Είχαμε 15 χρόνια διαφορά. Τον γνώρισα όταν ήμουν κατασκήνωση και εργαζόμουν μέσα σαν ομαδάρχισσα. 25 εγώ 40 εκείνος.
Τον ερωτεύτηκα τρελλά. Οι γονείς μου δεν τον ήθελαν αλλά εγώ σήκωσα επανάσταση, κλεφτήκαμε και αναγκάστηκαν να το δεχτούν. Μετά βέβαια που γνώρισαν πόσο σπάνιος άνθρωπος ήταν, άλλαξαν γνώμη και ήταν συνέχεια “Ο Κώστας μας” και “Ο Κώστας μας”.
Ο έρωτας τα έφερε όλα πολύ γρήγορα. Ζούσα 4 χρόνια το όνειρο, τα 3 παντρεμένοι, τα 2 γονείς.
Μπήκαμε αμέσως στα δυσκολα αλλά αυτό μας δυνάμωσε. Ημασταν καθε μερα σαν την πρωτη μερα της σχεσης.
Μεχρι που ενα πρωι σηκωθηκε και μου ειπε δεν αισθάνομαι καλά τα γονατα μου ποναω. Τον τελευταίο καιρό, παραπονιόταν ότι ένιωθε αφόρητη κούραση αλλά το απέδωσα στη δουλειά. Πήγαμε στα επείγοντα, κάναμε αιματολογικές. Λευχαιμία καλπάζουσας μορφής είπαν, έχασα τον κόσμο.
Ξεκινήσαμε χημειοθεραπειες στον Αγ. Σαββα και ύστερα από κάποιες μέρες νοσηλείας, πήγαμε σπίτι μας. Οι γιατροί δεν του έδιναν πάνω από 3 μήνες ζωής αλλά εκείνος ζούσε ήδη 6.
“Να δεις θα τους διαψεύσουμε” έλεγα σε φίλους και γνωστούς. Εκείνος δεν το ήξερε δεν του είχαμε πει τίποτα αλλά το γνώριζε. Φαινόταν ότι το ένιωθε.
Κι εκει που πηγαινε μια χαρα κι ελεγα θα το ξεπερασουμε λιγο εμεινε, μια μερα μου ειπε δεν μπορουσε να αναπνευσει. Ξανα πισω στον Αγ. Σαββα.
Οι γιατροι ειπαν να μιλησω στα παιδιά πως ο μπαμπάς δεν θα ξαναρθει, δεν το έκανα γιατί δεν τους πίστεψα.Έβαλα μια αποκλειστική και πήγαινε τα πρωινά που δούλευα και τα βράδια που έφευγα από το νοσοκομείο.
Ένα βράδυ, 15 μέρες από τη μέρα που ξαναμπήκαμε μέσα δεν θα ξεχάσω εκείνο το παράξενο “σημάδι”: Φεύγοντας από το δωμάτιο του νοσοκομείου κι αφού πρώτα τον είχα φιλήσει, εκεί στην πόρτα, με φώναξε και γυρισα το κεφάλι. “Δεν σε χαιρετησα!” μου είπε και μου κούνησε το χέρι απο μακριά. Δεν το ειχε ξανακάνει.
Γύρισα σπίτι, η μάνα μου φυλούσε τα παιδιά αλλά η σκέψη αυτού του παράξενου χαιρετισμού δεν εφευγε απο το μυαλο μου.
Εβαλα τα παιδια για υπνο και μιλησα με την αποκλειστικη που είχε έρθει μετά από μένα. “Ειναι καλα κοιμαται” μου ειπε.
Επεσα κι εγω για υπνο. Και τον ειδα.
Φορουσε ενα λευκο ρούχο, σαν χιτώνας ήταν. Ειχαν φυτρωσει ξανα μαλλια στο κεφαλι του. Έμοιαζε τοσο ήρεμος, τόσο νεος πιο νεος κι απ’ οταν τον γνωρισα. Ηρθε κι εκατσε διπλα μου στο κρεβατι κι ολη την ωρα τον ακολουθουσε ένα φως. “Εγώ τώρα φεύγω. Να προσέχεις τα παιδιά. Σ αγαπώ!” μου είπε και σχεδον πετάχτηκα ακούγοντας τη φωνη του στ’ αυτι μου.
Πηρα την αποκλειστικη. “Ειναι καλα κοιμαται” μου ειπε πάλι. Εγω ομως τρωγομουν. Πρωι πρωι πήρα ταξι και πηγα. Στον δρομο μου το ειπαν. Είχε φύγει…δεν προλαβα να τον χαιρετήσω ζωντανό για τελευταία φορά. Με είχε αποχαιρετήσει εκείνος το προηγούμενο βράδυ.
Έχουν περάσει 15 χρόνια. Οι κόρες μου μεγάλωσαν και θυμούνται τον πατέρα τους με αγάπη. Κι εγώ δεν τον ξεπέρασα ποτέ. Δεν ξαναπαντρεύτηκα, όλο κι όλο δύο σχέσεις έκανα σε αυτά τα 15 χρόνια κι αυτές όχι κάτι σοβαρό. Κανείς δεν μπορεί να αγγίξει ούτε στο ελάχιστο, όσα ένιωσα και έζησα μαζί του.
Εκείνος καταδικάστηκε να ζει μακριά από την οικογένειά του και εγώ μακριά από την καρδιά μου.
Γι αυτό όταν διαβάζω ζευγάρια που πλακώνονται για τα παιδιά και τις διατροφές σκέφτομαι πόσο μα πόσο τυχεροί είναι που τα προβλήματά τους είναι αυτά.
Σοφία – singleparent.gr