Το κορίτσι, το όνομα του οποίου δεν κατονομάζεται, ήταν 14 χρονών όταν βιάστηκε επανειλημμένως ομαδικά από το κύκλωμα που εξαρθρώθηκε το 2012, μίλησε στο ντοκιμαντέρ του BBC με τίτλο The Betrayed Girls.
Η πηγή της είδησης είναι η εφημερίδα The SUN
Το θύμα μίλησε για το πώς οι βιαστές της την κορόιδευαν επειδή έκανε εμετό, πριν την απειλήσουν με ένα μαχαίρι στο λαιμό.
«Ήμουν σε ένα σπίτι στο Ρότσντεηλ. Είχα πιει. Αυτοί κλείδωσαν την πόρτα. Γελούσαν μαζί μου επειδή έκανα εμετό στην άκρη του κρεβατιού. Ένας τύπος με μαχαίρι μου είπε “Θα σε κάνω κομμάτια. Αυτό θέλεις;” και ένας άλλος είπε “Ξάπλωσε”. Αυτό έκανα».
«Ο άντρας με το μαχαίρι εξακολούθησε να το κρατά κοντά στο λαιμό μου, λέγοντάς μου ότι θα με σκοτώσει. Γελούσε. Ένας από αυτούς μου κατέβασε το παντελόνι ενώ ακόμη έκανα εμετό και έβαλε το
πέος του μέσα μου, ενώ ο προηγούμενος κρατούσε ακόμα το μαχαίρι στο λαιμό μου. Ένας άλλος παρακολουθούσε, και είπε στον τύπο με το μαχαίρι να το κρατήσει εκεί, προσπαθώντας παράλληλα να βάλει το πέος του στο στόμα μου. Όλη αυτή την ώρα ο άντρας στο κάτω μέρος του κρεβατιού με βίαζε, σπρώχνοντάς με προς το μαχαίρι που είχα στο λαιμό μου».
Η έφηβη ήταν μία από τα 47 πιθανά θύματα της συμμορίας Ασιατών βιαστών, που ασελγούσαν ακόμα και σε δεκάχρονα παιδιά.
Το 2012 επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης σε εννέα άντρες ασιατικής καταγωγής, με κατηγορίες για βιασμούς παιδιών.
Η δίκη του 2012 όμως ανέδειξε την ανεπάρκεια της Αστυνομίας του Μάντσεστερ και των κοινωνικών υπηρεσιών, οι οποίες αγνόησαν αποδεικτικά στοιχεία της κακοποίησης για οκτώ ολόκληρα χρόνια.
Η Sarah Rowbotham, επικεφαλής της Ομάδας Παρέμβασης σε κατάσταση Κρίσης, ξεκίνησε να ερευνά την κακοποίηση των κοριτσιών που ήρθαν στην Ομάδα ήδη από το 2004, και αναφέρει ότιτηλεφώνησε 181 ΦΟΡΕΣ στην αστυνομία και τις κοινωνικές υπηρεσίες για τα εγκλήματα.
Λέει η ίδια: «Συχνά υπήρχαν κορίτσια που μας περίμεναν έξω από το κτίριο από τις 8.30 το πρωί. Πιθανότατα είχαν μείνει εκεί όλη νύχτα, και πραγματικά ήταν βρώμικες, σε κακό χάλι και πολύ φοβισμένες».
Από το trailer του αποκαλυπτικού ντοκιμαντέρ:
«Υπήρχε ένα κορίτσι που το είχαν παρατήσει στους βάλτους και είχε περπατήσει περίπου 10 χιλιόμετρα μέχρι να φτάσει στο κτίριό μας.Την είχαν βιάσει ομαδικά και στη συνέχεια την πέταξαν έξω από το αμάξι».
«Κάθε φορά τηλεφωνούσαμε στην αστυνομία. Μας έλεγαν ότι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα, με διάφορες δικαιολογίες κάθε φορά. Συχνά τα παιδιά δεν μπορούσαν να το κατανοήσουν και έτρεμαν τις συνέπειες».
Στο σοκαριστικό ντοκιμαντέρ του BBC, η πρώην αστυνομική ντετέκτιβ Margaret Oliver, εξηγεί πώς της δόθηκε το πράσινο φως για να ηγηθεί μιας σχετικής έρευνας το 2005, σε μια επιχείρηση που ονομάστηκε Augusta.
Συνέταξε μια αναφορά μετά την επιστολή που έλαβε από ένα 13χρονο θύμα, τη Victoria Agoglia, η οποία, πριν πεθάνει από υπερβολική δόση, περιέγραψε με λεπτομέρειες τα βασανιστήρια που υπέστη στα χέρια των αντρών.
Η Margaret Oliver διέκοψε για τρεις μήνες την έρευνα λόγω ασθενείας του συζύγου της και, όταν επέστρεψε, διαπίστωσε ότι η έρευνα είχε «θαφτεί».
Λέει η ίδια:
«Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Επρόκειτο για μια συστηματική, οργανωμένη σεξουαλική κακοποίηση. Δεν επέλεγαν τα θύματά τους στην τύχη. Στοχοποιούσαν τα παιδιά και συνέχιζαν. Τι θα συνέβαινε λοιπόν τώρα σε όλα αυτά τα παιδιά; Ποιος θα ασχολούνταν με τα εγκλήματα σε βάρος τους; Κανείς. Το θέμα είχε θαφτεί».
Αποκάλυψε επίσης ότι ακόμα και μετά τη σύλληψη των εννέα αντρών οι καταθέσεις ενός θύματος είχαν εξαφανιστεί από το αρχείο.
«Όταν ένα παιδί λέει στην αστυνομία ότι έχει βιαστεί από περισσότερους από 30 άντρες και εκείνοι δεν καταγράφουν καμιά από αυτές τις καταθέσεις, δεν είναι απλή αμέλεια. Είσαι υποχρεωμένος να το κάνεις, δε βγάζεις βιαστικά συμπεράσματα ανάλογα με το τι πιστεύεις εσύ».
Όσοι προσπάθησαν να επαναφέρουν το θέμα στο προσκήνιο χαρακτηρίστηκαν «ρατσιστές».
Ο πατέρας ενός από τα θύματα, μιλά για το σοκ που υπέστη και τον θυμό του μετά το θάψιμο της υπόθεσης.
Λέει επίσης: «Γνώριζα ότι οι δράστες είχαν αποκαλυφθεί και ότι τα σπερματικά υγρά ενός από αυτά τα καθάρματα βρίσκονταν ακόμα πάνω στην κόρη μου. Δε νομίζω ότι κανένας άνθρωπος δε θα συμφωνούσε ότι πρόκειται για ένα ειδεχθές έγκλημα. Η αστυνομία το αποσιώπησε γιατί, όπως μου είπαν, κανείς δε θα πίστευε την κόρη μου. Δεν μπορούσα να το πιστέψω».
Ένα από τα θύματα είπε: «Ένιωθα εντελώς μόνη. Κανείς δεν ήταν διατεθειμένους ούτε να με βοηθήσει, ούτε να με ακούσει. Μια μέρα βρισκόμουν σε ένα σπίτι στο Oldham και έπινα. Όταν συνήλθα, δεν ήξερα πού βρισκόμουν, δεν μπορούσα να κουνηθώ. Ήμουν πάνω σε ένα μονό κρεβάτι, ενώ υπήρχε και ένα διπλό δίπλα μου. Μόνο άντρες μπαινόβγαιναν στο δωμάτιο, ο ένας μετά τον άλλο. Όλοι γελούσαν και αστειεύονταν, ικανοποιώντας τις ορμές τους με το ακινητοποιημένο σώμα μου. Ήμουν σε θέση και να δω και να νιώσω τι συνέβαινε. Κάποιοι από τους άντρες μπήκαν μέσα με ένα άλλο κορίτσι, η οποία δεν έφερε αντίσταση. Με κοίταξε και μου είπε “Θα το συνηθίσεις. Όλες έτσι κάνουμε”.
Ένα άλλο θύμα, που ξεκίνησε να κακοποιείται όταν ήταν 13 ετών, αποκάλυψε πώς ένας από τους άντρες την έκανε να νιώθει επιθυμητή. Της τηλεφωνούσε και της έλεγε: «Έχω καιρό να σε δω, μου έλειψες». «Με πήρε στο Λονδίνο και σε άλλες πόλεις. Ξύπνησα μέσα σε ένα άθλιο δωμάτιο, με ένα κρεβάτι στο κέντρο. Δεν ήξερα πού ήμουν ή πώς βρέθηκα εκεί. Ήμουν γυμνή, κρύωνα, και δεν έβλεπα κανέναν γύρω μου».
Όταν οι υποθέσεις άνοιξαν ξανά το 2010, η Margaret Oliverγια μια ακόμη φορά προσπάθησε να πείσει τα κορίτσια να καταθέσουν, διαβεβαιώνοντάς τες ότι τώρα θα τις ακούσουν.