Ένα ακόμη λουκέτο έρχεται να προστεθεί στον κατάλογο με επιχειρήσεις που φεύγουν από την Ελλάδα.
Με όνομα «βαρύ» και ιστορία 152 χρόνων η Πίτσος, η εταιρεία που κάποτε έμπαινε σε όλα τα ελληνικά σπίτια, φτάνει στο τέλος της παραγωγής στην Ελλάδα. Την απόφαση να αποχωρήσει από την παραγωγική της δραστηριότητα στην Ελλάδα έλαβε η γερμανική εταιρεία BHS, βάζοντας λουκέτο στο εργοστάσιο της Πίτσος στο Ρέντη.
Άλλωστε η Πίτσος, έπαψε να είναι ελληνική εδώ και πολλές δεκαετίες.
Η διοίκηση της πολυεθνικής ενημέρωσε τους επικεφαλής της ελληνικής θυγατρικής της ότι η μονάδα της στην Ελλάδα (BSH Οικιακές Συσκευές ΑΕ – πρώην Πίτσος) θα λειτουργήσει μέχρι τα τέλη του 2018 και στη συνέχεια θα κλείσει καθώς δεν μπορεί να υποστηρίξει την παραγωγή οποιουδήποτε προϊόντος του ομίλου.
Η γερμανική πολυεθνική είχε από καιρό σχεδιάσει την αποχώρηση μεταφέροντας την παραγωγή κουζινών στις μονάδες που διαθέτει στην γειτονική Τουρκία.
Έτσι λοιπόν η επιχείρηση που έφτασε να κατασκευάζει μέχρι και τρίκυκλα στην Ελλάδα, αποχωρεί από τη χώρα.
Η βαριά ιστορία της Πίτσος στην Ελλάδα
Η Πίτσος είναι μια εταιρεία με μεγάλη ιστορία στη χώρα. Ιδρύθηκε πριν από 152 χρόνια το 1865 από την ομώνυμη οικογένεια και για πολλές δεκαετίες (μαζί με την ΙΖΟΖΑ και την ΕΣΚΙΜΟ) έμπαινε τα ελληνικά νοικοκυριά με λευκές ηλεκτρικές συσκευές, φέρνοντας «επανάσταση».
H «γέννηση» της Πίτσος έγινε σε ένα μικρό μαγαζί επί της οδού Περικλέους στην Aθήνα. Eκεί κατασκευάζονταν μικρές οικιακές συσκευές της εποχής, από ψυγειάκια νερού με μικρό βρυσάκι που συνήθιζαν τότε οι νοικοκυρές να κρεμούν στον τοίχο, μέχρι «φανάρια» για τα τρόφιμα, φαράσια, μαχαιροπήρουνα και αργότερα θερμάστρες και γκαζιέρες που εξάγονταν σε αρκετές χώρες.
Όταν η επιχείρηση εισήλθε στην αγορά λευκών συσκευών βρέθηκε «απέναντι» στην ήδη καθιερωμένη Iζόλα και αργότερα προστέθηκε και η Eσκιμό. O ανταγωνισμός οδήγησε στην απόφαση για το μεγάλο βήμα, το εργοστάσιο που χτίστηκε το 1959, σε έκταση στο Pέντη. Eκεί στήθηκαν οι νέες γραμμές παραγωγής και την ίδια χρονιά κατασκευάστηκε το πρώτο ηλεκτρικό ψυγείο, για να ακολουθήσουν οι καταψύκτες και οι κουζίνες.
Aγρότερα ξεκίνησε και η παραγωγή των πρώτων ασπρόμαυρων τηλεοράσεων. Οι Έλληνες έδωσαν αξία στο brand και τα ποιοτικά στάνταρτ των προϊόντων της Πίτσος.
Αργότερα μπήκε και σε άλλες συσκευές, έφτασε στο σημείο να κατασκευάζει ακόμη και τρίκυκλα, ενώ προκάλεσε το ενδιαφέρον των Γερμανών και το 1974 ξεκίνησε η έναρξη της συνεργασίας με τη Siemens Α.Ε.
Η απεργία που έμεινε στην ιστορία
Λίγο αργότερα όμως μια μεγάλη απεργία στα εργοστάσια της Πίτσος θα μείνει στην ιστορία.
Στις 10 Δεκέμβρη 1975, περίπου 1.500 εργαζόμενοι στο εργοστάσιο ξεκίνησαν κινητοποιήσεις με 7ωρες στάσεις εργασίας, διεκδικώντας 35% αυξήσεις στο μεροκάματο, 2.000 δραχμές αύξηση στους μισθούς και αναπροσαρμογή του επιδόματος παραγωγής.
Όπως έγραψε ο «Ριζοσπάστης» η απεργία κράτησε σχεδόν 40 ολόκληρες μέρες. Στις 16 Δεκέμβρη, η εργοδοσία κήρυξε «λοκ άουτ». Το πρωί εκείνης της μέρας, ισχυρή αστυνομική δύναμη με επικεφαλής τον αστυνομικό διευθυντή και τον εισαγγελέα Πειραιά παρατάχθηκε έξω από το εργοστάσιο.
Ακολούθησε ανακοίνωση της εργοδοσίας ότι δεν πρόκειται να καταβάλει τα μεροκάματα των ημερών που γίνονται στάσεις εργασίας και διαρκεί το «λοκ άουτ».
Όπως έγραφε η εφημερίδα στις 14 Ιανουαρίου του 1976 η αστυνομία του Πειραιά χτυπά τους απεργούς, όταν αυτοί δεν άφησαν να περάσουν στο εργοστάσιο 150 εργάτες που μετέφερε η εταιρεία από το Βόλο. Αρχικά, κατάβρεξαν τους απεργούς με πυροσβεστικές αντλίες και μετά με τα γκλομπ.
Τελικά, στις 26 Γενάρη οι εργαζόμενοι επέστρεψαν στη δουλειά τους, αφού πρώτα έχουν πετύχει αύξηση του μεροκάματου κατά 20%, εξομοίωση του μπόνους παραγωγής για άνδρες και γυναίκες και αύξησή του κατά 25%, καταβολή 5.000 δραχμών για τις μέρες της απεργίας, επαναπρόσληψη των απολυμένων και δέσμευση ότι δε θα γίνουν απολύσεις…
Η απεργία αυτή άφησε τα σημάδια της στην εταιρεία…
Οι εργαζόμενοι ήταν σε απόλυτη σύγκρουση με τη διοίκηση του Απόστολου Πίτσου, ενώ οι τραυματίες και οι συλλήψεις έδωσαν στο θέμα μεγάλη έκταση. Τα πράγματα είχαν οδηγηθεί στα άκρα.
Τότε ο Απόστολος Πίτσος αποφασίζει την πώληση της πλειοψηφίας των μετοχών της εταιρείας στην πολυεθνική Siemens που τότε ξεκινούσε ένα ευρύ πρόγραμμα παγκόσμιας εξωστρέφειας.
Το 1977 η «Βosch-Siemens Hausgerate GmbΗ» εξαγοράζει το 60% της «Πίτσος Α.Ε.».
Οι Γερμανοί για λόγους μάρκετινγκ επέλεξαν να διατηρήσουν την ιστορική επωνυμία, συνεχίζοντας την παραγωγή στο εργοστάσιο του Ρέντη και γνωρίζοντας τη σημασία που έχει το όνομα «Πίτσος» για τους Έλληνες.
Σύντομα, η γερμανική πλέον Πίτσος θα σαρώσει την αγορά. Το 1986 θα εκκινήσει ο όμιλος συνεργασία με τη Robert Bosch για τη διανομή των οικιακών συσκευών της στην Ελλάδα, τρία χρόνια μετά θα γίνει έναρξη παραγωγής των νέων ψυγείων ΝΟ FRΟSΤ, το 1990- 1992 θα γίνει το λανσάρισμα μιας γκάμας νέων προϊόντων για τον ηλεκτρικό εξοπλισμό των νοικοκυριών ενώ ένα χρόνο μετά θα ολοκληρωθεί η συγκέντρωση των δραστηριοτήτων service της BHS στην Ελλάδα και η έναρξη της παραγωγής σύγχρονων ψυγειοκαταψυκτών και άλλων μοντέλων ψυγείων νεότερης γενιάς.
Το 1996 θα υπάρξει μετονομασία της εταιρείας σε BSP ΑΒΕ (από τα αρχικά των προϊόντων Bosch, Siemens, Pitsos) και το 2001 μετονομασία της εταιρείας σε BSH Οικιακές Συσκευές Α.Β.Ε. Το 2005 θα γιορταστούν τα 140 χρόνια από την ίδρυση της εταιρείας ΠΙΤΣΟΣ Α.Ε.
Απόστολος Πίτσος: Ο άνθρωπος που πούλησε στους Γερμανούς
Ο Απόστολος Πίτσος ήταν αυτός που έβαλε την εταιρεία στα ελληνικά σπίτια, αυτός που τη μετασχημάτισε και τέλος αυτός που την πούλησε στους Γερμανούς.
Γεννήθηκε το 1918 και πήγε στη Γερμανική Σχολή, που τότε ήταν στην γωνία των οδών Αραχώβης και Ασκληπιού. Συμμαθητής του στην Γ’ τάξη ήταν ο μετέπειτα πρωθυπουργός Γεώργιος Ράλλης αλλά και η ηθοποιός Δέσπω Διαμαντίδου τη σχολική περίοδο 1926-27.
Τα μαθητικά εκείνα χρόνια κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, η μικρή οικογενειακή βιοτεχνία Πίτσος, μετακόμισε στην οδό Έσλιν στους Αμπελοκήπους, που ήταν τότε στα όρια του κέντρου της πόλης, αλλά ένα ατύχημα του πατέρα του, που επηρέασε την όρασή του, υποχρέωσε το νεαρό Απόστολο που ήξερε γερμανικά να τον συνοδεύσει στη Γερμανία και κατόπιν να αναλάβει την επιχείρηση. Μετά το σχολείο μετέβη ξανά στη Γερμανία στην πόλη Aue, όπου και σπούδασε μηχανολόγος.
Τα χρόνια του πολέμου και της κατοχής δουλειές δεν υπήρχαν και ο ίδιος βρήκε το χρόνο να εξασκείται στο βιολί, τη μεγάλη του αγάπη. Μόλις έληξε ο πόλεμος, και έχοντας πλέον αποκτήσει τις γνώσεις από τις σπουδές του στη μηχανολογία, κατόρθωσε σιγά σιγά να μεταμορφώσει τη μικρή βιοτεχνία στην βιομηχανία που τα μεταπολεμικά χρόνια κατασκεύαζε ηλεκτρικές συσκευές προμηθεύοντας όλα τα ελληνικά νοικοκυριά.