Δολοφονία: Πρόκειται για τον βιασμό και το έγκλημα που προκάλεσε σοκ στην περιοχή της Αχαΐας. Οι αστυνομικοί είδαν έναν άνδρα να περπατά στη μέση του πουθενά. Ο ίδιος δείχνει να τα έχει χαμένα. Οι αστυνομικοί θεωρούν πως έχουν μπροστά τους τον δράστη. Εκείνος θα παραδεχθεί το βιασμό και τη δολοφονία, έπειτα από λίγη ώρα…
Πώς ξεκινά η ιστορία:
Στις 2 Μαΐου του 2000, το βράδυ, ένας 33χρονος άντρας θα σταματήσει το αυτοκίνητό του στον δρόμο Πατρών-Τριπόλεως στην περιοχή Βασιλικό. Είναι μαζί με την 25χρονη κοπέλα του. Λίγα λεπτά αργότερα, ο Γιάννης Κούλης, γνωστός και ως απλά “κλεφτρόνι” στην αστυνομία θα τους πλησιάσει. Χωρίς να τον καταλάβουν θα πυροβολήσει με την καραμπίνα του τον 33χρονο και με την απειλή ακόμα μίας δολοφονίας, θα παρασύρει την κοπέλα σε ένα αγροτικό σπίτι. Στο μέρος που ζούσε τα τελευταία χρόνια, και έκρυβε και τα κλοπιμαία του, ξεκομμένος από την οικογένεια του. Θα τη δέσει και θα τη βιάσει.
Δεν έχει ξεχάσει όμως ότι τον οδηγό δεν τον είχε αποτελειώσει. Θα γυρίσει να τον βρει. Εκείνος δεν είναι μέσα στο αυτοκίνητο. Παρά τον πυροβολισμό έχει καταφέρει να συρθεί μέχρι τον επαρχιακό δρόμο και να κάνει νόημα στα αυτοκίνητα να σταματήσουν. Δυστυχώς, έτσι όπως τον είδαν αιμόφυρτο, προτίμησαν να τον προσπεράσουν. Η αδιαφορία τους θα αποδεικνυόταν μοιραία. Ο Κούλης θα τον πυροβολήσει δύο φορές. Θα πάρει το πτώμα του και θα το μεταφέρει μέσα στο αυτοκίνητό του. Θα βάλει φωτιά, θέλοντας να καλύψει τα ίχνη του.
Δολοφονία: Πώς συνεχίζεται η ιστορία
Όλο αυτό το διάστημα η 25χρονη προσπαθεί να λυθεί. Η επιμονή της θα τη δικαιώσει, όπως και η εξυπνάδα και η ψυχραιμία της. Θα ψάξει ανάμεσα στα κλοπιμαία για να βρει ένα τηλέφωνο. Και πράγματι ο Κούλης έκανε “συλλογή” από κλεμμένα κινητά. Θα βρει ένα και θα πάρει τηλέφωνο την αστυνομία και θα της πει όσα ζει, χωρίς όμως να μπορεί να εξηγήσει που ακριβώς βρίσκεται. Απ’ τις λίγες πληροφορίες όμως, αστυνομικοί που ξέρουν καλά την περιοχή θα καταφέρουν να βρουν -περίπου- το σημείο που κρατούταν.
Δολοφονία: Πώς ολοκληρώνεται η ιστορία
Τον δολοφόνο θα τον δουν να τριγυρνά τις πρώτες πρωινές ώρες και έτσι τυχαία, από ένα ματωμένο μανίκι, θα τον συλλάβουν. Από την ανάκριση θα προκύψει ότι ο 34χρονος είχε αφαιρέσει από το θύμα και 120.000 δραχμές, ενώ τα τελευταία λόγια του θύματός του θα συγκλονίσουν. “Γιατί μου το κάνεις αυτό, φίλε;”, του είπε λίγο πριν τη χαριστική βολή, σύμφωνα με όσα δήλωσε στην κατάθεσή του. Όταν θα τον ρωτήσουν και οι αστυνομικοί τον λόγο που τα έκανε όλα αυτά, και πάλι δεν θα ξέρει τι απαντήσει. Θα πει απλά ότι ο λόγοι ήταν “σεξουαλικοί”. Μάλιστα θα ισχυριστεί ότι πρότεινε στο ζευγάρι να πάνε στο σπίτι του να κάνουν έρωτα κι εκείνος να κοιτάζει. Η άρνησή τους τον “ανάγκασε” να σκοτώσει. Η δικαιοσύνη δεν θα τον πιστέψει.
Οι κάτοικοι θα μαζευτούν έξω απ’ το δικαστήριο και θα προσπαθήσουν να τον λιντσάρουν. Οι ίδιοι θα πουν στον Τύπο ότι παλαιότερα είχε βάλει φωτιά σε σπίτι στην περιοχή Βασιλικό και είχε απειλήσει τους κατοίκους. Σύμφωνα με άλλες πληροφορίες, είχε συλληφθεί δύο φορές για κλοπές και λιποταξία απ’ τον στρατό, ενώ πριν από καιρό είχε απειλήσει να δολοφονήσει την κοπέλα με την οποία είχε δεσμό. Τον Ιανουάριο του 2001, το Μεικτό Κακουργιοδικείο Λευκάδας θα τον καταδικάσει σε ισόβια κάθειρξη για φόνο και 25 έτη φυλάκιση για τον βιασμό της κοπέλας του θύματος.