Άκουγα να μου λένε ότι εμείς οι άνθρωποι έχουμε χάσει την ανθρωπιά μας και δεν το πίστευα μέχρι που το είδα να συμβαίνει μπροστά στα μάτια μου. Το περιστατικό που θα σας διηγηθώ είναι πέρα για πέρα αληθινό και συνέβη στο παιδί μου την Τρίτη που μας πέρασε.
Έχω ένα κοριτσάκι που φέτος τελείωσε την Τετάρτη Δημοτικού και θα πάει Πέμπτη. Είναι ένα πάρα πολύ καλό παιδάκι με αρχές και τρόπους από το σπίτι του, πολύ καλή μαθήτρια συνεπής και ευγενική. Ούτε άσχημα μιλάει στους άλλους ούτε αντιμιλάει στους δασκάλους της ούτε τσακώνεται με τα άλλα παιδάκια.
Κάθε πρωί πριν φύγει για το σχολείο ακολουθώ ένα συγκεκριμένο εθιμοτυπικό: Τη βάζω και γράφει την ορθογραφία της ενώ πίνει το γάλα της, ελέγχω αν είναι όλα τα βιβλία και όλα τα τετράδια της στην τσάντα, της βάζω μαζί της ένα πακέτο χαρτομάντιλα, ένα γεμάτο παγούρι νερό για να μην κατεβαίνει από το δεύτερο όροφο για να πιει νερό και διακόπτει το μάθημά της και ένα δίευρο στο πλαϊνό τσεπάκι της τσάντας της για να φάει την τυρόπιτά της ή ό, τι άλλο θελήσει. Όλα αυτά τα κάνω κάθε μέρα ανελλιπώς και με τη σειρά.
Όλα καλά μέχρι εδώ. Το σύστημά μου πιάνει. Είμαι πολύ ευχαριστημένη. Αλλά…
Την Τρίτη που μας πέρασε με πήρε τηλέφωνο στο σταθερό το παιδί από το σχολείο. Στην αρχή με λαχτάρησε ότι κάτι κακό συνέβη αλλά στην ερώτηση μου «Τι έγινε; Γιατί με παίρνεις τέτοια ώρα από το σχολείο;», μου απάντησε «Μαμά σε παρακαλώ έλα να με πάρεις από το σχολείο γιατί…διψάω». Αρχικά ταράχτηκα γιατί το μυαλό μου πήγε αλλού. Φαντάστηκα ότι κάτι σοβαρό είχε γίνει και δεν ήθελε να μου το πει γι’ αυτό χρησιμοποιούσε τη χαζή αυτή η δικαιολογία της δίψας. Γιατί να διψάσει στην τελική; Παγούρι με νερό είχε μαζί της, αν τελείωνε βρύσες είχε το σχολείο και στην τελική αν ήθελε πήγαινε και έπαιρνε ένα μπουκαλάκι νερό από το κυλικείο. Τι ήταν τώρα αυτό; Έλα να με πάρεις γιατί διψάω…
Επειδή από το τηλέφωνο δεν υπήρχε περίπτωση να βγάλω άκρη αποφάσισα να πάω μέχρι το σχολείο να δω τι γίνεται. Βρήκα το παιδί να με περιμένει καθισμένο σε ένα πεζούλι στο προαύλιο καταϊδρωμένο και νευρικό. Τι ήταν πάλι αυτό; Το πλησίασα, το φίλησα και το ρώτησα τι συνέβαινε και γιατί δεν ήταν στην τάξη. Στην αρχή δεν ήθελε να μου πει αλλά κατόπιν λίγης πιέσεως τα «ξέρασε» όλα.
«Μου τελείωσε το νερό και εγώ δίψαγα. Ζήτησα από την κυρία να με αφήσει να πάω κάτω στη βρύση να πιω νερό και εκείνη με άφησε όταν όμως κατέβηκα είδα ότι οι βρύσες δεν είχαν νερό. Γύρισα στην τάξη, συνέχισα το μάθημα και στο διάλειμμα πήγα στο κυλικείο να πάρω ένα μπουκαλάκι νερό αλλά δεν μου έφταναν τα λεφτά. Είδα ότι μου είχαν μείνει μόνο 30 λεπτά και το νερό κάνει 50. Πήγα στην κυρία στο κυλικείο και της είπα αν μπορεί να μου δώσει ένα μπουκαλάκι νερό και θα της πήγαινα την άλλη μέρα τα 20 λεπτά αλλά δεν μου έδωσε νερό. Της είπα ότι μου τελείωσε το νερό και ότι οι βρύσες δεν δουλεύουν αλλά και πάλι μου είπε «Λυπάμαι δεν μπορώ να δίνω πράγματα σε κάθε παιδάκι και να περιμένω την άλλη μέρα να μου φέρουν τα χρήματα. Η χρονιά τελειώνει και δεν θέλω να μου χρωστάνε. Πάρε τηλέφωνο από το γραφείο τη μαμά σου να σου φέρει νερό»»…
Κάπου εκεί ζήτησα από το παιδί να σταματήσει για λίγο για να βάλω τις σκέψεις μου σε μία τάξη. Ήταν ένα παιδάκι που έπεσε στην ανάγκη της και εκείνη αρνήθηκε να του δώσει λίγο νερό για 20 λεπτά. Το παιδί μου δεν έχει καταδεχθεί ποτέ να πάει στο κυλικείο να ζητήσει το παραμικρό. Πάντα έχει λεφτά πάνω του και δεν έχει χρειαστεί ποτέ να ζητήσει βερεσέ. Και τώρα που δεν είχαν νερό οι βρύσες και έτυχε να πάρει κάτι πιο ακριβό να φάει το μεσημέρι και του είχαν μείνει μόνο 30 λεπτά ζήτησε νερό μέσα στο κατακαλόκαιρο γιατί δίψαγε και εκείνη αρνήθηκε γιατί φοβήθηκε μήπως φαλιρίσει.
Επόμενη κίνηση ήταν να δώσω νερό στο παιδί μου (είχα φέρει ένα μπουκαλάκι μαζί μου σε περίπτωση που όντως ίσχυε η δικαιολογία που μου είχε πει) και πήγα να βρω την κυρία αυτή. «Μπορώ να σας ρωτήσω κάτι;», της είπα ευγενικά αλλά μέσα μου είχα πάρει φωτιά. «Ορίστε», μου απάντησε αδιάφορα. «Ήρθε το παιδί μου πριν λίγο με 30 λεπτά στο χέρι και σας ζήτησε ένα μπουκαλάκι νερό, που εσείς αρνηθήκατε να του δώσετε γιατί δεν θέλατε να αφήσετε χρέος 20 λεπτά λες και το παιδί μου ήταν κανένας κλέφτης και δεν θα σας τα έφερνε την άλλη μέρα. Μα καλά λίγη τσίπα δεν έχετε πάνω σας; Είναι καλοκαίρι, ο τόπος βράζει, οι βρύσες δεν είχαν νερό και το νερό στο παγουράκι του είχε τελειώσει. Δεν το λυπηθήκατε καθόλου; Αφήσατε ένα παιδάκι να διψάει για 20 λεπτά; Ντροπή σας. Τόσα σας λείπουν;». Έβγαλα ένα πενηντάλεπτο και σχεδόν το πέταξα στο πάτωμα του κυλικείου. «Πάρτε τα και ας μη μας εξυπηρετήσατε».
Η εν λόγω κυρία κατάλαβε το λάθος της και μου ζήτησε συγγνώμη. Προσπάθησε να εξηγηθεί λέγοντας ότι κάποια παιδιά το είχαν κάνει συνήθειο και από την αρχή της χρονιάς μέχρι τώρα της είχαν αφήσει μεγάλο φέσι, έτσι αποφάσισε να είναι πιο αυστηρή από εδώ και πέρα γιατί είχε αρχίσει να έχει σοβαρό πρόβλημα.
Επισκέφτηκα αμέσως το διευθυντή στο γραφείο του και του εξήγησα τι ακριβώς είχε συμβεί. Μου έδωσε όλα τα δίκια του κόσμου αλλά παράλληλα προσπάθησε να δικαιολογήσει και την κυρία του κυλικείου λέγοντας ότι και εκείνη για το μεροκάματο εργάζεται και ότι αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα εξαιτίας της κακιάς συνήθειας κάποιων γονέων να στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο χωρίς χρήματα και εκείνα καθημερινά αφήνουν χρέος με αποτέλεσμα να μη βγαίνει οικονομικά και να μην έχει να πληρώσει τους προμηθευτές της.
Μα καλά για 20 λεπτά; Και μάλιστα από ένα παιδί που ήταν πάντοτε συνεπέστατο; Αν αυτό το παιδάκι λιποθύμαγε; Αν είχε κάποιο πρόβλημα υγείας και έπρεπε να πιει νερό; Αν δεν αισθανόταν καλά; Τι πρέπει δηλαδή να κάνω; Να το στέλνω σχολείο με μία εξάδα εμφιαλωμένα μπουκάλια στην τσάντα του για να έχω το κεφάλι μου ήσυχο ότι δεν θα πέσει στην ανάγκη της κάθε αναίσθητης; Μα καλά που έχουμε φτάσει; Έλεος πια!
Νάντια