Είμαι βέβαιη, ότι δεν είμαι η μόνη που έχει κραυγαλέα παραδείγματα μέσα στην ίδια της την οικογένεια, αδελφιών να μη μιλούν μεταξύ τους: Η μαμά μου με τον αδερφό της, για παράδειγμα, αν μπορούσαν δεν θα συναντιόντουσαν ποτέ ξανά στη ζωή τους –τόσο κακή σχέση έχουν.
Ο δε μπαμπάς μου, δεν είναι τσακωμένος με την αδερφή του, αλλά είναι ζήτημα τα να μιλούν στο τηλέφωνο μια φορά τον μήνα. Δεν θυμάμαι από πότε έχουν να συναντηθούν από κοντά. Και πρόκειται για μεγάλους ανθρώπους. Συνταξιούχους. Που δεν έχουν πια ούτε τόσο παραφορτωμένο πρόγραμμα, ούτε πάρα πολλές ευθύνες –για να πεις, ότι δεν προλαβαίνουν.
Εγώ είμαι μοναχοπαίδι και δεν έχω «εντρυφήσει» τόσο πολύ στην αδελφική σχέση, αλλά έχοντας αποκτήσει πλέον δύο παιδιά, δυσκολεύομαι να «χωνέψω» πώς γίνεται δύο αδέλφια να μη μιλάνε μεταξύ τους. Πώς παίρνεις την απόφαση να διακόψεις κάθε σχέση με το «αίμα» σου. Έχει να κάνει με «τραύματα» της παιδικής ηλικίας που εξελίχθηκαν σε μνησικακία; Συνειδητοποιείς κάποια στιγμή, ότι τελικά μάλλον δεν συμπαθείς τον αδερφό ή την αδερφή σου, οπότε δεν βρίσκεις τον λόγο να οδηγήσεις μέχρι την άλλη άκρη της πόλης για να τον δεις; Ή είναι η ανάγκη να φροντίσεις τους ηλικιωμένους πλέον γονείς -με την ελπίδα ίσως και να τους κληρονομήσεις- που βάζει τις μεγάλες φωτιές;
Υπάρχουν, βέβαια, και αδέρφια που είναι τρομερά δεμένα μεταξύ τους –το ποσοστό αυτό υπολογίζεται σύμφωνα με στατιστικές του εξωτερικού περί το 25%, ενώ γύρω στο 20% των αδερφιών έχουν τυπικά καλές σχέσεις. Υπάρχει, όμως, και ένα δυναμικό 20% που είτε δεν μιλάει είτε έχει έως και εχθρικές σχέσεις. Μεταξύ μας, υποστηρίζουν οι ειδικοί, το ποσοστό των αδερφιών-εχθρών είναι μεγαλύτερο, απλά λίγοι είναι αυτοί που έχουν το θάρρος να το παραδεχτούν ανοιχτά. Γιατί παρόλο που μέσα τους μπορεί να νιώθουν έως και ανακούφιση, για το γεγονός ότι η σχέση τους διακόπηκε, είναι κάπως ντροπιαστικό να εξηγήσεις σε κάποιον που ρωτά «Γιατί δεν τα πάτε καλά; Τι έχει συμβεί;»
Όταν η αντιζηλία γίνεται πόλεμος
Όλα τα αδέλφια, όταν είναι παιδιά μαλώνουν. Θυμώνουν που ο ένας πήρε το παιχνίδι του άλλου ή πέρασε τη γραμμή που είχαν νοητά ορίσει ανάμεσά τους, στο πίσω κάθισμα. Όπως λέει η ψυχολόγος Laurie Kramer, από το Πανεπιστήμιο του Illinois, «η ικανότητα να τσακώνεσαι με τα αδέλφια σου και να επιλύεις αυτές τις διαφορές, αποτελεί σημαντική αναπτυξιακή επιτυχία.» Τα παιδιά, δηλαδή, που δεν έμαθαν ποτέ να διαχειρίζονται αυτές τις διαμάχες, έχουν περισσότερες πιθανότητες να αποξενωθούν μεταξύ τους μεγαλώνοντας. «Δεν έχουν κανένα κίνητρο για να θέλουν να διατηρήσουν επαφές. Θέλουν απλά να μείνουν μακριά ο ένας από τον άλλο», συμπληρώνει η ίδια.
Η ψυχοθεραπεύτρια Jeanne Safer επισημαίνει, ότι υπάρχουν δύο τύποι προσωπικοτήτων που έχουν περισσότερες πιθανότητες να αποξενωθούν από τα αδέλφια τους: αυτοί που είναι τρομερά εχθρικοί και αυτοί που χαρακτηρίζονται ως «συλλέκτες παραπόνων» -που θα σου πουν, για παράδειγμα, ότι ποτέ δεν τους ευχαρίστησες για εκείνη τη φορά που σου έστειλαν λουλούδια στα γενέθλιά σου. (Είμαστε βέβαιοι, ότι μπορείτε να σκεφτείτε πολλούς από τους δεύτερους…)
Ο ρόλος της μαμάς…
Σε κάποιον βαθμό, φταίει και η εξέλιξη. Τα αδέρφια μοιάζουν «προγραμματισμένα» να αναπτύσσουν μεταξύ τους αντιζηλίες, γιατί έχουν να ανταγωνιστούν μεταξύ τους για έναν από τους σημαντικότερους «πόρους» -τη φροντίδα των γονιών. «Πριν από διακόσια χρόνια, σχεδόν τα μισά από τα παιδιά που γεννιούνταν δεν έφταναν ούτε μέχρι την εφηβεία», λέει ο καθηγητής ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Berkeley, Frank Sulloway. «Η ένταση του αδελφικού ανταγωνισμού, βγάζει πολύ περισσότερο νόημα, όταν συνειδητοποιεί κανείς, ότι μικρές διαφορές στις προτιμήσεις των γονιών (στις “αδυναμίες” τους), μπορούν να καθορίσουν, αν ένα παιδί π.χ. θα πάει στον παιδίατρο για κάτι που εμφάνισε ή όχι.»
Επίσημες έρευνες αποκαλύπτουν, ότι δύο στις τρεις μαμάδες έχουν αδυναμία σε κάποιο παιδί. Και όταν αυτή η αδυναμία είναι εμφανής ή μεταφράζεται έτσι, τα αδέρφια έχουν πολύ περισσότερες πιθανότητες να αποξενωθούν μεταξύ τους.
Κάποιοι ενήλικες θα παραδεχτούν, ότι ενοχλούνται ακόμα από αυτή τη διαφορά στις προτιμήσεις των γονιών. Άλλοι δεν θα το πουν ποτέ. Το ζήτημα είναι, όπως λένε οι ειδικοί, πώς νιώθουν τα αδέλφια για τη ζωή τους ως ενήλικες. Αυτοί που έχουν επιτύχει επαγγελματικά και ζουν ευτυχισμένα, έχουν λιγότερες πιθανότητες να μείνουν προσκολλημένοι στο παρελθόν, ενώ μπορεί ακόμα και να γελούν για το γεγονός, ότι ήταν τα «μαύρα πρόβατα» της οικογένειας.
Έχει νόημα να διορθωθεί μια τέτοια σχέση;
Το να βγάλεις εντελώς από τη ζωή σου έναν αδερφό ή μια αδερφή, ανεξάρτητα από του πόσο του/της «αξίζει», μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις, λένε οι ψυχολόγοι. Εξηγούν δε, ότι όσοι το έχουν κάνει, αργότερα το μετανιώνουν βαθιά. Όπως χαρακτηριστικά λέει η Safer «Έχουμε τους γονείς μας για περίπου 30-50 χρόνια, αλλά τα αδέρφια μας μπορεί να τα έχουμε και για 80 χρόνια. Πρόκειται για τους μοναδικούς ανθρώπους που θυμούνται τα παιδικά μας χρόνια –είναι δυνατόν να μην έχουμε να πούμε τίποτα μαζί τους; Είναι τραγικό…»
Πολλοί είναι αυτοί που λένε, ότι θα τα ξαναέβρισκαν με τα αδέρφια τους, αν εκείνα απολογούνταν και έδειχναν πρόθυμα να κάνουν μια νέα αρχή. Δυστυχώς, βέβαια, η ζωή τα φέρνει έτσι, ώστε συνήθως χρειάζεται μια τραγωδία για να συμβεί αυτό, π.χ. να αρρωστήσει σοβαρά ο ένας από τους δύο. Και τότε και οι δύο πλευρές συνειδητοποιούν πόσα χρόνια πήγαν χαμένα…