Ο Θανάσης Τριαρίδης είναι ο γιατρός ήρωας που πάλευε με τον καρκίνο και συνέχισε να χειρουργεί καρκινοπαθείς
Αν ζούσε ο Θανάσης, σήμερα θα γινόταν πενήντα τεσσάρων χρονών. Θα το γιορτάζαμε φυσικά στη Μακραφού (πού αλλού;), φίλοι παλιοί και φίλοι καινούριοι, όλοι μαζί – όπως πάντοτε.
Θα ήμασταν στην θάλασσα από το δειλινό μέχρι το ξημέρωμα, θα καπνίζαμε τρομερά τσιγάρα, θα χορεύαμε ακούγοντας δαιμονικές μουσικές, Ραμόνες και Τζόι Ντιβίζιον και Κλας και Κουήν και άλλα πολλά. Και εκείνος θα στροβιλίζονταν με το τσιγάρο στο ένα χέρι και το ποτό στο άλλο, στο κέντρο του υπέροχου πανηγυριού που έστηνε διαρκώς για να αυξήσει την επικράτεια της ζωής μας.
Ο γιατρός Θανάσης Τριαρίδης, ο αγαπημένος μου ξάδελφος με τον οποίο είχαμε το ίδιο όνομα, γεννήθηκε στις 9 Ιουλίου του 1966 και πέθανε στις 13 Δεκεμβρίου του 2013.
Όλο και περισσότεροι στη Θεσσαλονίκη λένε την ίδια ιστορία, κάτι σαν έναν αλλόκοτο αστικό θρύλο: ένας καρκινοπαθής γιατρός που επί εννιά χρόνια έβγαινε από τις πιο σκληρές χημειοθεραπείες και έμπαινε κατευθείαν στα χειρουργεία των ασθενών του, τα οποία έβαζε έξτρα και απολύτως εθελοντικά ενάντια σε κάθε λογική και κάθε φυσική αντοχή.
Και το απογεύματα έβαζε έξτρα και εθελοντικά εξωτερικά ιατρεία, για ΌΛΟΥΣ, χωρίς βιβλιάριο, χωρίς ραντεβού…
Πριν από λίγο καιρό, γνώρισα στο τρένο μια γυναίκα, κοντά στα πενήντα, παντρεμένη, με μεγάλα παιδιά.Ο Θανάσης είχε χειρουργήσει τον πατέρα της.
«Όλοι οι συγγενείς των ασθενών ξέραμε την ιστορία του και τον λογαριάζαμε για άγιο ή για τον Σούπερμαν… Τον γνώρισα μόλις για λίγες μέρες – κι όμως ακόμη και μιλάω μαζί του, σαν είναι κάποιος πολύ δικός μου… Όποτε θέλω να βρω νόημα, τον σκέφτομαι… Ντρέπομαι που σας το λέω, αλλά αισθάνομαι σαν ερωτευμένη…» Χαμογέλασα: «Να μην ντρέπεστε καθόλου… Όλοι ήμασταν ερωτευμένοι με τον Θανάση…»
Τη φωτογραφία μου την έστειλε η Αλέκα Ν. λίγους μήνες μετά τη φυγή του. Είναι, βέβαια, στη Μακραφού, στο πράσινο σπίτι, στην καρδιά του οργιαστικού καλοκαιριού, κάπου στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’80 – ίσως 1986, ίσως 1987. Οι πετσέτες του μπάνιου στεγνώνουν στα κάγκελα. Λίγο παραδίπλα στον κήπο θα ήταν ο Ντίνος με το λάστιχο στο χέρι να ποτίζει.
Ο καφές θα έμενε ατέλειωτος. Σε λίγο ο Θανάσης θα σηκώνονταν και θα μου έλεγε «ξάδελφε, φύγαμε…», φράση που σήμαινε πως οι ώρες της σκιάς τέλειωσαν, πως επιτέλους έπρεπε να πάμε να μαζέψουμε χταπόδια.
Μα τώρα δεν υπάρχει πια χρόνος, ούτε και θάνατος, υπάρχει μονάχα αυτό το κάτι στα μάτια του, στην άκρη των χειλιών του.
Πηγή : alithinesgynaikes.gr