Κυριακή μεσημερι, μεγάλη παρέα, πίνουμε τσίπουρα και γελάμε κάπου στην αυλή ενός μαγαζιού. Η κυρία που έχει το μαγαζί, 57 χρονών και χήρα με δύο παιδιά, είναι γνωστή μιας φίλης από την παρέα κι έκατσε μαζί μας την ώρα που συζητούσαμε για σχέσεις, διαζύγια, έρωτες κλπ. Κι όπως είχε πιει και λιγάκι, μας είπε την ιστορία της.
“Εμένα ο έρωτας της ζωής μου, με έκλεψε νύφη από την εκκλησία που παντρευόμουν άλλον και την επόμενη μέρα με γύρισε στον άντρα μου….” μας πέταξε τη βόμβα. “Ααα δεν φεύγεις τώρα, θα κάτσεις να μας τα πεις όλα, θέλω να τα γράψω στο σαιτ μου σύμφωνη;” “Θα γίνω και διάσημη δηλαδή; (γέλια) Ναι σύμφωνη, ξεκίνα να γράφεις!” είπε με χαρά. Δεν έχασα χρόνο, εννοείται έβαλα μπρος την ηχογράφηση του κινητού και ξεκίνησα…
-Για πες τώρα, πώς έγινε αυτό γιατί θα τρελλαθώ. Σε έκλεψε και την άλλη μέρα σε γύρισε; – Ναι κι όμως! 17 χρονών ερωτεύτηκα τρελλά τον νοικάρη μας, έναν άντρα Θεό, άγαλμα, 2 μέτρα παλικάρι που οι γονείς μου, του νοίκιαζαν το σπίτι απέναντι από το δικό μας. 40 χρονών αυτός, καταλαβαίνεις τί έγινε.
-Έγινε ότι ήμασταν 6 μήνες μαζί, μου πήρε την παρθενιά, εγώ φυσικά δεν καταλάβαινα τίποτα, δεν με ένοιαζε τίποτα. Φιλούσα το χώμα που πατούσε. Τις στιγμές που πέρασα μαζί του, όσους άντρες κι αν γνώρισα, με κανέναν δεν τις πέρασα ως σήμερα. Ο Μπάμπης μου…. (βουρκώνει).
-Και γιατί χωρίσατε;
Γιατί απ’ ότι κατάλαβα, δεν είστε μαζί… -Χωρίσαμε γιατί το έμαθαν οι δικοί μου και λόγω της διαφοράς ηλικίας έγινε Ο χαμός. Έμεινα έγκυος και με ανάγκασαν να το ρίξω. Ο Μπάμπης το ήθελε το παιδί, μου έλεγε να φύγουμε μαζί, εγώ φοβόμουν, πώς θα ζούσαμε; Μετά από λίγο καιρό από την έκτρωση, έφυγε για δουλειά σε ένα νησί και δεν τον ξαναείδα. Πιστεύω τον απείλησε ο πατέρας μου επειδή ήμουν ανήλικη. Μετάνιωσα που δείλιασα.
-Δεν επικοινωνούσατε όταν έφυγε;
-Δεν υπήρχαν κινητά τότε, σπίτι δεν μπορούσε να πάρει τηλέφωνο οπότε στέλναμε γράμματα. Κάποια στιγμή αυτά αραίωσαν. Δεν θα ξεχάσω τη μέρα που κατέβηκα κρυφά στο λιμάνι και τον χαιρέτησα. Ένιωθα πως κάποιος μου ξερίζωνε την ψυχή. Μετά από λίγο καιρό σταματήσαμε να στέλνουμε γράμματα και έχασα τα ίχνη του.
-Ξαναβρεθήκατε;
-Ναι μετά από 5 χρόνια και αφού είχα κάνει κάποιες σχέσεις σύντομες όχι κάτι σπουδαίο, έκανα σχέση με τον άντρα μου και επειδή ήταν καλός άνθρωπος και τα βρίσκαμε, πηγαίναμε για γάμο. Ξαφνικά μια μέρα τον είδα μπροστά μου στο μαγαζί που είχα ανοιξει με τον άντρα μου και πάγωσα, μου έπεσαν οι κούτες κάτω και έσπασαν όλα τα πράγματα. Μετά ήταν θέμα χρόνου να ξανασμίξουμε, αφού όλα αυτά τα χρόνια έκανα έρωτα με τον άντρα μου και σκεφτόμουν μόνο εκείνον. Κάθε βράδυ του έλεγα καληνύχτα από μέσα μου, και ας μην την άκουγε….
-Χώρισες με τον άντρα σου;
-Όχι, είχα και τους δύο ένα διάστημα γιατί ήθελα σιγά σιγά να χωρίσω τον άντρα μου με τρόπο πριν τον γάμο. Όμως ο Μπάμπης είδα ότι συνέχεια μίλαγε με μια άλλη κοπέλα στη γειτονιά και πείσμωσα και του είπα να χωρίσουμε οπότε ξεκίνησα με τον άντρα μου να ετοιμάζουμε τον γάμο. Σκέφτηκα πως θα πιέσω τον εαυτο μου και θα τον ξεχάσω. Αυτός ορκιζόταν πως δεν είχε γίνει τίποτα, πως με αγαπούσε αλλά δεν τον πίστευα, ήμουν σίγουρη ότι κάτι γινόταν μεταξύ τους.
-Τελικά στον γάμο τί έγινε;
-Στον γάμο και ενώ με κράταγε ο πατέρας μου να με παραδώσει, εγώ να περπατάω σαν χαμένη, εμφανίζεται ο Μπάμπης, με τραβάει από το μπράτσο και μπροστά σε όλους μου λέει “Αν δεν έρθεις τώρα, δεν θα με ξαναδεις ποτέ”. Η καρδιά μου κόντευε να σπάσει. Στιγμιαία σκέφτηκα ότι την πρώτη φορά δείλιασα και είχα κάνει λάθος. Αν τώρα δείλιαζα θα έχανα ξανά αλλά αυτή τη φορά οριστικά, τον άντρα που αγαπούσα αληθινά. Έφυγα μαζί του και δεν κοίταξα πίσω. -Και πού πήγατε; -Πήγαμε και μείναμε σε ένα ξενοδοχείο στο Σούνιο, ξαφνιάστηκε ο ξενοδόχος εγώ με τα τούλια και τα πέπλα και ο Μπάμπης με το τζην. Περάσαμε εκεί το πρώτο και το τελευταίο μας βράδυ, ήταν το ωραιότερο βράδυ όλης μου της ζωής και ας τα πήρε όλα πίσω.
-Τελευταίο βράδυ γιατί;
-Γιατί την άλλη μέρα το πρωί που σηκώθηκα τον βρήκα ξύπνιο. “Πάμε να σε γυρίσω στον άντρα σου” μου είπε. Έμεινα κάγκελο. Άρχισα να ουρλιάζω από τον θυμό μου. Γιατί σταμάτησες τον γάμο, γιατί με έκλεψες αφού δεν είχες σκοπό να με κρατήσεις; ΓΙΑΤΙ ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ ΜΟΥ ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΕΙΣ ΤΗ ΖΩΗ;; φώναζα. Χαμός σου λέω έγινε, κλάμα κακό. Δεν μου έλεγε γιατί, δεν πήρα ποτέ απάντηση από το στόμα του, είχε σκυμμένο το κεφάλι και δεν μίλαγε. Το προηγούμενο βράδυ κοιμήθηκα δίπλα σε έναν άντρα χαρούμενο και αποφασισμένο για τα πάντα και την επομένη, ξύπνησα δίπλα σε έναν άντρα που δεν με ήθελε άλλο στη ζωή του ενώ είχε καταστρέψει τη δική μου.
-Και τί έγινε μετά;
-Την επόμενη μέρα με άφησε στο μαγαζί απ’ έξω. “Δεν θα σε ξεχάσω ποτέ” μου είπε. “Άντε μου στο διάλο” του απάντησα και του πέταξα δυο πέτρες που βρήκα κάτω ενώ έφευγε με το μηχανάκι. Πήρα τηλέφωνο τη μάνα μου στο σπίτι ήρθε και με βρήκε στο μαγαζί και επί τόπου έφυγα και πήγα κι έμεινα τρεις μήνες με μια θεία μου. Μετά από τρεις μήνες γύρισα στους γονείς μου και θες να σου πω και το φοβερό; Ο άντρας μου ήρθε και με ζήτησε. Ξανά. Και ο γάμος έγινε κανονικά αυτή τη φορά. Καλά ο πατέρας μου στην αρχή ούτε να με δει αλλά μόλις άκουσε ότι θα γίνει ο γάμος έκανε πίσω.
-Πλάκα μου κάνεις τώρα! Σε δέχτηκε μετά από όλα αυτά; -Κι όμως. Μ’ αγαπούσε πάρα πολύ. Κάναμε δυο παιδιά μαζί, έζησα μαζί του μια ήρεμη ζωή, ποτέ δεν μου χτύπησε που τον άφησα για άλλον, την κακή του την κουβέντα δεν την άκουσα. Πέθανε από ανακοπή όταν ήμουν 30 χρονών και με άφησε μόνη με δυο μικρά παιδιά τότε. Ευτυχώς είχα τους γονεις μου, που μου στάθηκαν. -Ο Μπάμπης έμαθες ποτέ τί έγινε; -Αμε! Ο Μπάμπης γύρισε στο νησί γιατί είχε μια σχέση εκεί και είχε αφήσει την κοπέλα έγκυο. Το έμαθε όταν πήρε τηλέφωνο το βράδυ που κοιμόμουν να της πει ότι χωρίζουν και αυτή του είπε ότι περιμένει παιδί. Παντρεύτηκε μαζί της και έκαναν τρία παιδιά. Βρεθήκαμε πέρσι στο facebook και μου τα είπε όλα. Μιλάμε που και που…
-Τον έχεις συγχωρέσει;
-Αλήθεια θα σου πω, δεν του κρατώ κακία αλλά όχι δεν μπορώ να το συγχωρέσω. Γιατί μπορεί να πέρασα μια καλή ζωή με τον άντρα μου αλλά ο Μπάμπης, με καταδίκασε να την περάσω χωρίς έρωτα. Γιατί εγώ αυτόν ήθελα. Ξέρω δεν ακούγεται ωραίο αλλά η καρδιά δεν ρωτά…. Η παρέα άκουγε αποσβωλομένη την ιστορία, μια κοπέλα ακούγοντας όλα αυτά, κάθε τόσο σκούπιζε τα μάτια της από τη συγκίνηση. Γιατί έτσι είναι οι μεγάλοι έρωτες, δεν φοράνε νυφικό. Φοράνε σάβανο και κάπου κάπου όταν πίνουν ένα τσιπουράκι θυμούνται το πένθος τους και κλαίνε.
“Καλέ βγάζετε να πληρώσετε, τρελλαθήκατε; Τα τσίπουρα είναι από μένα!” μας είπε η κυρία Όλγα. “Σ’ ευχαριστούμε” της είπαμε. “Εύχομαι μια μέρα να είστε ξανά μαζί” της είπα σιγανά στο αυτί. Χαμογέλασε πονηρά. Κι εκείνη το ίδιο εύχεται…