Οι πιο πολλοί από εμάς, ειδικά όσοι τη προλάβαμε έστω και για λίγο, όταν φέρνουμε στο μυαλό μας τη δεκαετία του ’90 αισθανόμαστε μια περίεργη μελαγχολία. Αυτή την μελαγχολία νιώθω έντονα τις τελευταίες μέρες και σκέψη στη σκέψη, θυμήθηκα τον θρυλικό φαρσέρ Φουσέκη.
Δεν ξέρω γιατί συμβαίνει όλο αυτό με την δεκαετία του ’90. Ίσως επειδή τα πράγματα τότε ήταν πολύ πιο καλά σε σχέση με τους σκατένιους καιρούς που ζούμε σήμερα και όσον αφορά τους σημερινούς τριαντάρηδες, σίγουρα παίζει ρόλο το γεγονός πως τη ζήσαμε σαν παιδιά και όπως καταλαβαίνετε, μόλις σταματήσεις να είσαι παιδί, τη γάμησες. Μπορούμε με σιγουριά πάντως να πούμε πως ήταν πολύ πιο ρομαντικά τα πράγματα πίσω στη δεκαετία του brit pop και της grunge. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τις κασέτες και τον κρύο ιδρώτα που μας έλουζε κάθε φορά που προσπαθούσαμε να ηχογραφήσουμε ένα τραγούδι από το ραδιόφωνο (η πειρατεία της εποχής) φοβούμενοι πως θα πεταχτεί ο ραδιοφωνικός παραγωγός να πει τη μαλακία του και να το χαλάσει. Τότε, έπαιρνες ένα cd και το έγραφες σε κασέτα για να το δώσεις στον φίλο σου ο οποίος με τη σειρά του, σου έγραφε το cd που είχε αγοράσει εκείνος σε μια άλλη κασέτα και τις ανταλλάζατε. Ναι, δεν είχαμε ακόμη ζαβλακωθεί από το διαδίκτυο και τα social media. Κάτι άλλο που πέρναγε από χέρι σε χέρι στα λύκεια της εποχής, ήταν και οι κασέτες που είχαν από τη μία πλευρά εγγραφής, φάρσες που έκαναν διάφοροι ήρωες – χομπίστες και από την άλλη, τα τραγούδια του θρυλικού Βρωμύλου.
Σε αυτές, μπορούσες να βρεις και τις φάρσες του Φουσέκη. Ο Φουσέκης, ήταν ένας φαρσέρ της εποχής που μαζί με κάποιους ακόμα (Λέντης, Πατρινοί) έγραψαν ιστορία με τις τηλεφωνικές πλάκες που έκαναν σε γνωστούς και αγνώστους. Ο Φουσέκης όμως, για κάποιο λόγο ξεχώριζε και γι’ αυτό οι φάρσες του κράτησαν περισσότερο μέσα στο χρόνο και ακούγονται εύκολα ακόμα και σήμερα. Το γεγονός ότι, συνήθως, δεν βρίζει χυδαία και χρησιμοποιεί «αυτοσχέδιες» ατάκες, είναι αυτό που του δίνει το πλεονέκτημα σε σχέση με τους υπόλοιπους «συνάδελφους» του. Είναι ο βασιλιάς ρε φίλε, δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε πως ο -επίσης γνωστός και ως- Νίκος Ματσαμπλόκος, αποτελεί ένα μικρό μέρος της ελληνικής pop κουλτούρας. Καταλαβαίνω πως η τελευταία ατάκα που «ρίχνω στο τραπέζι» μπορεί να ακούγεται κάπως υπερβολική (είναι) αλλά, αν σκεφτεί κανείς πως ο συγκεκριμένος τύπος κατάφερε με μηδαμινά μέσα να γίνει διάσημος και να μνημονεύεται ακόμη και σήμερα από πολύ κόσμο, ίσως και να συμφωνήσει κανείς μαζί μου. Χρησιμοποιώ τον βαρύγδουπο όρο, pop κουλτούρα γνωρίζοντας φυσικά πως, συνήθως χρησιμοποιείται για τη περιγραφή φαινομένων που πραγματικά έκαναν θραύση στον κόσμο του mainstream. Λοιπόν, δεν νομίζω πως υπάρχουν πολλοί άνθρωποι της γενιάς μου (αλλά και των αμέσως προηγούμενων και επόμενων) που δεν ξέρουν τι σημαίνει το «άλφα ρε γαβ γαβ» ή τα «ψιψιψόνια». Στη παρέα μου για παράδειγμα, όποτε μαζευόμαστε για να παίξουμε Fifa ή για να δούμε ταινία, χρησιμοποιούμε τη συγκεκριμένη λέξη για να συνεννοηθούμε σχετικά με τα σνακς που θα φέρει ο καθένας.
Ποιος ήταν ο Φουσέκης λοιπόν;
Έλα μου ντε, κανείς δεν έμαθε ποτέ τη ταυτότητα του, αλλά με μια μικρή έρευνα στο διαδίκτυο μπορείς να βρεις άπειρες ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες για αυτόν, γεγονός το οποίο ισχυροποιεί τη θέση του στην Ελληνική pop κουλτούρα. Οι αγαπημένες μου φήμες -κάποιες εκ των οποίων μπορεί και να ισχύουν- είναι οι παρακάτω:
– Είχε μπει φυλακή λόγω της φάρσας που είχε κάνει στο υποβρύχιο του πολεμικού ναυτικού, «Τρίτων».
– Έμενε στα Σεπόλια. Αυτό βασίζεται στο γεγονός ότι, στη περίφημη φάρσα με τη πιτσαρία, φαίνεται να γνωρίζει τις οδούς της περιοχής μιας και δίνει μια διεύθυνση η οποία ήταν κοντά σε αυτή που βρίσκεται η πιτσαρία (η οποία λειτουργεί ακόμα στη περιοχή).
– Δούλευε στον ΟΤΕ, και γι’ αυτό σε κάποιες φάρσες φαίνεται να παρεμβαίνει σε κλήσεις ανθρώπων χωρίς τους παίρνει ο ίδιος.
– Ο αριθμός τηλεφώνου του ήταν σχεδόν ίδιος με ενός τραπεζικού καταστήματος και ξεκίνησε τις φάρσες επειδή είχε βαρεθεί να τον καλούν κατά λάθος άνθρωποι που νόμιζαν πως καλούν τη τράπεζα.
– Αν ακολουθήσει κανείς τη πορεία της ισοτιμίας δολαρίου – δραχμής, ανακαλύπτει πως η φάρσα με τα δολάρια έγινε το 1997.
Ψάχνοντας να βρω περισσότερες πληροφορίες για τον -ήρωα- Φουσέκη, πέτυχα πάνω από δέκα άτομα που ισχυρίζονται πως τον γνωρίζουν προσωπικά και φυσικά, όλοι λένε πως τα έχει παρατήσει και δεν θέλει καν να ακούει πια για τις φάρσες, επειδή του κόστισαν. Όχι, δεν το πιστεύω ρε φίλε, ο Φουσέκης είσαι, εννοείται πως τα γράφεις όλα εκεί που δεν πιάνει μελάνι και συνεχίζεις τον χαβαλέ. Προσωπικά, το μόνο που μπορώ να πω με σιγουριά, είναι πως οι φάρσες του έχουν υποστεί ένα είδος μοντάζ που σημαίνει πως έκοψε υλικό και κράτησε τα πιο ενδιαφέροντα μέρη τους. Πολλοί, λόγω αυτής της λεπτομέρειας, τον κατηγορούν λέγοντας πως ήταν όλα στημένα. Βέβαια, κάτι τέτοιο δεν βγάζει νόημα μιας και δεν είχε κανένα λόγο να κάνει κάτι τέτοιο από τη στιγμή που δεν έβγαζε χρήματα από αυτό. Δεν με νοιάζει τίποτα, ο Φουσέκης θα έχει πάντα μία θέση στη καρδιά μου. Ένας αγέρωχος «αστικός μύθος» για τα άτομα της γενιάς μου. Αν μου έθετε κάποιος το δίλημμα του να γνωρίσω οποιοδήποτε celebrity ή τον Φουσέκη, ειλικρινά, θα επέλεγα τον δεύτερο. Πλέον, με τις αναγνωρίσεις κλήσεων, τα ηλεκτρονικά συστήματα και το διαδίκτυο, η «κουλτούρα της φάρσας» έχει πεθάνει. Τα παιδιά στο μέλλον δεν θα μπορούν να κατανοήσουν καν τι σημαίνει «τηλεφωνική φάρσα» και όπως είναι φυσικό, ο Φουσέκης, ο Λέντης και οι Πατρινοί θα ξεχαστούν για πάντα. Μέχρι τότε όμως, θα είμαστε όλοι μπλεγμένοι σε σπείρα με σπουργίτια.