Ο Δημήτρης Λιαντίνης ανέβηκε τον Ταΰγετο 14 φορές μέχρι να βρει το σημείο που θα άφηνε την τελευταία του πνοή το 1998.
Η αυτοκτονία του καθηγητή είναι η πιο περίεργη που κλήθηκαν ποτέ να ερευνήσουν οι αστυνομικοί ρεπόρτερ. Ο ίδιος είχε κάνει πολλές αναφορές στα βιβλία του προγενέστερα.
Μία από αυτές είναι και αυτή στη σελίδα 235 στο βιβλίο «Έξυπνον Ενύπνιον»: «Εάν ο θάνατος ενσκήπτει σαν γεγονός βίαιο και τραχύ (factum brutum) και αποσβολώνει την ανθρώπινη εμπειρία, τούτο δεν οφείλεται στη φύση του θανάτου, αλλά στη στάση του ανθρώπου.
Δεν είναι βάναυσος ο θάνατος, αλλά ο τρόπος με τον οποίο μεταχειρίζεται ο άνθρωπος τη ζωή είναι αδέξιος και σκαιός…».
Οι προγενέστερες αναφορές στο σχέδιο του
Αρκετά χρόνια πριν εγκαταλείψει τα εγκόσμια ο Λιαντίνης προετοίμαζε τον τρόπο με τον οποίο θα συνέβαινε. Αυτό προκύπτει μέσα από μαρτυρίες κοντινών του αλλά και τη δημοσιογραφική έρευνα και τα σημειώματα του. Αυτό που τον ανησυχούσε περισσότερο από όλα ήταν να συμβεί με το δικό του τρόπο. Ήθελε να επιλέξει ο ίδιος το πως, που και πότε.
«Φεύγω αυτοθέλητα. Αφανίζομαι όρθιος, στιβαρός και περήφανος. Ετοίμασα τούτη την ώρα βήμα – βήμα ολόκληρη τη ζωή μου» έγραψε στην επιστολή του προς την κόρη του Διοτιμία πριν χαθεί.
Δεν θα μάθουμε ποτέ αν ο ίδιος φοβήθηκε τις τελευταίες του στιγμές στον Ταύγετο στα 2240μέτρα υψόμετρο, μπορούμε όμως να πούμε με βεβαιότητα πως έγραψε τον επίλογο με τον δικό του τρόπο και δεν το έβαλε στα πόδια.
«Θα πεθάνω, Θάνατε, όχι όταν θελήσεις εσύ, αλλά όταν εγώ θα θελήσω. Σε τούτη την έσχατη ολική πράξη , δεν θα γίνει το δικό σου, αλλά το δικό μου», αναφέρει στο βιβλίο του “Γκέμμα”.
Πολλοί θεώρησαν ότι ο ίδιος έπασχε από βαριάς μορφής κατάθλιψη ή και διατάραξη της πνευματικής του υγείας. Ο ίδιος όμως δεν κράτησε για εκείνον την πηγή της άρνησης για τη ζωή. Αυτό φαίνεται μέσα από την επιστολή προς την κόρη του.
«Να θυμάσαι ότι έρχουνται χαλεποί καιροί για τις νέες γενεές. Η τελευταία μου πράξη έχει το νόημα της διαμαρτύρησης για το κακό που ετοιμάζουμε εμείς οι ενήλικοι στις αθώες νέες γενεές που έρχουνται. Ζούμε τη ζωή μας τρώγοντας τις σάρκες τους. Η λύπη μου γι αυτό το έγκλημα με σκοτώνει…» έγραψε.
Δύσκολα χωρά ο ανθρώπινος νους το τρόπο που προετοίμαζε τον θάνατο του. Ανέβηκε στο βουνό συνολικά 14 φορές για να χαρτογραφήσει την περιοχή και να στήσει το μέρος που θα πέθαινε. Τα έχει καταγράψει όλα στο “Ορειπορικόν” το σημειωματάριο του που βρέθηκε καιρό μετά ανάμεσα στα προσωπικά του αντικείμενα. Η πρώτη φορά που ανέβηκε ήταν τον Οκτώβριο του 1992 και η τελευταία τον Ιούνιο του 1998.
Τα πειστήρια που άφησε πίσω του
Το σημειωματάριο βρέθηκε αφού εξαφανίστηκε, αυτό όπως και άλλα πειστήρια της πράξης του τα είχε αφήσει σε σημεία εύκολα να βρεθούν.
Πάνω στο γραφείο του άφησε το γράμμα προς την κόρη του και δίπλα ένα ανοιχτό βιβλίο που έδειχνε μια αναπαράσταση της γυναίκας του Καίσαρα, που είχε δει όνειρο ότι εκείνος πέθαινε.
Στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι του άφησε το «H ζωή εν τάφω» του Στρατή Μυριβήλη, στο τέλος του βιβλίου είχε σημειώσει : «Αύριο είναι η μεγάλη μέρα» και δίπλα την ημερομηνία 31/5/1998.
Στο τραπέζι άφησε το ρολόι, τον αναπτήρα του, τα προσωπικά του αντικείμενα και οδηγίες για τα λεφτά και τους λογαριασμούς του.
Την επόμενη μέρα έφυγε από το σπίτι του για την Σπάρτη όπου και άφησε το αυτοκίνητο του και πήρε ταξί για το καταφύγιο στον Ταΰγετο. Ενημέρωσε τον ταξιτζή να μην τον περιμένει να επιστρέψει όπως είχε γίνει τις προηγούμενες φορές που τον είχε αφήσει εκεί. Το μεσημέρι κατά τις 2 άρχισε να ανεβαίνει το μονοπάτι για τον Προφήτη Ηλία στην κορυφή του βουνού.
Μετά από εκεί κανείς ποτέ δεν ον είδε νεκρό ή ζωντανό.
Η εύκολη προσέγγιση είναι να θεωρήσει κανείς ότι ο Λιαντίνης προχώρησε σε μια ανώφελη θυσία, ενώ το δύσκολο είναι να κατανοήσει κανείς , μέσα από μελέτη, το τελευταίο μήνυμα ενός ανθρώπου που ακόμα και 2 χρόνια μετά τον χαμό του αναγνωρίζεται συλλογικά ως ο πιο διορατικός αυτόχειρας.