Tη μουσική της την άκουσα για πρώτη φορά όταν ήμουν ακόμη πολύ μικρή. Άρεσε πολύ στο θείο μου, ο οποίος όταν αναζήτησα να βρω ποιά ήταν η ταινία που την προέβαλε, μου είπε:”Είναι πολύ σκληρή για να τη δεις από τώρα. Όταν μεγαλώσεις και αν…”
γράφει η Μανταλένα Μαρία Διαμαντή
Τότε δεν μπορούσα να καταλάβω τί εννοούσε μέχρι που πέρασαν τα χρόνια κι επιχείρησα να την παρακολουθήσω… Νομίζω πως ο χαρακτηρισμός “σκληρή” ήταν απλά ένα “χάδι” μπροστά στην πραγματικότητα. Μια εφιαλτική ιστορία, βίαιη, φρικτή που τις περισσότερες σκηνές δεν άντεξα να τις δω και φυσικά με κράτησε άυπνη (είχα τη φαεινή ιδέα να τη δω αργά το βράδυ)…
Ο λόγος για το πολυσυζητημένο ”Εξπρές του Μεσονυκτίου”…
Πρόκειται για την κλασική ταινία του 1978, βασισμένη στην αληθινή ιστορία ενός Αμερικανού φοιτητή, του Μπίλι Χέιζ, που συνελήφθη με χασίς στην Κωνσταντινούπολη και πέρασε πέντε χρόνια στη φυλακή μέχρι την εντυπωσιακή απόδρασή του στην Ελλάδα.
Νομίζω πως δεν υπάρχει άλλο έργο που να έχει παρουσιάσει με τόσο αρνητικό τρόπο έναν λαό. Δικαιολογημένα, λοιπόν, οι Τούρκοι απαγόρευαν την προβολή της στη χώρα τους για πολλά χρόνια. Το 1992 ήταν η πρώτη φορά που προβλήθηκε από ιδιωτικό σταθμό.
Πριν από την έναρξη των γυρισμάτων, ο σκηνοθέτης Άλαν Πάρκερ μοίρασε σε όλους ένα χαρτί που έγραφε “Πρόθεση μου είναι να κάνω μια βίαιη, χωρίς συμβιβασμούς, ωμή ταινία. Δεν πρόκειται να είναι μια συνηθισμένη ταινία με θέμα τη φυλακή, αλλά θα δημιουργήσουμε μια φυλακή που κανείς μέχρι τώρα δεν έχει ξαναδεί”.
Το “Εξπρές του Μεσονυχτίου” θεωρείται από τις καλύτερες ταινίες που γυρίστηκαν τη δεκαετία του ’70, με έξι υποψηφιότητες για Όσκαρ, ενώ κέρδισε το Όσκαρ διασκευασμένου σεναρίου και μουσικής.
Ας θυμηθούμε την ιστορία…
Το 1970 ο Αμερικανός φοιτητής Μπίλι Χέιζ συλλαμβάνεται από τις αρχές της Τουρκίας για λαθρεμπόριο χασίς. Ο 23χρονος είχε ξεκινήσει να εμπορεύεται μικρές ποσότητες μαριχουάνα από την άνοιξη του 1969. Αγόραζε δύο κιλά χασίς σε χαμηλές τιμές από την Τουρκία και τα πουλούσε στην Αμερική σε υψηλότερες τιμές. Εκείνο ήταν το τέταρτο ταξίδι του στην Κωνσταντινουπολη. Ενώ ετοιμαζόταν να φύγει από το αεροδρόμιο της Τουρκίας οι αρχές έκαναν σωματική έρευνα στους επιβάτες, λόγω της βομβιστικής επίθεσης που είχε πραγματοποιηθεί σε ένα αεροπλάνο το ίδιο έτος. Πάνω του βρίσκουν 2 κιλά χασίς και τον συλλαμβάνουν…
Ο νεαρός καταδικάζεται σε 4 χρόνια και δύο μήνες φυλάκισης , ενώ οδηγείται στις φυλακές Σαγκμαλιτσάρ, που θεωρούνταν υψίστης ασφαλείας.
“Ένιωσα ο ουρανός να πέφτει στο κεφάλι μου”, είχε πει χαρακτηριστικά…
Το πρώτο βράδυ του βράδυ ως φυλακισμένος, ο Χέιζ προσπάθησε να κλέψει μια κουβέρτα και ο φύλακας τον σέρνει στο πάτωμα, τον δέρνει κι αρχίζει να τον χτυπά τις πατούσες του. Έχοντας πάθει φρίκη, ξεκινά να οργανώνει το σχέδιο απόδρασης του.
Αρχικά λέει σε ένα φίλο του από τη Νέα Υόρκη, α του εξασφαλίσει πλαστά διαβατήρια και ταυτότητες, ώστε να μπορέσει να φύγει από τη χώρα. Εκείνος, προσπαθώντας του να βρει τα πλαστά έγγραφα δολοφονείται από άτομα του υποκόσμου.
Τότε ο Χέιζ, εγκαταλείπει τις προσπάθειες απόδρασης και παραμένει στη φυλακή για τα επόμενα τέσσερα χρόνια.
Η Αμερική ζητά πολλές φορές την έκδοση του από την Τουρκία, αλλά οι Τούρκοι αρνούνται.
Πενήντα τέσσερις ημέρες πριν την αποφυλάκισή του, το Ανώτατο Δικαστήριο της Άγκυρας επανεξετάζει την υπόθεση του, μετατρέποντας την ποινή του σε 30 χρόνια.
Δεν έχει άλλη επιλογή από την απόδραση… Αφού παραλαμβάνει κρυμμένα σε ένα βιβλίο 2.700 δολάρια από την οικογένεια του, δωροδοκεί τον γιατρό των φυλακών, ώστε να μεταφερθεί για λόγους υγείας στη φυλακή του Βοσπόρου.
Το νησί που βρίσκεται η φυλακή επικοινωνεί με την στεριά με τα φέρι μποτ, τα οποία μπορεί να κάνουν καθημερινά δρομολόγια, αλλά δεν αγκυροβολούν ποτέ στο νησί.
Τη νύχτα που ξεσπά καταιγίδα και ένα από τα πλοιάρια δεσμεύεται στο νησί, βρίσκει την ευκαρία να δραπετεύσει. Παίρνει τη βάρκα που είναι δεμένη στο φερι μποτ, φτάνει στη στεριά και κρύβεται τρεις ημέρες στην Τουρκία. Προκειμένου να μην τον αναγνωρίσουν, αλλάζει το χρώμα των μαλλιών του σε μαύρο και κατευθύνθηκε προς τα ελληνικά σύνορα. Κολυμπά στον Έβρο ποταμό, συλλαμβάνεται από Έλληνες στρατιώτες οι οποίοι τον μεταφέρουν στη Θεσσαλονίκη και τον ανακρίνουν.
Τρεις εβδομάδες αργότερα, οι ελληνικές αρχές τον απελαύνουν στη Φρανκφούρτη κι επιστρέφει στους γονείς του στην Αμερική. Ξεκινά τότε, να γράφει βιβλίο για “Το εξπρές του Μεσονυχτίου”-μια έκφραση που χρησιμοποιούσαν οι φυλακισμένοι για την απόδραση από τη φυλακή.
Δεν είναι λίγοι που κάνουν λόγο για ρατσιστικό φιλμ, ενώ άλλοι αναρωτιούνται αν ήταν αληθινή η απερίγραπτη βιαιότητα που παρουσιάστηκε στις αίθουσες, στιγματίζοντας ανεπανόρθωτα μια χώρα κι ένα λαό…
Η αντίδραση της Τουρκίας ήταν αναμενόμενη. Κάνοντας διαβήματα παντού, προσπάθησε να σταματήσει την προβολή της σε διάφορες χώρες. Λίγα χρόνια πριν, μάλιστα, είχε εμποδίσει και τα γυρίσματα, τα οποία επιτράπηκαν τελικά μόνο στη Μάλτα. Στις ΗΠΑ αλλά και σε άλλες χώρες έκαναν μέχρι και πορείες διαμαρτυρίας κατά της εν λόγω ταινίας. Τούρκοι διπλωμάτες και αξιωματούχοι εξηγούν πώς η ταινία έβλαψε δραματικά τη χώρα τους, πληγώνοντάς την εικόνα της στους ξένους… Η αλήθεια είναι ότι στο έργο δεν υπάρχει ούτε ένας Τούρκος καλός. Κι αυτό ακόμα και οι ίδιοι η συντελεστές της, το θεώρησαν – εκ των υστέρων – ως λάθος τους. Είναι δε, περίεργο, ότι οι χαρακτήρες στην ταινία δεν μιλούν καν τουρκικά- αλλά ένα κράμα τουρκικών, μαλτέζικων και άλλων γλωσσών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, οι Τούρκοι που την παρακολούθησαν να μην μπορούν να καταλάβουν τους διαλόγους…
Από “Το εξπρές του μεσονυκτίου” το αποτέλεσμα ήταν ένα: να γίνει η Τουρκία συνώνυμο των απάνθρωπων φυλακών, της βιαιότητας, των βασανιστηρίων… Όσο για τη σκέψη να συλληφθεί κάποιος στη γειτονική χώρα; Κάτι χειρότερο από εφιάλτης…