Κόβουν την ανάσα οι μαρτυρίες των ψαράδων που έσωσαν την κοπέλα – «Eάν αργούσαμε δέκα λεπτά, ίσως να μην ζούσε» – Κατέγραψαν με κάμερα τις δραματικές στιγμές στη θάλασσα – «Η κοπέλα από το σοκ δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη»
Έχουν περάσει δύο ημέρες από την επιτυχή επιχείρηση θαλάσσιας διάσωσης μιας νεαρής κοπέλας στα ανοιχτά του Αγίου Νικολάου και οι δύο ψαράδες, που βρέθηκαν στο κατάλληλο μέρος την κατάλληλη στιγμή, ξαναζούν διαρκώς εκείνες τις στιγμές, όπως μεταδίδει το site Cretalive.
Το δε συγκλονιστικό είναι ότι οι ψαράδες κατέγραψαν τη διάσωση σε βίντεο, το οποίο μπορείτε να δείτε εδώ:
Ενας από τους δύο αλιείς, ο κ. Γιώργος Δουνάκης είπε χαρακτηριστικά: «Ήθελε ο Θεός να σωθεί η κοπέλα. Κάναμε κάτι που θα έκανε κάθε άνθρωπος. Η κοπέλα μάς είπε πως εάν αργούσαμε δέκα λεπτά, ίσως να μην ζούσε. Είχαμε βγει για ψάρεμα με τον φίλο μου τον Γιώργο (σ. σ. Σαρειδακη). Ήμασταν 2 χιλιόμετρα μακριά από την ακτή, στην περιοχή του Καλού Χωριού. Ξαφνικά αρχίσαμε να ακούμε κλάματα μικρού παιδιού. Αρχικά νομίζαμε ότι προέρχονταν από το ξενοδοχείο που βρισκόταν στην παραλία. Τα κλάματα συνοδεύονταν κι από ένα “μαμά”. Οι φωνές ακούγονταν από μακριά, αλλά μπορούσαμε να καταλάβουμε ότι κάτι συμβαίνει γιατί ο κόλπος εκεί είναι κάπως αμφιθεατρικός. Μετά από λίγο είδαμε φακούς στην παραλία. Ήταν το Λιμενικό. Πραγματοποιούσε έρευνες. Ησυχάσαμε τότε. Το Λιμενικό έφυγε μετά από λίγο κι εμείς προχωρήσαμε πιο μέσα. Ήταν γύρω στις 9μιση με 10 παρά το βράδυ. Είχαμε αρχίσει να απομακρυνόμαστε πιο πολύ από το σημείο. Δοκιμάσαμε να πάμε σε ένα άλλο μέρος για να ψαρέψουμε. Δεν πιάσαμε κάτι και γυρίσαμε στο μέρος που ήμασταν πιο πριν. Ήμασταν γύρω στα 2 μίλια μακριά από τη στεριά».
Τη νύχτα οι ήχοι είναι πιο έντονοι και πιο καθαροί. Οι φωνές της κοπέλας άρχισαν να ακούγονται και πάλι, αναστατώνοντας τους πιο πολύ ετούτη τη φορά: «Σβήσαμε τον κινητήρα για να προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε από πού προέρχονταν οι φωνές. Αλλά ήταν πολύ δύσκολο. Ήταν βράδυ κι ήταν σαν να είμαστε στη μέση του πουθενά. Ήταν σαν να ψάχνουμε ψύλλους στα άχυρα. Και μέρα να ήταν, πάλι θα δυσκολευόμασταν».
Τα κλάματα, ένα επιτακτικό “μαμά – μαμά” κι ο βήχας της αγνοούμενης, είχαν αρχίσει να τρυπούν τα αυτιά τους.
Οι δύο ψαράδες έβγαλαν τους δικούς τους δυνατούς φακούς. Τους έστρεψαν στη θάλασσα. Μάταια όμως…
«Ψάχναμε στα τυφλά. Η κοπέλα είχε αρχίσει να καταπίνει νερό. Εκεί οφειλόταν ο βήχας. Αρχίσαμε να μιλάμε στα αγγλικά και στα ελληνικά. Δεν ξέραμε τι συμβαίνει. Πήγε στο κακό το μυαλό μας. Νομίζαμε ότι μπορεί να ήταν κάποιο ναυάγιο ή και πρόσφυγες, τόσα γίνονται τελευταία».
Επί 20 λεπτά οι δύο ψαράδες έκαναν κύκλους με το σκάφος τους, χωρίς να ξέρουν τι ακριβώς ψάχνουν…
«Το ρεύμα είχε παρασύρει πιο μέσα την κοπέλα. Κάναμε ζικ ζακ. Ανά δέκα δευτερόλεπτα σταματούσαμε τη μηχανή και ακούγαμε τις ίδιες φωνές. Άδεια η θάλασσα και παντού σκοτάδι. Ήμασταν σε κατάσταση σοκ. Δεν ξέραμε τι θα συναντήσουμε. Ξαφνικά, είδαμε στα 200 μέτρα ένα ανθρώπινο κεφάλι. Μείνε εκεί που είσαι, φωνάξαμε. Πλησιάσαμε και είδαμε την κοπέλα να βυθίζεται. Πάγωσε το αίμα μας».
Ευτυχώς, μετά από ένα με δύο δευτερόλεπτα, που σίγουρα τους φάνηκαν αιώνες, το κεφάλι της 18χρονης είχε ξαναβγεί στην επιφάνεια.
«Εάν χάνονταν μπροστά μας, μετά από τόσο ψάξιμο, αυτή η εικόνα θα μας στοίχειωνε στο υπόλοιπο της ζωής μας. Αφού με τον Γιώργο, είπαμε πώς δεν θα ξαναμπαίναμε στη θάλασσα».
Οι δύο αλιείς πέταξαν ένα σωσίβιο στην κοπέλα η οποία ωστόσο ούτε μπορούσε να κινηθεί, ούτε να μιλήσει.
«Είχε υποστεί κράμπες και υποθερμία. Από το σοκ δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Έτσι, πλαγιασαμε κάπως το σκάφος και την ανεβάσαμε επάνω μετά από λίγο. Την τυλίξαμε με μια κουβέρτα κι ο,τι άλλο βρήκαμε, για να ζεσταθεί. Ήμασταν σε βάθος περίπου 90-100 μέτρα».
Οι δύο φίλοι καθ’ όλη τη διάρκεια της έρευνας ήταν σε ανοιχτή γραμμή με το Λιμενικό. «Τους ειδοποιήσαμε από την αρχή. Τα παιδιά του Λιμενικού μας βοήθησαν πάρα πολύ, μας καθοδηγούσαν. Θα χανόταν πολύτιμος χρόνος εάν τους περιμέναμε να έρθουν για να ψάξουμε όλοι μαζί. Εμείς, ευτυχώς φτάσαμε την κατάλληλη στιγμή στο κατάλληλο μέρος. Η κοπέλα μας είπε πως εάν είχαμε καθυστερήσει δέκα λεπτά, θα είχε πεθάνει».
Ο Γιώργος Σαρειδάκης και ο Γιώργος Δουνάκης δεν αισθάνονται (αν και είναι) ήρωες. «Κάναμε κάτι που έκανε οποιοδήποτε άνθρωπος. Θα το θυμόμαστε για όλη μας τη ζωή αυτό που έγινε», μας ανέφερε ο κ. Δουνάκης.