Μια τέτοια μέρα η Παναγιά κατέβη από τους ουρανούς για να γιορτάσει Ανάσταση μαζί με τους πιστούς. Κόσμος πολύς ήταν εκεί και ευφράνθη η ψυχή της που έβλεπε τόσους πιστούς που ετίμουν το παιδί της.
Ευωδιάζει η Εκκλησιά, λιβάνι, κερί, μέλι, ψάλλουν ιερείς, ψάλλουν πιστοί, ψάλλουν και οι αγγέλοι. Και φαίνονται να ‘ναι όλοι τους πολύ συγκινημένοι, οι περισσότεροι απο αυτούς είναι και δακρυσμένοι. Κι έτσι ο όρθρος προχωρεί και ακούγεται σαφώς ο ιερεύς που προσκαλεί: «Δεύτε λάβετε φώς!». Όλοι λαμπάδες άναψαν κι έγινε ένα πανόραμα κι χύθηκε παντού το φως ωσάν να βλέπεις όραμα.
Όλου του κλήρου άρχισε σε λίγο το ξεκίνημα να βγούν έξω από το ναό, να δώσουνε το μήνυμα. «Χριστός Ανέστη» ακούστηκε να ψάλλει ο Δεσπότης «Χριστός Ανέστη» σώθηκε όλη η Ανθρωπότης. Τότε η χαρά, η συγκίνηση φτάνει στο κατακόρυφο. Ηχούν καμπάνες γιορτινά, φιλιά, ευχές και θόρυβος. Κι αφού οι ιερείς έξι φορές είπαν «Χριστός Ανέστη» έγινε αυτό που η Παναγιά, είδε και εξανέστη.
Και το τροπάριο έλεγε: «Σκόρπισαν οι εχθροί Του κι αυτοί που δεν χαρήκανε για την Ανάστασή Του. Κι όπως χάνεται ο καπνός χαθήκαν απο εμπρός του, γιατί χαρά μόνο γι’ αυτούς ήταν ο θάνατός Του. Έτσι απολούνται οι αμαρτωλοί κ αυτοί που Τον μισούνε, οι δίκαιοι αγάλλονται μένουν να ευφρανθούνε».
Η απορία της Παναγίας:
Κι ενώ ο Δεσπότης έψαλε τα τόσο αυτά μεγάλα, ξεκίνησαν οι χριστιανοί να φεύγουνε τρεχάλα. Όλα τα φώτα σκόρπισαν να έμειναν τόσοι μόνο που προκαλούσανε ντροπή, αγανάκτηση και πόνο. Η Παναγιά μας σάστισε, έβλεπε και απορούσε, να καταλάβει δεν μπορεί, τον Άγγελο ρωτούσε. «Άγγελε, σε παρακαλώ ρώτησε κι έλα πες μου αυτοί που φεύγουν βιαστικοί, που πάνε εξήγησέ μου.
Πώς στη γιορτή δεν θέλουνε μαζί μας να καθίσουν για να δοξάσουν το Χριστό και να Τον προσκυνήσουν; Στην Σταύρωση όλοι έμειναν, στον τάφο Του με δάκρυ, μυρολούλουδα έραναν όλοι απο άκρη σε άκρη. Και τώρα που τελείωσαν πια του Χριστού τα πάθη, φεύγουνε, την Ανάσταση μόλις που έχουν μάθει; Μην είναι εκείνοι οι εχθροί που θέλαν το κακό Του, αυτοί που Τον προδώσανε, Τον στείλαν στον σταυρό Του, που Τον μισούν και βλασφημούν το Άγιο όνομα Του;
Πήγαινε Άγγελε να δεις μην είναι του Πιλάτου;» Ο Άγγελος γονάτισε και στων ματιών την άκρη, είδε η Θεοτόκος μας να του κυλά ένα δάκρυ. «Συγχώρα με Βασίλισσα, μήτηρ-ποιητού των όλων, γιατί αυτά που με ρωτάς θα σε γεμίσουν πόνο. Απο το ναό όλοι αυτοί που φεύγουν μακρυά του είναι γιατί ο διάβολος έκανε τη δουλειά του.
Και εις το σπίτι βιαστικοί τρέχουνε για να φτάσουν τη μαγειρίτσα τη ζεστή να φάνε, να χορτάσουν». Η Δέσποινά μας τ’ άκουσε όλα αυτά πικραμένη και για την ανθρωπότητα είπε πολύ λυπημένη.
«Πώς θα τολμήσω στο Θεό γι’ αυτούς να μεσιτέψω όταν στον πόνο, στον καημό ζητούν να τους συντρέξω; Δια βρώσεως εξώσθη ο Αδάμ του Παραδείσου, πάλι για βρώση Άνθρωπε βαραίνεις τη ψυχή σου;»