Καταθέσεις, εμβάσματα, κινήσεις μέσω e-banking, ηλεκτρονικά πορτοφόλια ακόμη και τα voucher «ξεσκονίζει» η εφορία.
Από τις αρχές του Ιανουαρίου 2024 ενεργοποιείται το «Σύστημα Αυτοματοποιημένου Ελέγχου Προσαύξησης Περιουσίας» με βάση το οποίο θα ελέγχονται περιπτώσεις αδικαιολόγητης προσαύξησης περιουσίας που υποκρύπτουν τη διάπραξη αδικημάτων εκτεταμένης και μεγάλης φοροδιαφυγής.
Το νέο σύστημα θα δώσει τη δυνατότητα στις ελεγκτικές αρχές να λαμβάνουν με εξπρές διαδικασίες και να επεξεργάζονται στοιχεία και πληροφορίες από τα πιστωτικά ιδρύματα για το ύψος των καταθέσεων τους επενδυτικούς λογαριασμούς, τις πιστωτικές και προπληρωμένες κάρτες, τις τραπεζικές θυρίδες, τους λογαριασμούς αλλά και τα ηλεκτρονικά πορτοφόλια για τα ελεγχόμενα πρόσωπα.
Με τη λειτουργία του νέου συστήματος ουσιαστικά επιταχύνεται η διαδικασία του ελέγχου
Τα στοιχεία αυτά θα τα αντιπαραβάλλονται με τις φορολογικές δηλώσεις προκειμένου να διαπιστωθεί αν το ύψος της κινητής περιουσίας και οι δαπάνες διαβίωσης δικαιολογούνται από τα εισοδήματα που εμφανίζουν στην εφορία. Σε περίπτωση που δεν καλύπτονται θα θεωρείται αδικαιολόγητη προσαύξηση περιουσίας και το υπερβάλλον ποσό θα φορολογείται με συντελεστή 33%.
Τα στοιχεία που θα δίνουν οι τράπεζες
Τα στοιχεία που θα αποστέλλουν τραπεζικά και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα προσδιορίζονται αναλυτικά στην απόφαση και αφορούν:
Καταθέσεις πρώτης ζήτησης και προθεσμιακές
Χορηγήσεις
Επενδυτικούς λογαριασμούς με παντός είδους χαρτοφυλάκια επενδυτικών προϊόντων και αξιογράφων, όπως αμοιβαία κεφάλαια, ομόλογα, μετοχές, τραπεζοασφάλιστρα, παράγωγα, Repos κ.λπ.
Πιστωτικές κάρτες
Τραπεζικές θυρίδες
Λογαριασμούς Πληρωμών
Προπληρωμένες Κάρτες
Ηλεκτρονικά πορτοφόλια
Τα στοιχεία και οι πληροφορίες που διαβιβάζονται, δύναται να ανατρέχουν στην τελευταία δεκαετία από την ημερομηνία υποβολής κάθε αιτήματος παροχής πληροφοριών ενώ κάθε αίτημα πρέπει να απαντηθεί το αργότερο εντός δύο εργάσιμων ημερών.
Σημειώνεται ότι με τη λειτουργία του νέου συστήματος ουσιαστικά επιταχύνεται η διαδικασία του ελέγχου, προσδιορίζοντας τη φορολογητέα ύλη κατ’ έτος, για κάθε ελεγχόμενο ΑΦΜ, αφού με την υποβολή αιτήματος από την ΑΑΔΕ τα υπόχρεα πρόσωπα θα πρέπει να ενημερώσουν για κάθε στοιχείο και πληροφορία για φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα που συναλλάσσονται, ώστε να γίνεται άμεσα η άρση του τραπεζικού και επαγγελματικού απορρήτου, καθώς και του απορρήτου των στοιχείων έναντι των αρχών και υπηρεσιών του Δημοσίου.