Μαρία Νεγρεπόντη-Δελιβάνη
Από την πρώτη στιγμή, που έγινε γνωστό το περιεχόμενο της συνθήκης των Πρεσπών, άνοιξε ένα αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στο λαό και την Κυβέρνηση. Η συντριπτική πλειονοψηφία του ελληνικού λαού βροντοφώνησε την αντίθεσή του, εναντίον του αντεθνικού και καταστρεπτικού περιεχομένου της συνθήκης, κάνοντας χρήση του μοναδικού μέσου που είχε αφεθεί στη διάθεσή του, δηλαδή των συλλαλητηρίων. Αντιθέτως, η Κυβέρνηση, με τα πολυάριθμα μέσα που έλεγχε, εμφάνιζε ως δεδομένη τη δήθεν εθνική ωφελιμότητα αυτής της συνθήκης.
Δεν θα επαναλάβω εδώ απόψεις μου, που έχουν καταγραφεί σε πολυάριθμα άρθρα μου, σχετικά με το ευρύτερο σκοπιανό πρόβλημα. Θα υπενθυμίσω, απλώς, ότι αυτές συμπίπτουν με τις αντίστοιχες του ελληνικού λαού και όχι με αυτές της Κυβέρνησης. Και ούτε, συνεπώς, θα επιχειρήσω να αποδείξω την ορθότητα των σχετικών απόψεων του ελληνικού λαού, καθώς το πρόβλημά στο οποίο θα επικεντρωθώ στο σημερινό μου άρθρο, αφορά ειδικότερα στο χάσμα, που χωρίζει λαό και Κυβέρνηση, στις επιπτώσεις αυτού του χάσματος και στην ανάγκη αντιμετώπισής του.
1. Μέθοδοι επιβολής των κυβερνητικών απόψεων
Η Κυβέρνηση, στην προσπάθειά της να δικαιολογήσει την ορθότητα της μειοψηφικής άποψής της, έναντι της συντριπτικά πλειοψηφικής του ελληνικού λαού, αναγκάστηκε να επιλέξει μεθόδους, που δεν είναι απλώς θλιβερές, αλλά είναι και βαθύτατα αντιδημοκρατικές, όπως:
-Να στοχοποιεί συλλήβδην αυτούς που εναντιώνονται στη συνθήκη των Πρεσπών, ως φασίστες, περιθωριακούς, καθυστερημένους κ.ά.
-Να επιλέγει ασύμβατους, μεταξύ τους, συνδυασμούς τεχνητών μεθόδων, προκειμένου να “αποδείξει” ότι τα μεγαλειώδη συλλαλητήρια, σε ολόκληρη την Ελλάδα, συγκέντρωναν…..ολίγες μόνο χιλιάδες διαδηλωτών.
-Να μην αποτρέπει την ελληνική Αστυνομία από του να χτυπά αλύπητα Έλληνες διαδηλωτές και από του να ρίχνει αδιακρίτως εναντίον τους χημικά, προκαλώντας έτσι επικίνδυνη βλάβη στην υγεία τους, με αναπότρεπτο φυσικά αποτέλεσμα τη διάλυση των συλλαλητηρίων.
– Να προβάλλει ή και να υποθάλπει προσπάθειες επιβολής της λύσης, που περιλαμβάνεται στη συνθήκη των Πρεσπών, από ξένες δυνάμεις, που έχουν εμφανή συμφέροντα ευόδωσής της. Ειδικότερα, από τη Γερμανία, η ευθύνη της οποίας, για την εξαθλίωση της χώρας μας, είναι τεράστια όσο και αναμφισβήτητη.
Αυτά και άλλα αποτελούν εκφάνσεις προσβολής, περιφρόνησης και εξευτελισμού του ελληνικού λαού, από την Κυβέρνηση που αυτός ο ίδιος ψήφισε. Και όχι μόνο των Ελλήνων, εντός της ελληνικής επικράτειας, αλλά και της ομογένειας απανταχού της Γης. Δεν είναι συνεπώς αδικαιολόγητη η οργή του ελληνικού λαού, εναντίον των μεθοδεύσεων της Κυβέρνησής του
2. Ρυπαροί απόηχοι
Το αδιέξοδο που αντιμετωπίζει η Κυβέρνηση είναι, ανάμεσά και σε άλλα, η ανάγκη να αποδείξει ότι η βούληση των 151 ψήφων, που εξασφαλίστηκαν, όπως εξασφαλίστηκαν (η επιχείρηση πέρασε από πολλές φάσεις, μυστικών συνεννοήσεων και συνευρέσεων, που φυσικά δεν ήταν δυνατόν να είναι διαφανείς), έχει πολλαπλάσια βαρύτητα σε σύγκριση με την αντίστοιχη του 70% του ελληνικού λαού, που επιμένει να διαδηλώνει σε καθημερινή βάση, ελπίζοντας ότι θα αποτρέψει, έστω και την ύστατη στιγμή, την ψήφιση αυτής της εθνικά καταστρεπτικής συνθήκης.
Οι δυσκολίες, που έτσι χρειάζεται να υπερπηδηθούν είναι τεράστιες, καθώς το 70%των Ελλήνων, που αντιτίθενται στη συμφωνία, και στους οποίους πρέπει να προστεθούν και οι πολλές χιλιάδες ομογενών, οφείλουν να χαρακτηριστούν συλλήβδην περιορισμένων δυνατοτήτων, περίπου ειδικών αναγκών, έτσι που να εμφανίζονται ανίκανοι να διαμορφώσουν έγκυρη γνώμη για το τι συμφέρει, και για το τι καταστρέφει τη χώρα τους. Και, παράλληλα, να γίνει δεκτό ότι οι 151 πρόθυμοι να ψηφίσουν αυτήν την απαράδεκτη συνθήκη, αναγνωρίζονται ως υπεράνθρωποι, με κρίση και μόρφωση πολύ υπεράνω του μέσου όρου, και συνεπώς έχουν υποχρέωση να επιβάλλουν τη γνώμη τους στα “καθυστερημένα εκατομμύρια των συμπατριωτών τους”. Στο αγωνιώδες ερώτημα για του που κρύβεται πανικόβλητη η Δημοκρατία, απάντηση προς το παρόν δεν υπάρχει, καθώς ο υπεύθυνος για την περιφρούρησή της αρνείται να παρέμβει, όπως θα όφειλε.
Το εμφανώς εξαμβλωματικό αυτό σχήμα, που είναι φυσικά αδύνατον να γίνει αποδεκτό, εκτός του ότι αποτελεί σοβαρότατη δημοκρατική και συνταγματική εκτροπή, τροφοδοτεί από τη φύση του και όργιο φημών. Αυτές, όπως είναι αναμενόμενο, κινούνται στο χώρο των μεθοδεύσεων, που κατόρθωσαν να εξασφαλίσουν το μαγικό αριθμό των 151, δηλαδή αυτών που δηλώνουν πρόθυμοι να ψηφίσουν τις Πρέσπες. Παρότι, το όλο σκηνικό δικαιολογεί κακές σκέψεις, δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να αποδεχτεί ότι Έλληνες εθνοπατέρες, θα δέχονταν ποτέ να ξεπουλήσουν την πατρίδα, τη Μακεδονία μας, έναντι καρέκλας ή οποιουδήποτε ανταλλάγματος υλικού ή άυλου. Ποτέ των ποτών. Γιατί, άλλο Σκοπιανοί και άλλο Έλληνες!
Ωστόσο, οι εντυπώσεις που έχουν έτσι, δημιουργηθεί είναι αλγεινές, καθώς ακούστηκαν μέσα και έξω από το Υπουργικό Συμβούλιο και τη Βουλή κατηγορίες και υπαινιγμοί για άθλιες συναλλαγές, που απαιτούν άμεση διαλεύκανση. Όμως, σε πείσμα της σοβαρότητας της κατάστασης, ουδεμία υπήρξε αντίδραση από την πλευρά εκείνων, που πιθανόν αφορούσαν οι κατηγορίες αυτές. Ακόμη, ούτε επιλήφθηκε η αρμόδια κυβερνητική επιτροπή για να αποδείξει την αθωότητα τους και κυρίως, δεν επενέβη, αυτεπαγγέλτως, η δικαιοσύνη της οποίας η έρευνα θα εξυγίανε το τοπίο. Έτσι, οι φοβερές αυτές κατηγορίες επικρέμονται επάνω στους 151 “πεφωτισμένους εθνοπατέρες”, που εκστρατεύουν τώρα για “να σώσουν την Ελλάδα”, ψηφίζοντας Πρέσπες.
3. Η λύση που απορρίπτεται
Για θέματα εθνικά, και ιδίως της βαρύτητας των περιπτώσεων, που αφορούν εκχώρηση ονόματος, γλώσσας, ιθαγένειας/εθνότητας και εθνικής κυριαρχίας, όπως σαφώς περιλαμβάνονται στη συνθήκη των Πρεσπών, εξυπακούεται ότι επιβάλλουν τη διενέργεια δημοψηφίσματος.
Όμως, η Κυβέρνησή μας απέκλεισε το δημοψήφισμα, δεν το συζητά καν, σε αντίθεση με τους Σκοπιανούς, που έκριναν ότι όφειλαν να ρωτήσουν το δικό τους λαό, αν δέχεται τη συνθήκη των Πρεσπών.
Είναι σίγουρο ότι η πραγματικότητα, όπως έχει διαμορφωθεί, αποκλείει την προσφυγή σε δημοψήφισμα από την ελληνική Κυβέρνηση. Και τούτο για δύο βασικούς όσο και εμφανείς λόγους:
*Πρώτον, επειδή είναι βέβαιο ότι το αποτέλεσμα ενός τέτοιου δημοψηφίσματος θα ήταν ένα τρανταχτό ΟΧΙ στη συνθήκη των Πρεσπών. Αλλά αυτό το ΟΧΙ η Κυβέρνηση αδυνατεί να το κάνει δεκτό. Και τούτο, επειδή από κοινού με τους 151 “πεφωτισμένους βουλευτές” της, η Κυβέρνηση των Ελλήνων έχει, προφανώς, λόγους, να δείχνει πεπεισμένη ότι ο λαός, τον οποίο κυβερνά, είναι καθυστερημένος και ανίκανος για κρίση, και συνεπώς οφείλει να βοηθηθεί στις επιλογές του. Άλλωστε, και το 2015, η ίδια Κυβέρνηση “έσωσε” το λαό από την (δήθεν) εσφαλμένη ψήφο του ΟΧΙ στα μνημόνια, μεταλλάσσοντας την σαφέστατα εκφρασθείσα λαϊκή βούληση από ΟΧΙ σε ΝΑΙ.
*Δεύτερον, όπως είναι γνωστό, η ΕΕ είναι κάθετα εναντίον των δημοψηφισμάτων στο χώρο της. Και αν, κάποια χώρα-μέλος της κατορθώσει να ξεφύγει και να προχωρήσει σε δημοψήφισμα, το αποτέλεσμα σπάνια συμφωνεί με τα σχέδια της Ευρώπης. Γι’ αυτό, και από την επομένη ενός δημοψηφίσματος, επικεντρώνονται οι προσπάθειες στην προετοιμασία των κατάλληλων συνθηκών, που απαιτεί ένα επαναληπτικό δημοψήφισμα με το ίδιο ερώτημα, αλλά με την προοπτική διαμετρικά διαφορετικής απάντησης. Ευρωπαϊκή τακτική που διαπιστώνει ότι δεν είναι μόνο η ελληνική Κυβέρνηση, που κρίνει ανώριμο το λαό της για τη διαμόρφωση ορθών επιλογών, αλλά τηρουμένων των αναλογιών, το ίδιο φρονεί και η εκάστοτε ηγεσία της ΕΕ, για το σύνολο των λαών-μελών της.
4. Το μέλλον της συνθήκης των Πρεσπών
Εκτός απροόπτων εξελίξεων, η αντεθνική αυτή συνθήκη των Πρεσπών θα ψηφιστεί, με κατεπείγουσες διαδικασίες, την προσεχή Πέμπτη 24 τρέχ. αφενός για να αποφευχθεί ο κίνδυνος τυχόν συνειδητοποίησης του τι ακριβώς πράττουν, κάποιοι από τους πρόθυμους να ψηφίσουν την καταστρεπτική συμφωνία, αλλά και αφετέρου για να μην παραταθεί η αγωνία της κυρίας Μέρκελ, ώστε να έχει ένα χαρούμενο Σαββατοκύριακο.
Από την πλευρά μου, ωστόσο, προσπαθώ να αντλήσω παρηγοριά από την πεποίθησή μου, που ήδη κοινοποίησα στο Face book, ότι τώρα αρχίζει ένας νέος μακεδονικός αγώνας, που πρέπει οπωσδήποτε να κερδηθεί. Πράγματι, το νομικό πλαίσιο αυτής της συνθήκης ανοίγει αρκετά παράθυρα, μέσα από τα οποία θα δοθούν μάχες για την ακύρωσή της.
Και, ακριβώς, επειδή η απώλεια της Μακεδονίας, που είναι βεβαία με βάση τις ελληνικές παραχωρήσεις, σημαίνει και το τέλος της Ελλάδας, οι μέλλουσες γενιές οφείλουν να γίνουν συνεχιστές των Μακεδονομάχων.
Πηγή: https://infognomonpolitics.blogspot.com