“Θυμίζοντας σκηνές ταινίας τρόμου, το κανάλι έμοιαζε να έχει πλημμυρίσει με κούκλες. Άλλες τυφλές, άλλες κουτσές και άλλες ακέφαλες κατά δεκάδες σκάλωναν στα καλάμια και περίμεναν τον Julian να έρθει να τις μαζέψει. Και εκείνος, πράγματι το έκανε…”
Μια κούκλα από μόνη της μπορεί να είναι αρκετά ανατριχιαστική για να μας κάνει να νιώθουμε άβολα να βρισκόμαστε στον ίδιο χώρο μαζί της. Τι γίνεται όμως όταν δεν υπάρχει μόνο μια κούκλα αλλά δεκάδες, ή ίσως εκατοντάδες από αυτές, και όπου και αν πάμε δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από το γυάλινο βλέμμα τους; Ένα τέτοιο, πραγματικά ανατριχιαστικό μέρος είναι το νησί με τις κούκλες.
Το La Isla de las Muñecas ή Νησί με τις Κούκλες, είναι μια μικρή έκταση γης κοντά στην Πόλη του Μεξικό. Αν και χαρακτηρίζεται ως νησί, δεν είναι το τυπικό μέρος που βρέχεται περιμετρικά από θάλασσα. Αντίθετα, εντοπίζεται σε ένα από τα κανάλια της λίμνης Teshuilo που βρίσκεται στην περιφερειακή ενότητα Xochimilco. Όπως μαρτυρά και το όνομα που του έχει αποδοθεί, το μέρος είναι γεμάτο κούκλες, κρεμασμένες από τα κλαδιά των δέντρων, σφηνωμένες στις κουφάλες τους, ή τοποθετημένες πάνω σε πασσάλους. Όπου και στρέψει κανείς το βλέμμα του θα δει δεκάδες κούκλες, πάνινες ή πλαστικές, μεγάλες ή μικρές, με ή χωρίς τα άκρα τους να τον περιεργάζονται. Ένα τέτοιο μέρος πληροί όλες τις προδιαγραφές για να είναι στοιχειωμένο και όπως θα μάντευε κανείς, μάλλον είναι.
Όλα ξεκίνησαν την δεκαετία του 1950, όταν ο κάτοικος της περιφερειακής ενότητας Xochimilco, Don Julian Santana, αποφάσισε, για λόγους που δεν είναι ακριβώς κατανοητοί, να μετακομίσει στο νησί. Τότε, δεν υπήρχαν κούκλες να κρέμονται από τα δέντρα. Ήταν μια απλή νησίδα γης, απομονωμένη από την υπόλοιπη πόλη. Εκεί, ζούσε μοναχικά, καλλιεργώντας τα λαχανικά του και φροντίζοντας το νησί που τον φιλοξενούσε. Κατά διαστήματα, επισκεπτόταν την πόλη για να αγοράσει ό,τι χρειαζόταν και να επισκεφτεί την εκκλησία, αφού στο δικό του νησί, με μοναδικό κάτοικο τον ίδιο, δεν υπήρχε καμία.
Ένα απρόσμενο μακάβριο γεγονός θα ερχόταν να ανατρέψει τη ζωή του Julian. Μια μέρα που περπατούσε κατά μήκος του μικρού του νησιού, εντόπισε το πτώμα ενός μικρού κοριτσιού. Τα νερά στο κανάλι είχαν παρασύρει το σώμα του μικρού παιδιού και τώρα, είχε καταλήξει μπλεγμένο ανάμεσα στα καλάμια και την υδρόβια βλάστηση στο νησί του Julian. Δίπλα στο άψυχο παιδί επέπλεε η κούκλα του.
Ο Julian, συντετριμμένος από το θάνατο ενός μικρού παιδιού τον οποίο δεν είχε καταφέρει να αποτρέψει, έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε πια γι’ αυτό. Μάζεψε το σώμα του από το νερό, άνοιξε έναν τάφο στο νησί και έθαψε το κορίτσι. Πάνω του κρέμασε την κούκλα που είχε βρει δίπλα του. Πίστευε πως εξασφαλίζοντας στο παιδί ένα ήσυχο μέρος για να αναπαύεται αιώνια και έχοντας απαγγείλει κάποια εδάφια από τη Βίβλο καθώς το τοποθετούσε στην τελευταία του κατοικία, το πνεύμα του θα αναπαυόταν και αυτό. Έκανε όμως λάθος.
Λίγο καιρό μετά την ανακάλυψη του κοριτσιού, μυστηριώδεις φωνές άρχισαν να ακούγονται στο νησί που ο μόνος κάτοικος ήταν ο Julian. Η μοναδική κούκλα του νησιού, άρχισε να εμφανίζεται σε διαφορετικές θέσεις, σαν το πνεύμα του παιδιού να τριγυρνούσε τις νύχτες στο νησί παίζοντας μαζί της και αφήνοντάς την αλλού κάθε φορά. Η απομόνωσή του από την υπόλοιπη πόλη, η θλίψη για τον άδικο θάνατο του παιδιού και όλα εκείνα που νόμιζε ότι άκουγε και έβλεπε ήταν αρκετά για να τον κάνουν να αρχίσει να φέρεται περίεργα. Όταν μια μέρα βρήκε μια κούκλα να επιπλέει κοντά στο νησί την μάζεψε και την κρέμασε σε ένα δέντρο, πιστεύοντας πως η νέα προσθήκη θα κατεύναζε το πνεύμα του κοριτσιού.
Τώρα, είχε καταλήξει στο συμπέρασμα πως ο μοναδικός τρόπος για να κρατά το νεκρό κορίτσι ήσυχο ήταν να του προσφέρει κούκλες. Τριγυρνούσε στην πόλη αναζητώντας κούκλες ή μέλη αυτών παρατημένα στο πλάι του δρόμου, ή πεταμένα στα σκουπίδια και τα μάζευε. Κάποιες φορές έδινε τα λαχανικά που καλλιεργούσε ζητώντας ως αντάλλαγμα κάποια κούκλα. Όταν επέστρεφε στο νησί, έκανε την προσφορά του στο κορίτσι κρεμώντας τα λάφυρά του στα δέντρα. Σύντομα όμως, δεν χρειαζόταν να κάνει εξορμήσεις στην πόλη για να βρίσκει κούκλες.
Θυμίζοντας σκηνές ταινίας τρόμου, το κανάλι έμοιαζε να έχει πλημμυρίσει με κούκλες. Άλλες τυφλές, άλλες κουτσές και άλλες ακέφαλες κατά δεκάδες σκάλωναν στα καλάμια και περίμεναν τον Julian να έρθει να τις μαζέψει. Και εκείνος, πράγματι το έκανε. Με το πνεύμα του κοριτσιού να γίνεται όλο και πιο ανήσυχο και να τον επισκέπτεται τις νύχτες ρωτώντας τον που είναι η κούκλα του, εκείνος έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε για να το εξευμενίσει. Συνέλλεγε ό,τι κομμάτι κούκλας έβρισκε και χωρίς να προσπαθεί να τα ενώσει ή να κάνει κάποια επιδιόρθωση, τα κρεμούσε στα δέντρα, ακόμα και στους τοίχους του σπιτιού του.
Το ίδιο του το δωμάτιο ήταν γεμάτο με δεκάδες κούκλες. Συνήθιζε να τις ντύνει και να τους φοράει γυαλιά και άλλα αξεσουάρ που έφερνε το κανάλι, σαν αυτό να ευχαριστούσε το νεκρό παιδί, ή ίσως τα νεκρά παιδιά γιατί έπειτα από λίγο είχε αρχίσει να πιστεύει πως κάθε μια κούκλα που έβρισκε άνηκε και σε ένα μικρό παιδί που δεν ήταν πια στον κόσμο των ζωντανών. Έλεγε μάλιστα ότι πολλές από αυτές ήταν αρκετά εργατικές και τον βοηθούσαν με τις δουλειές στο νησί όταν δεν μιλούσαν μεταξύ τους.
Οι εκατοντάδες κούκλες που ήταν κρεμασμένες στα δέντρα δεν πέρασαν απαρατήρητες. Σύντομα, η ιστορία για το νεκρό κορίτσι και το ανήσυχο πνεύμα του κατάφερε να προξενήσει τον ενδιαφέρον των κατοίκων της πόλης που είχαν μεγάλη περιέργεια να επισκεφτούν το νησί. Έτσι, πλήρωναν τον Julian για να τους μεταφέρει με το σκάφος του σε αυτό και εκείνος με τα χρήματά τους αγόραζε ακόμα περισσότερες κούκλες για να γεμίζει όχι απλά όλα τα δέντρα αλλά όλα τα κλαδιά των δέντρων.
Πολλοί πίστευαν ότι ο Julian ήταν απλά τρελός. Η απομόνωση στο νησί και η απώλεια των επαφών με την οικογένειά του τον είχαν κάνει να φέρεται αλλόκοτα. Πράγματι, μέχρι σήμερα δεν έχει εντοπιστεί ο υποτιθέμενος τάφος του κοριτσιού στο νησί. Για πολλούς, το μόνο κακόβουλο πνεύμα ζούσε στο μυαλό του Julian. Ωστόσο, τα πράγματα θα έπαιρναν μια αλλόκοτη τροπή το 2001 κάνοντας αρκετούς να αναρωτηθούν μήπως τελικά ο Julian δεν ήταν τόσο τρελός όσο νόμιζαν.
Όταν η οικογένεια του Julian δεν κατάφερε να επικοινωνήσει μαζί του για αρκετό καιρό, υποψιάστηκαν ότι κάτι κακό μπορεί να του είχε συμβεί. Επισκέφτηκαν το νησί και το σπίτι του αλλά το μόνο που βρήκαν ήταν τις κούκλες να τους κοιτούν με τα ειρωνικά άψυχα βλέμματά τους, σαν να κρατούσαν κρυμμένο κάποιο μυστικό πίσω από τα βρώμικα πλαστικά τους χείλια. Τελικά, τον εντόπισαν και οι υποψίες τους επιβεβαιώθηκαν. Είχε πνιγεί και το σώμα του βρισκόταν στο ίδιο σημείο που πενήντα ακριβώς χρόνια πριν είχε βρει το νεκρό παιδί. Φήμες μιλούσαν για μια συνομωσία των κουκλών για δολοφονήσουν τον Julian, ενώ άλλες ήθελαν το νησί πια να φρουρείται από αυτές μιας και ο ιδιοκτήτης του είχε πεθάνει.
Κάποιοι λεν πως το πνεύμα του κοριτσιού στοιχειώνει το νησί. Άλλοι πως είναι το πνεύμα του Julian, άλλοι ότι είναι και των δύο τα πνεύματα. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι το νησί ήταν στοιχειωμένο πριν φτάσει ο Julian οπότε από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι του εκεί ήταν το παιχνίδι κάποιου κακόβουλου πνεύματος. Το σίγουρο είναι πως αρκετοί είναι αυτοί που αρνούνται να το επισκεφτούν, ενώ πολλοί πληρώνουν αδρά για να κάνουν μια ξενάγηση στο αλλόκοτο αυτό μέρος και να αφήσουν μια κούκλα στα δέντρα, σαν προσφορά στον Julian και στο νεκρό κορίτσι.