύγκριση Κ. Μητσοτάκη και Αλ. Τσίπρα σε επιμέρους τομείς, ο κ. Μητσοτάκης θεωρείται καταλληλότερος στην αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών (σ.σ.: παρά τη διάλυση του κρατικού μηχανισμού, με ευθύνη της κυβέρνησης, στις πρόσφατες φυσικές καταστροφές -πλημμύρες, πυρκαγιές, χιονοπτώσεις-, ενώ ο εφιάλτης στο Μάτι το 2018 κυνηγάει πάντα τον κ. Τσίπρα), στην εθνική οικονομία, στο Προσφυγικό και στα Ελληνοτουρκικά. Ο κ. Τσίπρας θεωρείται καταλληλότερος στα εργασιακά, στην οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών/ακρίβεια, στην αντιμετώπιση της διαφθοράς. Για το σύστημα υγείας, κοινωνικής πρόνοιας, τα ποσοστά είναι σχεδόν μοιρασμένα, με 33% του πρωθυπουργού έναντι 31% του κ. Τσίπρα.
Οι πρόωρες εκλογές που ζητάει ο κ. Τσίπρας και φαίνεται να συζητάει το τελευταίο διάστημα ο πρωθυπουργός, παρά τις δημόσιες διαψεύσεις του, απορρίπτονται από την πλειοψηφία (52%) των ερωτηθέντων, ενώ στην παράσταση νίκης η Ν.Δ. υπερέχει συντριπτικά, ένδειξη, και αυτό το εύρημα, της αδυναμίας του ΣΥΡΙΖΑ να πείσει ότι μπορεί να αποτελέσει κυβερνητική λύση.