Σφοδρές αντιδράσεις έχει προκαλέσει μεταξύ των κατοίκων των Χανίων η ποινή «χάδι» που επιβλήθηκε από το Μονομελές Πλημμελειοδικείο στους δυο Γερμανούς στρατιωτικούς της ΝΑΤΟϊκής δύναμης, οι οποίοι κατέβασαν και πέταξαν στα βράχια την ελληνική σημαία από τον ιστό της στον Σταυρό του Ακρωτηρίου Χανίων αντικαθιστώντας την με την γερμανική, μόλις λίγες ημέρες πριν συμπληρωθούν 78 χρόνια από τη Μάχη της Κρήτης.
Εντύπωση προκαλεί το γεγονός πως η εν λόγω κίνηση έγινε σε μια περίοδο που ο γερμανικός στρατός έχει κατακλυστεί από «πυρήνες ακροδεξιών», όπως αποκαλύπτουν οι Times, ενώ οι ομάδες Γερμανών νεοναζιστών στοχοποιούν πολιτικούς. Ωστόσο, μια τέτοια κίνηση και λίγες μέρες πριν από τη σημαντική επέτειο της Μάχης, μοιάζει να μην είναι τυχαία.
Με το μεταναστευτικό να έχει υποβαθμίσει την Ευρώπη και να συνεχίζει να απειλεί την ακεραιότητα των Εθνών, οι ακροδεξιοί εξτρεμιστές βρήκαν πρόσφορο έδαφος στην προπαγάνδα και τη δική τους ακραία ρητορική. Οι κινήσεις στις οποίες προβαίνουν έχουν ιδιαίτερη σημασία καθώς όλα γίνονται συμβολικά και αποτελούν ένδειξη των στόχων που έχουν για νέα κυριαρχία στην Ευρώπη, τόσο οικονομικοπολιτική, πράγμα το οποίο ισχύει εν μέρει, αλλά και στρατιωτική.
Η προκλητική ενέργεια των Γερμανών στρατιωτικών στην Κρήτη πρέπει να απασχολήσει τόσο τις ελληνικές Αρχές , όσο και τις ευρωπαϊκές, καθώς η απειλή της επαναφοράς του φασιστικού εξτρεμισμού μπορεί να απειλήσει τη Γηραιά Ήπειρο. Και σε συνδυασμό με τα ακραία στοιχεία μεταξύ των μουσουλμάνων που ήδη έχουν αιματοκυλίσει ευρωπαϊκές χώρες, το αποτέλεσμα θα είναι μια βιβλική καταστροφή και το απόλυτο χάος στα ταλαιπωρημένα κράτη.
Στην ιταμή ενέργεια δεν συμμετείχαν μόνο οι δύο 23χρονοι, ένας από τους οποίους πανικοβλήθηκε σε βαθμό που… μύριζε όταν συνελήφθη! Σύμφωνα με απόλυτα διασταυρωμένες πληροφορίες, μαζί τους ήταν και άλλοι τρεις, που διέφυγαν όταν αντιλήφθηκαν Έλληνες να ορμούν αγριεμένοι προς το μέρος τους! Γι’ αυτούς δεν έκανε την παραμικρή νύξη η ανώτατη αξιωματικός που τους συνόδευσε, ούτε ασκήθηκε δίωξη κατ’ αγνώστων, ούτε όμως ειπώθηκε κάτι στο δικαστήριο, άγνωστο γιατί…
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Ο καφές που έπινε μια παρέα ανδρών της Εθνοφυλακής κοντά στον Σταυρό στο Ακρωτήρι Χανίων το απόγευμα της Κυριακής, έγινε ξαφνικά… φαρμάκι όταν είδαν τη γερμανική σημαία να ανεμίζει αυθάδικα στην θέση της ελληνικής. Πρόκειται για άτομα που έχουν χάσει συγγενείς από τη ναζιστική θηριωδία κι έτσι το κρητικό αίμα άρχισε να βράζει μέσα τους και αμέσως έτρεξαν στον ιστό, για να δουν ποιοι κρύβονταν πίσω από την πρωτοφανή πρόκληση.
Φτάνοντας στον ιστό, είδαν τρεις άνδρες να κατρακυλούν κυριολεκτικά στα απόκρημνα βράχια προσπαθώντας να ξεφύγουν και, τελικά, το κατάφεραν. Όμως, οι άλλοι δυο δεν πρόλαβαν να τους ακολουθήσουν και ακινητοποιήθηκαν από τους Εθνοφύλακες, που μπήκαν στον πειρασμό να βάλουν μπροστά όσα γνώριζαν αποκτώντας… μαύρες ζώνες σε πολεμικές τέχνες, αλλά φάνηκαν ψύχραιμοι και δεν το έκαναν.
Ένας από τους Έλληνες μιλά γερμανικά, όμως προσποιήθηκε ότι δεν καταλάβαινε για να ακούσει τι έλεγαν μεταξύ τους οι δυο νεαροί Γερμανοί. Πράγματι, ο ένας είπε στον άλλο να ισχυριστούν ότι ήταν μεθυμένοι, καθώς δίπλα τους είχαν τέσσερα κουτάκια μπύρας. Όμως, μόνο δυο ήταν άδεια κι ατό δεν δικαιολογούσε μεθύσι, από τη στιγμή μάλιστα που η ομάδα αποτελούνταν από πέντε άτομα.
Όταν κλήθηκαν στο σημείο αστυνομικοί του Τ.Α.Ε. για να παραλάβουν τους δυο βέβηλους, αποκαλύφθηκε η ιδιότητά τους, ότι δηλαδή υπηρετούν ως αξιωματικοί του ΝΑΤΟ στην 115 Πτέρυγα Μάχης. Στο μεταξύ, βρέθηκε η ελληνική σημαία που την είχαν κυριολεκτικά κάνει κουβάρι και την είχαν θάψει -σαν σε τελετή, καθώς ήταν καλυμμένη τελείως με ογκώδεις πέτρες- πράγμα που κατέρριπτε τον ισχυρισμό των Γερμανών ότι «έβαλαν μια πέτρα πάνω της για να μην την πάρει ο αέρας»!
Το περίεργο είναι ότι μόλις κατέβηκαν για να τους βάλουν σε περιπολικό στην παραλία του Σταυρού, όπου το 1964 ο Άντονι Κουίν χόρεψε το περίφημο ελληνικό συρτάκι σε μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, έφτασε αμέσως η υψηλόβαθμη αξιωματικός του γερμανικού στρατού, λες και γνώριζε τι είχε συμβεί! Με την συνοδεία της οι δύο 23χρονοι οδηγήθηκαν στο τμήμα και εκείνη ζήτησε να αφεθούν ελεύθεροι.
Φυσικά, το αίτημά της απορρίφθηκε ασυζητητί, καθώς ήδη έξω από το τμήμα άρχισε να συγκεντρώνεται κόσμος με άγριες διαθέσεις, απειλώντας να λιντσάρει τους δυο νεαρούς αξιωματικούς αν αφήνονταν ελεύθεροι. Ακούστηκαν, μάλιστα, φωνές που απειλούσαν να… κάψουν το τμήμα αν οι δράστες της πρωτοφανούς προσβολής στο εθνικό σύμβολο δεν παραπέμπονταν στην δικαιοσύνη!
Μέσα σε ένα «καυτό» κλίμα, οι δύο Γερμανοί οδηγήθηκαν στα κρατητήρια όπου, για καλή τους τύχη, δεν υπήρχαν Έλληνες κρατούμενοι παρά μόνο Πακιστανοί. Ωστόσο, η εμπειρία του εγκλεισμού στο κελί, έκανε τον έναν από τους δυο να χάσει κάθε έλεγχο, με αποτέλεσμα να… λερώσει το παντελόνι του προκαλώντας αηδία αλλά και χλεύη από όσους βρέθηκαν μπροστά.
Σε βάρος των δυο Γερμανών σχηματίστηκε δικογραφία για προσβολή εθνικού συμβόλου και οδηγήθηκαν στον εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Χανίων, ο οποίος τους άσκησε δίωξη και τους παρέπεμψε να δικαστούν με την αυτόφωρη διαδικασία. Το πρωί της Δευτέρας, στο Αυτόφωρο Πλημμελειοδικείο Χανίων ισχυρίστηκαν ότι ύψωσαν την γερμανική σημαία επειδή ενθουσιάστηκαν από την… επιτυχία της πεζοπορίας τους στον αρχαιολογικό χώρο του Σταυρού και επειδή έτσι κάνουν οι ορειβάτες!
Όσο κι αν ισχυρίστηκαν ότι δεν είχαν πρόθεση να προσβάλουν την Ελλάδα ή να βεβηλώσουν το σύμβολο, δεν έπεισαν το δικαστήριο που τους καταδίκασε σε φυλάκιση δέκα μηνών με τριετή αναστολή, παρ’ όλο που το άρθρο 181 του Ποινικού Κώδικα για προσβολή συμβόλων του ελληνικού Κράτους προβλέπει ότι «Όποιος, για να εκδηλώσει μίσος ή περιφρόνηση, αφαιρεί, καταστρέφει, παραμορφώνει ή ρυπαίνει την επίσημη σημαία του Κράτους ή έμβλημα της κυριαρχίας του, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δυο ετών»!
Οι δύο 23χρονοι αφέθηκαν ελεύθεροι και επέστρεψαν συνοδευόμενοι από την ανώτερή τους στο στρατόπεδο, από το οποίο –σύμφωνα με πληροφορίες- τους απαγορεύτηκε η έξοδος ώσπου να αναχωρήσουν για την πατρίδα τους, πιθανότατα σήμερα, καθώς η παραμονή τους στην Κρήτη κρίθηκε επισφαλής. Μάλιστα, η Γερμανίδα αξιωματικός φέρεται να διαβεβαίωσε το δικαστήριο ότι η καταδίκη τους θα έχει συνέπειες, χωρίς να διευκρινίσει ποιες θα είναι αυτές.