Από παιδί θυμάμαι προσπαθώ να κλέψω το γλυκό μέσα απ ‘το βάζο κι εσύ όλο νόημα και ένα πονηρό χαμόγελο να με κοιτάς, γνέφοντας μου σαν μια μικρή υπόσχεση πως θα μου βάλεις όσο θέλω, αλλά και λίγο παραπάνω, αρκεί να μην κάνω καμία ζαβολιά.
Φυλάω τσίλιες μη μας δει η μαμά κι εσύ γεμίζεις το κρυστάλλινο πιατάκι με μπόλικο γλυκό βύσσινο απ ‘τα χεράκια σου. Είναι που τόσο μου άρεσε και μ’ αρέσει ακόμα κι ας μη μπορείς να μου το φτιάξεις πια η ίδια.
Η αίσθηση, η μυρωδιά, η γεύση, όλα έχουν μείνει. Αναμνήσεις απ’ το σπίτι να μοσχοβολάει κάθε φορά κι εγώ γυρνώντας απ’ το σχολείο σαν σίφουνας να μπαίνω μέσα και να βροντοφωνάζω «Θα φάμε γλυκό μετά το μεσημεριανό! Γιούπι! Σ ‘αγαπάω γιαγιά!».
Γιαγιάδες παντός τύπου, αξία ανεκτίμητη. Σε πιάνουν απ’ το μικροσκοπικό σου χεράκι και σε ταξιδεύουν σε αυλές να σου δείξουν τις κοτούλες και τ’ άλλα ζωάκια της φάρμας κάτι καλοκαίρια στο χωριό. Σου λένε παραμύθια και σε νανουρίζουν κι εσύ πάντοτε ζητάς κι άλλο γιατί ποτέ δεν κοιμάσαι και περιμένεις μιαν ακόμα ιστορία.
Σε μπουκώνουν στο φαί γιατί «Αν δε φας όλο σου το φαγητό, μετά παγωτό δεν έχει!» και σου πλέκουν ζιπουνάκια με λουλούδια χρωματιστά, μην πουντιάσεις κι αρρωστήσεις. Αλλά ακόμα κι όταν συμβαίνει αυτό, γιατί είσαι παιδί, η ζεστή σουπίτσα απ’ τα ροζιασμένα της χέρια σε περιμένει στο τραπέζι, σωστό γιατρικό και βάλσαμο.
Και τα χρόνια περνούν κι εσύ μεγαλώνεις και μεγαλώνει κι εκείνη κι ο κύκλος της ζωής πάντοτε σου υπενθυμίζει σκληρά πως ο χρόνος δεν είναι με το μέρος κανενός. Τη βλέπεις να γερνάει μέρα με τη μέρα, πολλές φορές απότομα και κάπως άδικα.
Όμως είναι εκεί πάντα και για τα πάντα. Μπορεί να μην είναι τόσο «ενεργή», ωστόσο θα σου κόψει ένα μήλο που είναι το αγαπημένο σου και θα στο φέρει η ίδια στο δωμάτιο κι ας πονάνε τα πόδια και η μέση της.
Θα σε ρωτήσει όλο στοργή κι ενδιαφέρον πώς ήταν η μέρα σου, το βράδυ που γυρνάς αργά στο σπίτι –εννοείται δε θα έχει κλείσει μάτι μέχρι τότε– και θα περιμένει όλο ανυπομονησία να της την περιγράψεις κι ας μην ακούει τόσο καλά πια. Μόνο όταν συμβεί αυτό θα κοιμηθεί ήρεμη.
Ακόμα και τώρα θα σε συμβουλέψει «Να προσέχεις στο δρόμο, υπάρχουν επικίνδυνοι. Τα βλέπω εγώ στις ειδήσεις τι γίνεται! Να βρεις ένα καλό παιδί να σε φροντίζει και να σ’ αγαπάει. Να ‘ναι μορφωμένος και σοβαρός και να μην έχει πολλά μούσια, να ‘χει πρόσωπο καθαρό!» Γελάς εσύ κάθε φορά με όλα αυτά και λες τα δικά σου, όμως η γιαγιά ξέρει. Και ξέρεις ότι ξέρει, γιατί κι εσύ κατά βάθος αυτό θες. Συν τα μούσια!
Παρόλο που πλέον εκείνη έχει ανάγκη την απόλυτη προσοχή σου –μην πέσει, μη χτυπήσει, μην ξεχάσει να πάρει τα χάπια της– οι ρόλοι δεν έχουν αντιστραφεί κι αυτό δε θα γίνει ποτέ, γιατί πάντα θα είσαι το μικρό της, το μπιμπελό της, η ζωή της.
«Του παιδιού μου το παιδί, είναι δυο φορές παιδί». Εμ, τι νομίζετε τζάμπα βγαίνουν οι λαϊκές ρήσεις; Σε είδε να κάνεις τα πρώτα σου βήματα, ήταν εκεί σε κάθε στιγμή, στο πρώτο σου δόντι, τα κλάματα, τα χτυπήματα, τα γενέθλια και τις χαρές σου όλες και κάθε Χριστούγεννα πάντοτε σου έπαιρνε τα καλύτερα δώρα και σου έφτιαχνε το αγαπημένο σου φαγητό.
Ύστερα σε είδε να περνάς στο Πανεπιστήμιο κι όλο υπερηφάνεια και καμάρι έλεγε στις φίλες της «Ναι ναι, πέρασε το παιδί! Θα γίνει δημοσιογράφος!». Βέβαια στην αποφοίτηση σου δεν κατάφερε να έρθει. Απόλαυσε τις φωτογραφίες πολύ όμως και το φόρεμα στο έραψε η ίδια. Πόσο θα ήθελε να είναι εκεί…
Γιαγιάδες ενωμένες, ποτέ νικημένες. Σου στέκονται σα μάνες και δε φεύγουν στιγμή, κι ας ξέρεις πως θα φύγουν γρήγορα ή αργά, γιατί έτσι επιβάλλουν οι νόμοι της φύσης, γιατί έτσι είναι η ζωή.
Πάντα έχουν μια καλή ιστορία να μοιραστούν, μια συμβουλή να δώσουν κι ένα φιλί στο μέτωπο όλο αγάπη να σου χαρίσουν, αφού σκύψεις αρκετά πια για να τις φτάσεις. Αγαπούν δίχως όρια, το εκφράζουν με κάθε τρόπο. Πολλές απ’ αυτές δυσκολεύονται να μιλήσουν ξέρετε, όμως κατάκοιτες έστω στο κρεβάτι θα σου σφίξουν το χέρι και θα σε κοιτάξουν βαθιά με τα ρυτιδιασμένα, όμως πάντοτε καθάρια μάτια τους και θα στο φωνάξουν «Είμαι εδώ. Για σένα. Δε σ ‘άφησα ποτέ. Μη μ’ αφήσεις!»
Πολλές από αυτές δεν είναι πια εδώ και ταυτόχρονα ποτέ δε σταμάτησαν να είναι. Τις βλέπεις ακόμα στην κουζίνα να σου μαγειρεύουν, να σε νταντεύουν και γλυκά να σε κοιτούν κι εκείνες σε χαζεύουν από ψηλά και σε καμαρώνουν.
Να τις αγαπάτε τις γιαγιάδες σας παιδιά και να τις προσέχετε όσο τις έχετε. Αν η μάνα, είναι μάνα μια φορά, η γιαγιά είναι όντως δύο. Και αν πια δεν είναι, το γλυκό βύσσινο υπάρχει ακόμα εκεί να τη θυμίζει και να σας κάνει να τη ζείτε ξανά. Για πάντα.