Πέθαναν μόνοι, κανείς δεν τους αναζήτησε για μία εβδομάδα. Δυο γεροντάκια ανάμεσα σε εκατομμύρια Αθηναίους
Πριν καιρό ένας γνωστός μου διηγήθηκε μια ιστορία. Συγκλονιστική, ανθρώπινη, και συνάμα τραγική. Μου είπε λοιπόν:
«Χρόνια πριν, φοιτητής στην Αθήνα, νοίκιαζα ένα φοιτητικό σπίτι. Ιδιοκτήτρια μια ηλικιωμένη κυρία, χήρα, χωρίς παιδιά και με ελάχιστους συγγενείς στην Πελοπόννησο, που σπάνια έβλεπε.
γράφει ο Βασίλης Σ. Κανέλλης – in.gr
Η καλή αυτή κυρία δεν ήθελε να βάζω το ενοίκιο στην τράπεζα για έναν και μόνο λόγο:
Ηθελε κάθε μήνα να πηγαίνω στο σπίτι της στην Κυψέλη να της δίνω τα χρήματα του ενοικίου και να μου φτιάχνει έναν καφέ. Εκείνη η μία ώρα που πήγαινα και της μιλούσα ήταν γι’ αυτήν η καλύτερη ώρα του μήνα.
Γιατί ήταν και η μόνη που έβλεπε κάποιον άνθρωπο. Τα κινητικά της προβλήματα δεν της επέτρεπαν να βγαίνει για ψώνια, της τα έφερναν στην πόρτα κι έφευγαν.
Λοιπόν, εγώ ήμουν η παρέα της για μία ώρα τον μήνα. Ακόμη κι όταν της καιγόταν μια λάμπα, με περίμενε για την αλλάξω, εγώ ο άγνωστος φοιτητάκος. Αργότερα έμαθα ότι η καλή γιαγιά έφυγε από την Αθήνα, πήγε στους δικούς της και πέθανε, τουλάχιστον όχι μόνη στο ανήλιαγο διαμέρισμα της Κυψέλης».
Θυμήθηκα αυτή την ιστορία με αφορμή το τραγικό γεγονός και πάλι στην Κυψέλη. Τι σύμπτωση, ίδια συνοικία.
Ένα ζευγάρι ηλικιωμένων, 92 ετών ο άνδρας, 90 η γυναίκα, βρέθηκαν νεκροί, από φυσικά αίτια, μέσα στο σπίτι τους.
Είχαν πεθάνει πριν από 7-8 ημέρες και μόνο η μυρωδιά των σωμάτων που άρχισαν να λιώνουν, πρόδωσε αυτή την τραγική ιστορία.
Οι πρώτες πληροφορίες λένε ότι πέθανε ο σύζυγος και η γυναίκα, που δεν μπορούσε να αυτεξυπηρετηθεί, κατέληξε κι αυτή αβοήθητη, αφυδατωμένη, μόνη μέσα στην Αθήνα των 4 εκατομμυρίων πολιτών.
Τι τραγικό αυτό το καλοκαίρι. Δολοφονίες, γυναικοκτονίες, αυτοχειρίες απελπισίας και τώρα αυτό;
Δύο αβοήθητοι ηλικιωμένοι, που δεν τους αναζήτησε κανείς εδώ και μία εβδομάδα;
Δεν είχαν συγγενείς; Ηταν σε διακοπές;
Δεν είχαν κάποιον να προστρέξει, να τους δει, να μάθει αν είναι καλά κι αν χρειάζονται βοήθεια;
Γείτονες δεν υπήρχαν ή φίλοι της συνοικίας να αναρωτηθούν: «Που είναι αυτά τα κακόμοιρα γεροντάκια; Γιατί δε βγήκαν για ψωμί στο φούρνο, για φρούτα στο μανάβικο, για ένα «καλημέρα» στον ψιλικατζή της γειτονιάς;
Ολοι αγνοούσαν την ύπαρξή τους, όλοι ξέχασαν ότι κάποτε ήταν νέοι, «πνίγονταν» από τους χυμούς της νιότης;
Ηταν κάποτε παιδιά που σίγουρα έπαιζαν στις αλάνες του χωριού τους.
Ηταν κάποτε νέοι που ερωτεύτηκαν, αγαπήθηκαν, εργάστηκαν σκληρά, άφησαν το χνάρι τους στον κόσμο αυτό.
Ηταν συνάνθρωποί μας, ίσως τους είχαμε συναντήσει στο δρόμο, στη γειτονιά, στο λεωφορείο.
Μπορεί να ήταν συντοπίτες μας, ίσως και μακρινοί συγγενείς μας.
Φαίνεται, όμως, πως ήταν και ξεχασμένοι. Είχαν ο ένας τον άλλον στο τέλος της ζωής τους, αλλά δεν έφτασε για να αποφύγουν τον τραγικό θάνατο.
Τον κανονικό θάνατο, δηλαδή τη φυγή από τον κόσμο, αλλά και τον άλλον. Το θάνατο της μοναξιάς σε ένα διαμέρισμα της απρόσωπης Αθήνας.
Μια παλιότερη έρευνα αναφέρει ότι σχεδόν μισό εκατομμύριο ηλικιωμένοι ζουν μόνοι τους στη χώρα μας. Σίγουρα εκατοντάδες χιλιάδες είναι ζευγάρια ηλικιωμένων που δεν έχουν κανέναν να τους στηρίξει.
Ξεχασμένοι σε διαμερίσματα, σε οίκους ευγηρίας, ακόμη και σε ιδρύματα της Εκκλησίας που πηγαίνουν για ένα πιάτο φαΐ, για ένα κρεβάτι ή για μια κουβέντα με κάποιον.
Δεν αντέχεται αυτή η είδηση. Δεν χωνεύεται, περισσότερο ίσως και από τις υπόλοιπες.
Γιατί είναι οι παππούδες μας, οι γονείς μας και οι θείοι μας. Γιατί είδαν το θάνατο κατάματα και ήταν μόνοι τους. Κανείς δεν τους χάιδεψε το χέρι στο τέλος της ζωής τους.
Κανείς δεν έχυσε ένα δάκρυ, βλέποντας τους απόκληρους της ζωής να φεύγουν για το μεγάλο ταξίδι.
Μακάρι να μην έζησαν όπως πέθαναν. Απαρατήρητοι δηλαδή.
Μακάρι να είχαν μια γεμάτη ζωή. Γεμάτη με έρωτες, αγάπες, γλέντια, χορούς και πανηγύρια.
Μακάρι όλα αυτά, μόνο και μόνο για να άξιζε η ζωή τους περισσότερο από τον μοναχικό θάνατό τους.
Να μην ξεχνάτε τους δικούς σας. Να μην τους εγκαταλείπετε. Να τους σκέφτεστε, να τους μιλάτε, να τους στηρίζετε, να τους δίνετε αγάπη, συντροφιά.
Οσο μεγάλοι κι αν είναι, όσο παραιτημένοι από τη ζωή, όσο χαμένοι στις αναμνήσεις μιας ένδοξης νιότης.
Όμως, δεν είναι μόνον οι συγγενείς που πρέπει να μην ξεχνούν. Η Πολιτεία που είναι;
Διαβάζουμε μια πρόσφατη ανακοίνωση που λέει ότι η Ελλάδα είναι μία από τις ελάχιστες ευρωπαϊκές χώρες όπου η Γηριατρική δεν είναι αναγνωρισμένος κλάδος της ιατρικής και οι Έλληνες ένας από τους τελευταίους λαούς του ανεπτυγμένου κόσμου που δεν επωφελούνται από τις υπηρεσίες που απορρέουν από την ανάπτυξη της Γηριατρικής και την ενσωμάτωσή της στο Σύστημα Υγείας.
Γιατί; Γιατί να είμαστε τελευταίοι σε μια ακόμη θλιβερή στατιστική; Ισως στη θλιβερότερη, σ’ αυτήν που δεν σέβεται τον απόμαχο της ζωής;
Μήπως γιατί μας τυφλώνει η αλαζονεία της νιότης; Μα κι εμείς εκεί δεν θα καταλήξουμε; Θέλουμε την ίδια τύχη;
Σε ένα δυστοπικό κείμενό του ο μεγάλος Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης είχε γράψει:
«Xειμών βαρύς, οικία καταρρέουσα, καρδία ρημασμένη. Mοναξία, ανία, κόσμος βαρύς, κακός, ανάλγητος. Yγεία κατεστραμμένη. Σώμα βασανισμένον, φθαρμένον, σωθικά λυωμένα. Δεν ημπορούσε πλέον να ζήση, να αισθανθή, να χαρή».
Λέτε και το τραγικό ζευγάρι της Κυψέλης να παραιτήθηκε από τη ζωή γιατί δεν άντεχε άλλο τη μοναξιά;