Ο παππούς μου ήταν έμπορος καυσόξυλων. Κάπου εκεί στη δεκαετία του 80 οι δουλειές δεν πήγαιναν καλά, μιας και οι περισσότεροι σταμάτησαν να χρησιμοποιούν καυσόξυλα, (μπήκε το πετρέλαιο στη ζωή μας…) Που να το φανταζόταν ότι λίγα χρόνια μετά, θα επιστρέφαμε μαζικά στα καυσόξυλα… Διαβάστε το παρακάτω άρθρο από το pemptousia.gr, για να κάνετε άλλη φορά τα κουμάντα σας νωρίς…
Το είδος και η κατάσταση των καυσόξυλων παίζουν καθοριστικό ρόλο στην ποιότητα της καύσης. Κατά συνέπεια, ο καταναλωτής – χρήστης τζακιού ή ξυλόσομπας πρέπει να έχει υπόψη του εκείνους τους παράγοντες που επηρεάζουν την απόδοση
Πριν πούμε οτιδήποτε για καυσόξυλα πρέπει να θυμίσουμε ότι καύση είναι η ένωση κάποιου υλικού (στην προκειμένη περίπτωση του ξύλου που περιέχει σε διάφορες μορφές άνθρακα και υδρογόνο) με το οξυγόνου και η μετατροπή τους σε διοξείδιο του άνθρακα, νερό και θερμική ενέργεια (θερμότητα). Στη χημεία μιλάμε για «εξώθερμη» αντίδραση που πραγματοποιείται με έκλυση θερμότητας αποδίδοντας περίπου 4,5 – 5,5 kWh ανά ένα κιλό ξηρού καυσόξυλου.
Μεταξύ των διαφορετικών δασικών ειδών συναντάμε διαφορετική χημική σύνθεση, πυκνότητα και δομή, γεγονός που έχει άμεσο αντίκτυπο στο τελικό προϊόν, δηλαδή στα καυσόξυλα και κατά συνέπεια στην καύση.
Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι η πυκνότητας της ελάτης είναι περίπου 400 kg/m3, του πεύκου 500-550 kg/m3, της οξιάς 700-750 kg/m3, και της δρυός 750-800 kg/m3. Αυτό σημαίνει ότι για να πάρουμε την ίδια ποσότητα ενέργειας, με τη μορφή θερμότητας κατά την καύση των ξύλων, θα χρειαστούμε διπλάσια σε όγκο ποσότητα ελάτης απ’ ότι δρυός. Γενικά καλό είναι να χρησιμοποιούμε ξύλα με πυκνότητα πάνω από 550 kg/m3, χωρίς αυτό να αποκλείει τη χρήση της ελάτης, εφόσον αυτή είναι διαθέσιμη σε μια περιοχή (κάτι τέτοιο συμβαίνει στο Περτούλι, όπου υπάρχει δάσος ελάτης).
Γενικώς τα κωνοφόρα (κυρίως τα πεύκα) περιέχουν ρητίνες, ιδιαίτερα στο φλοιό τους και αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να παράγεται πολύς καπνός κατά την καύση τους, ενώ οξιά και δρυς χαρακτηρίζονται από καθαρότερη καύση.
Πιο εύκολα καίγονται τα ξύλα με μεγάλους πόρους (που επιτρέπουν την είσοδο του οξυγόνου) και αυτό έχει να κάνει αποκλειστικά με το είδος του δέντρου και όχι με την προέλευσή του.
Η δρυς θεωρείται ιδιαίτερα κατάλληλη για καύση. Στην Ελλάδα έχουμε 10 είδη δρυός από τα οποία τα 8 καίγονται καλά, ενώ τα άλλα δύο όχι. Αυτά όμως δεν μπορεί να τα ξεχωρίσει κανείς με γυμνό μάτι (ούτε οι καταναλωτές ούτε οι έμποροι), απαιτούνται ειδικές γνώσεις και εξέταση στο μικροσκόπιο. Οι υλοτόμοι όμως οφείλουν εμπειρικά να γνωρίζουν τις ποικιλίες, ανάλογα με την περιοχή στην οποία δραστηριοποιούνται. Παράδειγμα ξύλου που καίγεται σωστά αποτελεί η λευκή δρυς του Χολομώντα.
Από την άλλη μεριά η ακακία, παρόλο που έχει μεγάλη πυκνότητα και θεωρείται «βαρύ» ξύλο δεν καίγεται εύκολα γιατί έχει μικρούς πόρους.
Σε γενικές γραμμές το είδος του ξύλου που θα χρησιμοποιήσουμε εξαρτάται και από τη διαθεσιμότητα. Στα νησιά και σε περιοχές που υπάρχουν ελαιώνες χρησιμοποιείται ευρύτατα η ελιά, που «κρατάει» αρκετά καθώς δεν έχει μεγάλη φλόγα και καίγεται πιο αργά από άλλα ξύλα.
Πέρα όμως από την ποιότητα και το είδος των καυσόξυλων, ένας παράγοντας που επηρεάζει καθοριστικά την καύση είναι η υγρασία.
Όταν κόβεται ένα δέντρο, η υγρασία των καυσόξυλων που προκύπτουν κυμαίνεται από 50% έως 100% (!), ανάλογα με την εποχή που πραγματοποιείται η υλοτόμηση. Για να καεί σωστά το ξύλο πρέπει η υγρασία του να κατέβει τουλάχιστον στο 20%, ενώ ιδανική θεωρείται η υγρασία όταν είναι 12% έως 15%.Αν λοιπόν τα ξύλα κοπούν την άνοιξη ή έστω τον Ιούνιο και τα αφήσουμε να στεγνώσουν κάτω από ένα υπόστεγο, σε καλά αεριζόμενο χώρο, είναι μια χαρά για να τα κάψουμε το χειμώνα.
Ωστόσο αυτό φαίνεται ότι δεν συμβαίνει και οι ξυλέμποροι πολύ συχνά πωλούν «φρέσκα» ξύλα, που δεν ανάβουν εύκολα, ενώ και όταν ανάβουν καταναλώνουν ένα μεγάλο μέρος της ενέργειας που αποδίδουν για να αποβάλλουν την υγρασία που περιέχουν. Οπότε τα καυσόξυλα πρέπει να αγοράζονται τουλάχιστον ένα εξάμηνο πριν τη χρήση τους και όχι τελευταία στιγμή.
Η άποψη ότι τα δέντρα που βρίσκονται σε ανήλιαγες πλαγιές καίγονται πιο δύσκολα είναι απλώς δοξασία – δεν έχει επιστημονική τεκμηρίωση. Ούτε η χώρα προέλευσης παίζει ρόλο. Η ίδια ποικιλία δρυός, όταν έχει την ίδια υγρασία θα καεί με τον ίδιο τρόπο είτε από Ελλάδα προέρχεται, είτε από Βουλγαρία είτε από Ρουμανία.
Συνοπτικά
- Δρυς: δίνει ωραία φλόγα, έχει μεγάλη πυκνότητα και μεγάλη διάρκεια καύσης
- Οξιά: σκληρό ξύλο με αρκετά μεγάλη πυκνότητα, κατάλληλο για καύση, καίγεται πιο γρήγορα από τη δρυ
- Πεύκο: μαλακό, αρπάζει εύκολα, δίνει γρήγορα μεγάλη φλόγα, καίγεται όμως γρήγορα και αφήνει πολλά κατάλοιπα στην καπνοδόχο
- Έλατο: αρπάζει εύκολα, δίνει μεγάλη φλόγα και καίγεται σχετικά γρήγορα (προτιμούμε λευκή και αποφεύγουμε την ερυθρή ελάτη γιατί μπορεί να έχουμε «σκασίματα» κατά την καύση)
- Πουρνάρι: σκληρό ξύλο, ιδιαίτερα κατάλληλο για καύση, αλλά δυσεύρετο
- Ελιά: δίνει μικρότερη φλόγα, αλλά έχει τη μεγαλύτερη διάρκεια