Η γιαγιά για πολλούς από εμάς υπήρξε δεύτερη μάνα. Κι αν όχι δεύτερη μάνα, υπήρξε σίγουρα μια σπουδαία προσωπικότητα που κυριάρχησε στη ζωή μας και μόνο αφού έφυγε συνειδητοποιήσαμε το μεγάλο κενό που άφησε. Αν η γιαγιά σας ήταν κάπως σαν αυτής της μαμάς, τότε σίγουρα θα έχετε και εσείς πολλά να θυμάστε από εκείνη. Τότε σίγουρα θα σας λείπει πολύ…
«Πότε ήταν που με «δασκάλευε» για το τι να προσέχω με τα αγόρια. Πότε που μας ερχόταν επίσκεψη με 52 τσάντες. Πότε που ήρθε να με δει όταν σαράντισα, για να γνωρίσει και το δισέγγονό της… Πότε που σταμάτησε πια να με γνωρίζει. Πότε που σταμάτησε να γνωρίζει και τον ίδιο της τον εαυτό. Αμέτρητα είναι τα πράγματα που θα θυμάμαι από την γιαγιά μου, όμως αν έπρεπε να τα απαριθμήσω θα ξεκινούσα κάπως έτσι…
Τις ρόμπες της
Αμάν αυτές οι ρόμπες! Οι «ρομπίτσες» της που αναρωτιόμουν πάντα πού πάει και τις βρίσκει και μετά ανακάλυψα πως δεν τις φορά μόνο αυτή, αλλά κάθε συνομήλικη της γιαγιά, στην εκκλησία ή στη λαϊκή, και που είχαν για ώρες να σχολιάζουν στο τηλέφωνο για το χρώμα τους και την «δροσιά» τους, ενώ στα μάτια μου ήταν όλες ίδιες: Μαύρες με λουλουδάκια, νάιλον, με κουμπιά από πάνω μέχρι κάτω, κοντομάνικες με μήκος λίγο κάτω από γόνατο. Ιδανικός συνδυασμός, η μαύρη παντόφλα Σολ με τις τρυπίτσες που με περίσσιο καμάρι είχε προμηθευτεί από το φαρμακείο –λες και το φαρμακείο ήταν το τοπικό της Louboutin! Τι τρέλα με αυτές τις ρόμπες! Τι μανία να είναι πάντα καθαρές και όμορφα διπλωμένες! Πόσο απαραίτητο να φορά από μέσα πάντα κομπινεζόν και εννοείται στηθόδεσμο –όλα σε χρώμα εκρού. Και πόση μόστρα κάθε φορά που αγόραζε μια καινούργια, η οποία σε τίποτα δεν διάφερε από τις παλιές…
Τον μόνιμο πόνο στα γόνατα
Ήταν γερή σαν ταύρος, καμάρωνε ανέκαθεν για τις εξαιρετικές εξετάσεις αίματος που είχε και σύγκρινε εντελώς ανταγωνιστικά την χοληστερίνη της με αυτήν της κατά πολύ νεότερης αδερφής της. Έναν πόνο είχε, μόνο, που την λύγιζε, ειδικά τον χειμώνα: Τα γόνατά της. Τα «μαγκούφια» έλεγε, «με σουβλίζουν», κι όλα τα έτριβε και τα τύλιγε σε επιγονατίδες και κάλτσες. Ακόμα και στα τελευταία της που ούτε δόντια για να φάει είχε, ούτε άκουγε, ούτε έβλεπε, ούτε καν τα χέρια της δεν είχε δύναμη να σφίξει, ακόμα κι όταν έμενε καθηλωμένη για ώρες σε μια πολυθρόνα, το μόνο που την απασχολούσε ήταν τα γόνατα. Και πως αν δεν την πονούσαν… θα πέταγε!
Τις ιστορίες από την Κατοχή
Ζούσε στο κέντρο της Αθήνας, οπότε έζησε τα γεγονότα από πρώτο χέρι. Τη θυμάμαι να μου περιγράφει τον τρομακτικό ήχο από τις αρβύλες των Γερμανών μέσα στη νύχτα, την αδιανόητη ανέχεια, τους ανθρώπους που πέθαιναν στους δρόμους, τη μπομπότα και την απαγόρευση της κυκλοφορίας… Και όλα αυτά με μάτια γυάλινα –χωρίς δάκρυα, χωρίς να λυγίζει η φωνή, να τα λέει με ύφος παγωμένο και ανέκφραστο. Θυμάμαι να την εκλιπαρώ να καθίσει να τα γράψει, να τα κρατήσουμε ντοκουμέντο για τα παιδιά και τα εγγόνια μας –πού διάθεση, όμως.
Τα Άρλεκιν
Η γιαγιά μου διάβαζε έτσι κι αλλιώς πάρα πολύ, όμως τα τελευταία χρόνια διάβαζε με πάθος Άρλεκιν και ταξίδευε με τις πικάντικες, ερωτικές ιστορίες τους, πολλές εκ των οποίων δεν παρέλειπε συχνά να μας αναπαράγει, με τέτοια ακρίβεια και αληθοφάνεια, σαν να τις είχε ζήσει η ίδια! Τα Άρλεκιν, μάλιστα, συνδέονταν με ένα ολόκληρο τελετουργικό, αφού τα προμηθευόταν από κάποιο «περίπτερο» στον Πειραιά, στο οποίο για να φτάσει χρειαζόταν να αλλάξει 2-3 λεωφορεία. Το περίπτερο αυτό έπαιζε ρόλο «δανειστικής βιβλιοθήκης», αφού εκεί επέστρεφε τα «διαβασμένα» Άρλεκιν, για να πάρει στη συνέχεια καινούργια. Η διαδικασία αυτή κράτησε κάμποσα χρόνια, μέχρι που τα γόνατά της πια άρχισαν να την εγκαταλείπουν.
Τη μαγειρική της
Δεν θα ξεχάσω την τρομερή εντύπωση που μου έκανε το πόσο συγκλονιστικά μαγείρευε κάποια φαγητά (ένα χταποδάκι κρασάτο, να τρως και να δακρύζεις) και πόσο απαίσια κάποια άλλα (ακόμα και το απλό ρύζι το έκανε σκέτο λαπά, πνιγμένο στο λάδι!).
Τις… βρισιές της!
Η γιαγιά μου καμάρωνε να θεωρεί την αφεντιά της αριστοκράτισσα και μορφωμένη –γεγονός είναι ότι για την εποχή της, δυο γράμματα τα ήξερε. Γεγονός είναι, επίσης, ότι ήξερε να μιλά σωστά και ποτέ μα ποτέ δεν μιλούσε άσχημα. Ερχόταν, όμως, κάποτε μια ώρα που όλο και με κάποια γειτόνισσα θα θύμωνε, όλο και με κάποιον πολιτικό θα εξοργιζόταν στις ειδήσεις, και τότε άνοιγε το στόμα της, παραμόρφωνε από το νεύρο το πρόσωπό της και πέταγε ένα βρισίδι που από την ντροπή σου κοκκίνιζες και ήθελες να κρυφτείς κάτω από το σεμέν. Και που όμοιό του δεν έχω ξανακούσει ποτέ μου!
Όλοι ίσοι
Στο μυαλό της γιαγιάς μου δεν υπήρχε ιεραρχία. Δεν υπήρχε διαφοροποίηση ανάμεσα σε μικρούς και μεγάλους. Τα βρισίδια της θα τα άκουγαν όλοι. Τις περιγραφές των πικάντικων σκηνών από τα Άρλεκιν, επίσης. Όταν θα έκοβα μήλα, τα οποία πασπάλιζε έπειτα με κανέλα, θα έτρωγαν ήθελαν-δεν ήθελαν και οι μεγάλοι, ενώ το φως τις καλοκαιρινές νύχτες θα έκλεινε στις 10:00 και σε όποιον άρεσε! Όποιος τύχαινε να είναι ακόμα εκτός σπιτιού εκείνη την ώρα, μικρός ή μεγάλος, έπρεπε να κάνει πολύ καλά τα κουμάντα του να μην την ξυπνήσει γιατί τότε τον περίμενε κι εκείνον έναν περιποιημένο -αν και άκρως ξεκαρδιστικό όπως το «έφτυνε» μέσα στον ύπνο της, χωρίς μασέλα- βρισίδι!
Μιλώντας για τη μασέλα…
Όλοι σχεδόν οι ηλικιωμένοι φορούν, προφανώς. Αλλά δεν θα ξεχάσω το γεγονός ότι σχεδόν κάθε μεσημέρι για να φάει, έπρεπε να τη βγάλει, να την τυλίξει σε ένα μαντηλάκι στην τσέπη της, και στη συνέχεια να ξεκοκαλίσει με την ησυχία της και τα εντελώς γυμνά της ούλα, ακόμα και το πιο «ζόρικο» παϊδάκι! Στο βραδινό της γιαουρτάκι, με το ψωμάκι που βουτούσε μέσα, τα κατάφερνε και με τη μασέλα μια χαρά!
Το τραγούδι της
Ήταν, όμως, και κάτι βράδια, συνήθως στην εξοχή, που καθόμουν δίπλα της σε ένα παγκάκι και κοιτάζαμε τη θάλασσα αμίλητες, και τότε σαν να την μεθούσε το ιώδιο και την έπιανε το ρομάντσο… «Για μας κελαηδούν τα πουλιάάάά» τραγουδούσε με φωνή σε στιλ σοπράνο και όσο αστείο μου φαινόταν, άλλο τόσο το απολάμβανα και έγερνα στον ώμο της. Ήταν γενικά ψυχρή γυναίκα, όμως εκείνες τις στιγμές μου έσφιγγε το χέρι ζεστά –δεν θα το ξεχάσω ποτέ.
Τα ρούχα της κηδείας της
Τα είχε ετοιμάσει από την δεκαετία του ’90. Είχε πει σε όλους μας πού βρίσκονται. Το ταγιέρ ήταν σε ειδική σακούλα στην ντουλάπα. Στο ράφι ακριβώς από πάνω υπήρχε ένα καθαρό κομπινεζόν και ένα μεταξωτό πουκάμισο. Εσώρουχο δεν είχε βάλει –φρόντιζε κάθε μέρα να φορά καθαρό, μη τυχόν «με βρουν κανένα πρωί ψόφια και πουν ότι βρωμούσε το πράμα μου». Στην «τουαλέτα» ακριβώς απέναντι από το κρεβάτι της ήταν έτοιμη η κορνίζα με τη φωτογραφία που θα κοσμούσε το μνήμα. Ήταν μία που την είχαν βγάλει σε κάποιον γάμο, κάποιου ανιψιού της πριν πολλά χρόνια που είχε κάνει και το μαλλί περμανάντ. Το ρούχο που φορούσε πρέπει να ήταν το ίδιο με αυτό της σακούλας. Το ρούχο των «ιδιαίτερων» περιστάσεων.
Αχ πόσο μου λείπεις βρε γιαγιά…»