Γράφει ο Τριστάνος
Η εύκολη λύση ήμουνα, η αστείρευτη καβάντζα.
Όποτε με χρειαζόσουν ήμουν εκεί, ελπίζοντας ότι το ενδιαφέρον σου θα είναι αληθινό αυτή τη φορά και όχι επειδή δεν έβρισκες κάποιον άλλον πιο εύκαιρο.
Οπότε ήθελες αγκαλιές και χαμόγελα ήξερες ποιον θα πάρεις τηλέφωνο. Παρατούσα τα πάντα και σε λίγη ώρα ήμουν δίπλα σου, ικανοποιώντας τις ορέξεις σου, νομίζοντας ότι σου έλειψα και είχες μεγάλη επιθυμία να με δεις.
Μετά οι μέρες περνούσαν δίχως ένα μήνυμα, ένα τηλέφωνο, μια υπενθύμιση της παρουσίας σου. Κάθε λίγο κοιτούσα κλεφτά το κινητό, παρακαλώντας μέσα μου για μία ειδοποίηση, ένα δείγμα ενδιαφέροντος που θα μου άλλαζε όλη τη διάθεση.
Μια διάθεση, που είχε μονίμως καθοδική πορεία, εκτός από εκείνες τις μέρες που έβρισκες χρόνο – όπως έλεγες – και για μένα, μέσα στις τόσες υποχρεώσεις σου.
Όσες φορές σε χρειάστηκα – ένα βήμα πριν την κατάρρευση – πάντοτε είχες μια ασχολία που δεν γινόταν να περιμένει. Μόνο εγώ μπορούσα να περιμένω και να κάνω υπομονή, εφόσον κάποια στιγμή θα άλλαζαν τα πράγματα – έτσι όπως μου υποσχόσουν, κάθε φορά που με έπνιγε η απογοήτευση και με έπιανε το παράπονο.
Μια βοηθητική λύση ήμουν, σαν εκείνες τις γεννήτριες, που σαπίζουν στα υπόγεια και τις θυμούνται μόνο όταν πέσει το ρεύμα για λίγες ώρες και είναι έτοιμες να τα δώσουν όλα, αδιαμαρτύρητα. Μετά όμως, παραμένουν πάλι ξεχασμένες, μέχρι να τύχει ξανά να τις χρειαστούν.
Αναπληρωματικός ήμουν, σε ένα γήπεδο που έπρεπε να παίζω βασικός και όχι να κάθομαι στον πάγκο, ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή θα με βάλει ο προπονητής, για να χαρώ και γω το παιχνίδι. Μάταια όμως, μια φτηνή ρεζέρβα ήμουν, που κάλυπτε μερικά κενά!
Ήμουν η αγκαλιά που δεν μπορούσε να σου πει όχι. Δίχως δεσμεύσεις και πίεση. Δεν άντεχες άλλωστε την πίεση. Ούτε μου είχες υποσχεθεί μονιμότητα. Αυτά ήταν για τις “κοινές σχέσεις”, η δική μας ήταν ξεχωριστή όμως. Κούνια που σε κούναγε…
Σου έχω νέα όμως και είμαι σίγουρος ότι δεν θα σου αρέσουν καθόλου.
Κουράστηκα να είμαι “εκεί”, μόνο για σένα, ενώ εσύ να μην υπάρχεις ποτέ. Σιχάθηκα τον εαυτό μου να σε παρακαλάω και να μην έρχεσαι τα βράδια. Να εθελοτυφλώ ξέροντας μέσα μου την αλήθεια, ξεσκίζοντας καθημερινά την ψυχή μου.
Κουράστηκα να είμαι η εύκολη λύση, σε ένα παιχνίδι που τους κανόνες τους έβαζες εσύ, χωρίς να λαμβάνεις υπόψη τις δικές μου ανάγκες, τα δικά μου αισθήματα, τα δικά μου “θέλω”!
Κουράστηκα να προσπαθώ να χορτάσω με ψίχουλα, ενώ μπορώ να έχω ολόκληρο το καρβέλι. Γι’ αυτό το λόγο αποχωρώ από την λίστα σου. Η καβάντζα σου, “σας τελείωσε”
Και να σου πω και κάτι, δεν θα στεναχωρηθώ και πολύ, διότι δεν έχασα κάποια που με αγαπούσε. Εσύ όμως έχασες την τυφλή αγάπη μου.
Παίρνω την αξιοπρέπεια μου και αποχωρώ λοιπόν, διότι μόνο αυτή μου έμεινε να μου θυμίζει ότι είμαι άνθρωπος και εγώ.
Κάτι που με είχες κάνει να το ξεχάσω για πολύ καιρό και ήρθε η ώρα να το θυμηθώ ξανά!