Πληθαίνουν τα ελληνικά νοικοκυριά που… ακροβατούν σε τεντωμένο σχοινί, βλέποντας την οικονομική τους κατάσταση να χειροτερεύει.
Σύμφωνα με έρευνα του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ, Απρίλιος 2018), επτά στους δέκα καταναλωτές δηλώνουν ότι «μόλις τα βγάζουν πέρα», δηλαδή ποσοστό 70%, από 67% τον περασμένο Μάρτιο.
Ταυτόχρονα, διατηρείται σχεδόν σταθερό στο 10-11% το ποσοστό όσων αναφέρουν ότι αντλούν από τις αποταμιεύσεις τους, ενώ η πρόθεση των καταναλωτών για σημαντικές αγορές τους προσεχείς 12 μήνες (επίπλων, ηλεκτρικών συσκευών κ.λπ.) επιδεινώνεται τον Απρίλιο, με το σχετικό δείκτη να διαμορφώνεται στις -54 (από -51,7) μονάδες. Το 63% (από 60%) των καταναλωτών προβλέπει ότι θα προβεί σε λιγότερες ή πολύ λιγότερες δαπάνες, ενώ το 3% αναμένει το αντίθετο.
Στο μεταξύ, ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης κινείται τον Απρίλιο σε υψηλότερα επίπεδα σε σύγκριση με τον Μάρτιο, στις -48,8 (από -52,8) μονάδες. Παρ’ όλα αυτά, οι Ελληνες καταναλωτές παραμένουν μακράν, για ακόμη ένα μήνα, οι πλέον απαισιόδοξοι στην Ε.Ε. Ακολουθούν οι Βούλγαροι (-22,9 από -22,2), οι Ρουμάνοι (-23,2 από -24,5), οι Κροάτες (-11 από -12,3) και οι Βρετανοί (-8,3 από -7,9).
Λόγω τουρισμού
Σε γενικές γραμμές, ο δείκτης οικονομικού κλίματος επανέρχεται τον Απρίλιο σε ανοδική τροχιά, φτάνοντας τις 103,6 μονάδες από 99,8 τον Μάρτιο και 104,3 τον Φεβρουάριο.
Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, «η εξέλιξη αυτή είναι αποτέλεσμα της ανόδου των επιμέρους δεικτών σε όλους τους επιχειρηματικούς τομείς της οικονομίας, πλην των κατασκευών, αλλά και στην καταναλωτική εμπιστοσύνη». Σε κάποιο βαθμό, η βελτίωση του δείκτη τον Απρίλιο αποδίδεται σε εποχικούς παράγοντες και στην εκκίνηση της τουριστικής περιόδου, όπου διαφαίνεται ισχυρή άνοδος της ζήτησης από το εξωτερικό, με θετικές επενέργειες στην απασχόληση και την ευρύτερη οικονομική δραστηριότητα.
Επίσης, τονίζεται πως η αναμενόμενη ολοκλήρωση της τελευταίας αξιολόγησης και του προγράμματος, παρά τις σημαντικές αβεβαιότητες που παραμένουν, δημιουργεί την προσδοκία ότι η οικονομία θα κινηθεί ανοδικά σε σύγκριση με το πρόσφατο παρελθόν.
Σε κάθε περίπτωση, το Ιδρυμα υπογραμμίζει ότι «η εξέλιξη των προσδοκιών τους επόμενους μήνες θα εξαρτηθεί κατά κρίσιμο τρόπο από τις συνθήκες που θα διαμορφωθούν για την πορεία της ίδιας της οικονομίας εκτός του προγράμματος. Εάν, δηλαδή, θα μπορεί να δημιουργηθεί μια ισχυρή αναπτυξιακή δυναμική ή εάν η οικονομία θα κινηθεί αδύναμα μέσα σε κινδύνους».
Οι υψηλοί φόροι εγκλωβίζουν την οικονομία
Καμπανάκι κρούει ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ) για τη μεγάλη έκταση των ακραίων φορολογικών επιβαρύνσεων που κρατούν καθηλωμένη την ελληνική οργανωμένη και νομοταγή επιχειρηματικότητα, καθώς και την ελληνική παραγωγική εργασία, εμποδίζοντας τον αναγκαίο μετασχηματισμό της οικονομίας.
Τι προτείνει
Για την αναστροφή αυτού του κλίματος ο Σύνδεσμος προτείνει:
τη συνδυαστική και σταδιακή μείωση κατά 30% των φόρων στα επιχειρηματικά κέρδη και τα διανεμόμενα μερίσματα, περιλαμβανομένων των ασφαλιστικών εισφορών, καθώς, όπως προέκυψε από τη συζήτηση στο Επενδυτικό Συνέδριο, μείωση κατά 10% του επιχειρηματικού φορολογικού συντελεστή αυξάνει 1,3% το ΑΕΠ,
τον εξορθολογισμό του μίγματος των έμμεσων και ειδικών φόρων, τελών, εισφορών και επιβαρύνσεων σε -κρίσιμες για τον παραγωγικό μετασχηματισμό- δραστηριότητες, όπου αυτές ξεπερνούν τον μέσο όρο των αντίστοιχων επιβαρύνσεων σε άλλες χώρες της Ε.Ε.,
την εφαρμογή επενδυτικών φορολογικών κινήτρων για την προσέλκυση παραγωγικών επενδύσεων οι οποίες θα δημιουργήσουν νέες δουλειές και έσοδα για το Δημόσιο,
την επιθετική προώθηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών και της τιμολόγησης σε όλο το μήκος της εφοδιαστικής αλυσίδας στο πλαίσιο της προσπάθειας αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής και του λαθρεμπορίου,
λαμβάνοντας υπόψη τα δύσκολα δημοσιονομικά της χώρας, και εφόσον θεσμοθετηθούν τα παραπάνω, προτείνεται από τον ΣΕΒ να μένει -σε κάθε περίπτωση- προς φορολόγηση τουλάχιστον 30% από τα φορολογητέα κέρδη των επιχειρήσεων ετησίως.