Τους ανθρώπους με το πεινασμένο μάτι να φοβάσαι παιδί μου.
Εκείνους που είναι τόσο μίζεροι που δεν κατάφεραν ποτέ να απολαύσουν τίποτα. Δεν είναι πως δεν τους δόθηκε. Είναι πως αυτό που τους δόθηκε δεν τους έφτανε.
Το ήθελαν “όλο” και το ήθελαν “μόνο δικό τους”. Αντί να απολαύσουν το τώρα, την στιγμή, εκείνα που τους δινόντουσαν, εκείνοι θέλανε “κι άλλο”, “παραπάνω”. Και κανείς δεν τους έμαθε πως οι αποκλειστικότητες, είναι για τους δημοσιογράφους και τους εpαστές.. όχι για τους φίλους. Όχι για τις παρέες. Όχι για την υπόλοιπη ζωή.
Είναι εκείνοι που ακόμα και το χαμόγελό τους είναι μίζερο και μετρημένο και ποτέ δεν φτάνει από τα χείλια τους στα μάτια τους. Δεν μπορούν να χαρούν με καμιά χαρά, γιατί για εκείνους η χαρά σου είναι απλά ένα “γιατί όχι εγώ”. Θα πάρουν τις λέξεις σου, τις εκφράσεις σου, θα υιοθετήσουν εκείνα που εσύ αγαπάς και στο τέλος θα προσπαθήσουν να ζήσουν την ζωή σου.
Μόνο που κανείς δεν τους είπε πως η ζωή σου, δεν ήταν ποτέ στρωμένη με ροδοπέταλα. Έχεις περάσει δυσκολίες, έχεις πέσει κι έχεις γκρεμοτσακιστεί, έχεις πονέσει κι έχεις ματώσει. Δεν σου δόθηκε τίποτα απλόχερα και χωρίς κόπο. Μόνο που κάθε φορά που έπεφτες, σηκωνόσουνα και χαμογελούσες. Έκλεινες το μάτι στην ζωή και συνέχιζες.. Δεν μοιρολατρούσες. Δεν κοιτούσες δίπλα σου για να προσκοληθείς. Δεν ζήλευες την ευτυχία κανενός. Μόνος σου την έχτιζες την ζωή σου, κομματάκι κομματάκι.
Κι ήταν μια ζωή που τους χώραγε όλους μέσα της! Όλους εκτός από τους μίζερους. Εκτός από εκείνους τους κισσούς που ζουν από την ζωή σου. Όλους εκτός από εκείνους τους αχάριστους που δεν έμαθαν ποτέ να δίνουν αγάπη χωρίς αντάλλαγμα. Να δίνουν χαρά χωρίς προσδοκία. Να δίνονται απλόχερα από ψυχής.
Ναι ρε φίλε, αυτούς τους ανθρώπους η δική μου η ζωή, δεν τους χωράει. Απλά γιατί στην δική μου την ζωή, το “περνάω καλά”, σημαίνει μια μέρα στην θάλασσα με φίλους, μπύρες και ιστορίες. Με γέλια και δάκρυα μα πάνω από όλα με αληθινά χαμόγελα. Ένα μεσημέρι σε μια πισίνα τα παιδιά μου να δοκιμάζουν τα όρια μου και να με βάζουν να ξεπεράσω αναστολές, φόβους και φοβίες, κάνοντάς με στο τέλος να βουτάω ατρόμητη, από την νεροτσουλήθρα. Ένα απόγευμα σχεδιάζοντας εικόνες για την καινούρια ιστορία που γράφεται. Ένα βράδυ στο μπαλκόνι παίζοντας μπιρίμπα μέχρι το πρωί. Ένα ξημέρωμα στην αγκαλιά του άντρα μου, να μιλάμε για ταξίδια και θάλασσες.
Λυπάμαι μα μεγάλωσα πολύ για να δέχομαι, να ανέχομαι και να αντέχω τους ανθρώπους που ζουν στην μιζέρια, την ζήλεια και την τοξικότητά τους.
Έχει σηκώσει μελτέμι σου λέω… και καθαρίζει πάλι τον ορίζοντα!
Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου