Ποιες οι νέες μαρτυρίες για την εξαφάνιση του Θανάση Πολυχρονιάδη στη Βέργη;
Η είδηση ότι ο Θανάσης Πολυχρονιάδης από τη Βέργη Σερρών χάθηκε, ήταν απλώς η αρχή σ’ ένα θρίλερ που δείχνει να μην έχει τέλος. Η κάμερα του «Τούνελ» βρέθηκε μέσα στο σπίτι του μυστηρίου στη Βέργη Σερρών.Οι συγγενείς του αγνοούμενου μίλησαν για όλα τα περίεργα που εντόπισαν και που στρέφουν πλέον την έρευνα σε άλλη κατεύθυνση.
Ο γαμπρός του αγνοούμενου Θόδωρος Αλιατίδης, οδήγησε τη ρεπόρτερ της εκπομπής στους «πειραγμένους» από ξένο χέρι, χώρους του σπιτιού. Κλιμάκιο της Διεύθυνσης εγκληματολογικών ερευνών της ΕΛ.ΑΣ, έψαξε τα σημεία αυτά με προσοχή. Το σπίτι έλαμπε από καθαριότητα και ήταν επιμελώς τακτοποιημένο, πράγμα παράξενο γιατί οι κόρες του Πολυχρονιάδη που το φρόντιζαν, δεν το είχαν επισκεφθεί για μέρες.
«Ήταν για ώρες στο ελαιοτριβείο. Προφανώς δεν ήταν ξυπόλυτος. Φορούσε παπούτσια μαύρα ή άσπρα όπως ειπώθηκε. Δεν γίνεται λοιπόν όλα του τα παπούτσια να βρεθούνε στο σπίτι. Το ζευγάρι των μαύρων παπουτσιών που θεωρούμε ότι φορούσε εκείνη την ημέρα, βρέθηκε στην παπουτσοθήκη και εξετάζεται πλέον από την αστυνομία», τόνισε.
Πάνω στο τραπέζι του καθιστικού ήταν ένα τασάκι και μέσα σβησμένη μια γόπα διαφορετικής μάρκας τσιγάρων από εκείνη που κάπνιζε. Δίπλα υπήρχε το κινητό του τηλέφωνο που πάντα το έπαιρνε μαζί του και μετά την εξαφάνιση δεχόταν κανονικά κλήσεις. Η σόμπα που συνήθιζε να αφήνει στο καθιστικό, βρέθηκε στην κρεβατοκάμαρα του.
Η κουζίνα ήταν επίσης καθαρή και ασυνήθιστα τακτοποιημένη. Το μόνο που υπήρχε εκτεθειμένο ήταν ένα πιάτο με υπολείμματα φαγητού που του είχε ετοιμάσει η μια του κόρη. «Για μας αυτό σημαίνει ότι το μοιραίο απόγευμα πρέπει να γύρισε στο σπίτι και να έφαγε», τόνισε ο γαμπρός του. Ένα ακόμα στοιχείο που προκάλεσε εντύπωση στους συγγενείς του Θανάση Πολυχρονιάδη, είναι πως μετά από αρκετές μέρες που είχαν να τον επισκεφθούν οι κόρες του, δεν βρέθηκε ούτε ένα άπλυτο ρούχο του στο σημείο που συνήθιζε να τα αφήνει στη ντουλάπα.
«Μπήκε στο σπίτι πριν την Αστυνομία…»
Γείτονας του Θανάση Πολυχρονιάδη είδε τη μοιραία Δευτέρα τον ίδιο και τον ξάδελφο του που κλάδευαν τις ελιές στην αυλή και μετά τις φόρτωσαν στην πλατφόρμα που συνέδεσαν στο τρακτέρ.
Την άλλη μέρα ο ίδιος είδε πως το τρακτέρ και η πλατφόρμα έλειπαν από την αυλή του Θανάση Πολυχρονιάδη. Σκέφτηκε πως ενδεχομένως τα είχε αφήσει στο ελαιοτριβείο και πως είχε επισκεφθεί τον γιατρό του με τις κόρες του. Δεν φάνηκε όμως ούτε τις επόμενες μέρες. Ο γείτονας συνάντησε τον ξάδελφο του αγνοούμενου στο καφενείο και τον ρώτησε τι απέγινε ο αγρότης. Εκείνος έδειξε να μην γνώριζε τι είχε συμβεί.
Άλλος μάρτυρας που δεν θέλησε να φανεί το πρόσωπο του στην κάμερα της εκπομπής, ανέφερε πως έμαθε για την εξαφάνιση την Παρασκευή και βρέθηκε μαζί με άλλους συγχωριανούς έξω από το σπίτι του αγνοούμενου. Εκεί ήταν και ένα πρόσωπο γνωστό του και του έκανε εντύπωση που μπέρδευε τα λεγόμενα του και δεν μπορούσε να πει με ακρίβεια ποια μέρα βοήθησε τον Θανάση Πολυχρονιάδη.
Ανέφερε ακόμα πως το πρόσωπο αυτό πήρε το κλειδί του σπιτιού που ήταν κάτω από το τραπεζομάντηλο στο τραπέζι της αυλής και μπήκε μόνος του στο σπίτι του αγνοούμενου. Όταν βγήκε τους είπε πως το κινητό του τηλέφωνο βρισκόταν μέσα στο σπίτι.
Η αδελφή του αγνοούμενου Καλούδα Οικονομίδου, ενημερώθηκε για την εξαφάνιση την Παρασκευή. Στη συνέχεια μόλις ξεκίνησαν οι έρευνες, δέχτηκε ένα περίεργο τηλεφώνημα. Ένας άγνωστος άνδρας, με βαθιά, χοντρή φωνή, κάλεσε με απόκρυψη και ακούστηκε να επαναλαμβάνει: «Στεναχώρια; Στεναχώρια; Άγχος; Άγχος;» και μετά το ‘κλεισε.
«Άκουσα το τρακτέρ να γυρίζει σπίτι…»
Το «Τούνελ» μετέφερε και τον διάλογο που είχε η ρεπόρτερ της εκπομπής με τη σύζυγο του ξαδέλφου του αγνοούμενου αγρότη. Ανέφερε πως το πρωί πριν χαθεί ο Πολυχρονιάδης, ο άνδρας της τον βοήθησε να συνδέσει την φορτωμένη με ελιές πλατφόρμα στο τρακτέρ του. Είχαν συνεννοηθεί να πάνε όλοι μαζί για ελιές την επόμενη Παρασκευή, που θα τους εξοφλούσε και τα χρήματα που τους χρωστούσε. Τόνισε πως τον νοιαζόταν αλλά δεν θα πήγαινε μόνη της στο σπίτι του να δει αν θέλει κάτι, αν δεν την φώναζε ο ίδιος. Η μάρτυρας ισχυρίστηκε πως άκουσε το τρακτέρ του Πολυχρονιάδη να επιστρέφει στο σπίτι γύρω στις επτά το απόγευμα.
Μάρτυρας – «κλειδί»: Τον απήγαγαν…
Ο ξάδελφος του αγνοούμενου αγρότη δεν θέλησε να μιλήσει στην κάμερα του «Τούνελ» κατά τη διάρκεια της επιτόπιας έρευνας στη Βέργη Σερρών, αλλά απάντησε σε ερωτήματα της δημοσιογράφου. Ισχυρίστηκε πως το πουκάμισο του αγνοούμενου που ήταν απλωμένο στην αυλή του μετά την εξαφάνιση, το βρήκε ξεχασμένο σε μια ελιά και το έδωσε στη σύζυγο του να το πλύνει.
Ανέφερε πως τελευταία φορά είδε τον Πολυχρονιάδη το πρωί της Δευτέρας που χάθηκε. Ο ίδιος εκείνο το βράδυ τόνισε πως ήταν πολύ κουρασμένος και κοιμήθηκε νωρίς. Σε σχετική ερώτηση αν η σύζυγος του άκουσε το τρακτέρ του αγνοούμενου να επιστρέφει, απάντησε πως φαντάστηκε πως ήταν αυτό. «Δεν γύρισε στο σπίτι. Ο Θανάσης δεν μπήκε στο σπίτι. Στο υπογράφω με σαράντα χέρια» είπε χαρακτηριστικά, ενώ ισχυρίστηκε πως αν το μοιραίο βράδυ ο αγνοούμενος τον φώναζε να τον βοηθήσει να ξεφορτώσει, θα πήγαινε. ‘Ομως κάτι τέτοιο δεν συνέβη.
Ανέφερε πως δεν ειδοποίησε τους στενούς συγγενείς του όταν του είπαν στο καφενείο πως ο Πολυχρονιάδης δεν είχε φανεί για μέρες, γιατί ήταν αργά το βράδυ. Τους ειδοποίησε την επόμενη μέρα αφού σιγουρεύτηκε πως είχε πάει στο ελαιοτριβείο τη Δευτέρα το πρωί. Αρνήθηκε ότι μπήκε στο σπίτι του αγνοούμενου πριν εμφανιστεί στο χωριό η κόρη του.
Σύμφωνα με τη γνώμη του, ο Πολυχρονιάδης έπεσε θύμα απαγωγής. Όταν η δημοσιογράφος τον ρώτησε γιατί κάποιος δεν έχει ζητήσει μέχρι σήμερα λύτρα, απάντησε: «Ποια λύτρα μωρέ; Πού είναι το λάδι; Πού είναι το τρακτέρ; Τα πήραν όλα. Είδαν εδώ στο χωριό κάτι Βούλγαρους. Αυτούς τους έχουν ψάξει ή ρίχνουν λάσπη μόνο σε μένα;».
«Τον αιφνιδίασαν νύχτα και τον έβγαλαν έξω…»
Το βράδυ της Δευτέρας 29 Οκτωβρίου, που εξαφανίστηκε ο Θανάσης Πολυχρονιάδης, έντονα γαβγίσματα σκυλιών ακούστηκαν στη γειτονιά του. Το γεγονός κάνει τις κόρες του να πιστεύουν ότι κάποιοι βρέθηκαν νύχτα στο σπίτι του. «Κάποιος θα είδε κάτι , ας μας πουν, να βρούμε τον πατέρα μας… Δεν υπάρχει αυτό το πράγμα που ζούμε, έλεος…» είπαν στο «Τούνελ», συγκινημένες οι κόρες του Μαρία και Ευαγγελία. Ανέφεραν πως όλα τα χρόνια ο πατέρας τους είχε για τις αγροτικές του δουλειές αλλοδαπούς εργάτες από την περιοχή.
«Μόνο φέτος πήρε ένα ξάδελφο του για να μαζέψουν τις ελιές. Αλλά το βράδυ που χάθηκε εκείνος είχε δουλειά μας είπε και δεν πήγε να τον βοηθήσει να ξεφορτώσει το λάδι. Από τη στιγμή που τον είχε στη δούλεψη του έπρεπε να φανεί στο σπίτι… Ήταν η πρώτη φορά που δεν γνωρίζαμε ότι θα πάει να βγάλει λάδι. Κάθε χρόνο μας ενημέρωνε. Εμείς ξέραμε πως τη Δευτέρα το πρωί θα πήγαινε να μαζέψει ελιές μαζί με τον ξάδελφο του. Τι συνέβη και άλλαξε γνώμη κι αντί να πάει στο χωράφι πήγε στο ελαιοτριβείο;», αναρωτήθηκαν.
Σύμφωνα με τις κόρες του ο ηλικιωμένος αγρότης, δεν έδινε πολύ προσοχή στο χώρο του και συνήθιζε ν’ αφήνει φύλλα ελιάς και αμύγδαλα τριγύρω στο σπίτι. «Λογικά θα έπρεπε να το βρούμε απεριποίητο γιατί είχαμε να ‘ρθουμε από τις 19 Οκτωβρίου , αλλά το σπίτι έλαμπε από καθαριότητα. Το μόνο που βρήκαμε ήταν τα μαξιλαράκια και την κουβερτούλα του, που σημαίνει ότι ο πατέρας μας γύρισε και ξάπλωσε. Κάτι τον αιφνιδίασε και τον έβγαλε έξω από το σπίτι…», τόνισαν με έμφαση.
Στην αρχή δεν είχαν παρατηρήσει πως τα παπούτσια του δεν έλειπαν και το διαπίστωσαν αφού άνοιξαν την παπουτσοθήκη του και τα βρήκαν μέσα. Την πεποίθηση τους πως ο πατέρας τους επέστρεψε στο σπίτι, ενίσχυσε και το γεγονός πως οι παντόφλες του βρέθηκαν στο χολ κάτι που δεν ταίριαζε στις συνήθειες του.
Ένα ακόμη στοιχείο που τους προβλημάτισε είναι πως στο χώρο δεν βρέθηκαν καθόλου χρήματα, καθώς σύμφωνα με τους υπολογισμούς τους ο αγνοούμενος πρέπει εκείνο το διάστημα να είχε περίπου επτακόσια ευρώ. Τα τελευταία έξι χρόνια που η σύζυγος του έφυγε από τη ζωή οι κόρες του φρόντιζαν για τις ανάγκες του και το χώρο του. Όσο κι αν έψαξαν δεν βρήκαν στο σπίτι τα ρούχα που φορούσε συνήθως στη δουλειά. «Δεν του άξιζε αυτό το τέλος. Δεν του άξιζε… Με τι τρόπο έφυγε; Αυτά μας βασανίζουν…», κατέληξαν με θλίψη.
«Να μας πουν που τον έχουν και δεν θα τιμωρήσουμε…»
Η οικογένεια του Θανάση Πολυχρονιάδη εντόπισε στο σπίτι του κι άλλα παράξενα στοιχεία που πύκνωσαν τα ερωτήματα. Ο αγνοούμενος συνήθιζε να έχει πάντα μαζί του τα κλειδιά του όταν έβγαινε από το σπίτι. Ήταν ελάχιστες οι φορές που τα άφηνε στο εξωτερικό ντουλαπάκι που προστάτευε το ρολόι του ρεύματος κάτι που γνώριζαν μόνο οι κόρες του. Αυτή τη φορά τα κλειδιά βρέθηκαν κάτω από ένα τραπεζομάντηλο στο τραπέζι της αυλής του. Το τρακτέρ που οδηγούσε όταν χάθηκε και που δεν έχει βρεθεί μέχρι σήμερα, συνήθιζε να το αφήνει στο υπόστεγο της αυλής και δίπλα τοποθετούσε την πλατφόρμα. Ο χώρος είναι ορατός σε όλη τη γειτονιά.
Ο γαμπρός του είπε χαρακτηριστικά στο «Τούνελ»: «Για χρόνια πάρκαρε το τρακτέρ χωρίς πρόβλημα γιατί υπολόγιζε με ακρίβεια το χώρο. Είναι άραγε τυχαίο πως αφού χάθηκε , βρήκαμε χτυπημένο τον τοίχο της μάντρας από την μπροστινή ρόδα του τρακτέρ; Προσωπική μου γνώμη είναι πως ο πεθερός μου γύρισε το βράδυ στο σπίτι και κάποιοι μετά έβγαλαν άτσαλα το τρακτέρ. Πιστεύω και ελπίζω, πως η γειτονιά έχει δει κάτι. Ας μιλήσουν… Οι κόρες του μου λένε: Δεν θέλουμε να τιμωρήσουμε, μόνο να τον θάψουμε, Ανάσταση θα ‘χουμε. Αυτή και μόνο η φράση λέει πολλά. Ας ανοίξουν τα στόματα να βρούμε φως στο τούνελ όπως λέει κι η δικιά σας η εκπομπή, να τον βρούμε, όπως και να ‘ ναι και να μην υπάρχει καμιά σκιά για κανέναν συγχωριανό. Αν σήμερα δεν λυθεί αυτή η υπόθεση, αύριο το κακό θα χτυπήσει και την δικιά τους πόρτα κι είναι κρίμα…».
«Τα σκυλιά γάβγιζαν όλη νύχτα…»
Ένας ακόμη γείτονας του αγνοούμενου μίλησε στο «Τούνελ». Ανέφερε πως ο δρόμος απ’ τον οποίο συνήθιζε ο Πολυχρονιάδης να επιστρέφει στο σπίτι του είναι πολυσύχναστος, γι αυτό δεν αντιλήφθηκαν αν γύρισε. «Ψάξαμε παντού, δεν υπάρχει άλλο μέρος να δούμε. Μέχρι τώρα πίστευα πως ότι κι αν έγινε, έγινε έξω από το χωριό. Τώρα πιστεύω πως κάτι συνέβη στο σπίτι του», είπε χαρακτηριστικά.
Ο ίδιος έμαθε για την εξαφάνιση την Παρασκευή και κάλεσαν μαζί με έναν άλλο γείτονα πρώτα την αστυνομία και στη συνέχεια τη μια του κόρη. Η ίδια είπε στο «Τούνελ»: «Ο ξάδελφος του το έμαθε όπως λέει την Πέμπτη το απόγευμα στο καφενείο πως ο πατέρας μας δεν είχε φανεί. Γιατί δεν πήρε τότε κάποιον από μας να πει πως κάτι συμβαίνει; Μας ενημέρωσε αφού είχαμε στείλει εκείνο το πρωί συγγενείς να δουν γιατί ο πατέρας μας δεν απαντούσε στα τηλέφωνα. Αναγκάστηκε να μας καλέσει το μεσημέρι, ενώ είχε ραντεβού με τον πατέρα μου το ίδιο πρωί για να μαζέψουν ελιές».
«Ακόμα και να του συνέβη κάτι στο δρόμο, δεν είδε κανείς τίποτα, άνθρωπος τρακτέρ, πλατφόρμα, λάδια… Τι ήταν; Πουλί και πέταξε; Αν τον έκλεψαν γιατί δεν προτίμησαν κάποιον άλλο που είχε περισσότερα κιλά λάδι; Μόλις μας βλέπουν οι γείτονες κλείνουν τις πόρτες τους. Άρα κάτι έχουν δει. Κάτι ξέρουν και φοβούνται να μιλήσουν… Το μυαλό μας πάει στο έγκλημα», τόνισαν οι κόρες του με έμφαση.
Η αδελφή του αγνοούμενου είπε συγκινημένη στο «Τούνελ»: «Κάθε μέρα νομίζω πως τον βλέπω να ‘ρχεται… Τι έγινε άνοιξε η γη και τον κατάπιε; Να βρούμε κάτι, να τον κλάψουμε, να τον θάψουμε…».